Η περίπτωση της ΔΕΗ έρχεται και ξανάρχεται συνεχώς στο προσκήνιο από το 2004 και εντεύθεν. Έκτοτε συζητούμε για τη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας πάντα από δυσμενέστερη θέση.

Η περίπτωση της ΔΕΗ έρχεται και ξανάρχεται συνεχώς στο προσκήνιο από το 2004 και εντεύθεν. Έκτοτε συζητούμε για τη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας πάντα από δυσμενέστερη θέση. Με την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας το 2004 και αφού η αναδιοργανωμένη από το 2000 ΔΕΗ κάλυψε με απόλυτη επιτυχία τις απαιτήσεις των Ολυμπιακών Αγώνων, άρχισε μια συστηματική προσπάθεια αμφισβήτησης των συνθηκών εταιρικής διακυβέρνησης που είχαν οικοδομηθεί το προηγούμενο διάστημα.

Μέχρι τότε η ΔΕΗ είχε φθάσει να κερδίζει πάνω από 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο, είχε προγραμματίσει την κατασκευή νέων μονάδων, είχε αποκτήσει νέα περιουσιακά στοιχεία, προετοιμαζόταν να αναπτυχθεί στη Βαλκανική και σχεδίαζε να εξελιχθεί σε έναν δυναμικό παραγωγό, ικανό να διεκδικήσει τη θέση που μπορούσε να έχει στην Ευρώπη.

Αρχικώς ο διορισθείς στη θέση του προέδρου κ Ι. Παλαιοκρασάς κατήγγειλε στη Δικαιοσύνη τους συνεργάτες του στο διοικητικό συμβούλιο, με προφανή σκοπό να προκαλέσει τις παραιτήσεις τους. Πράγμα που έγινε. Ακολούθως μετέβαλε πλήρως τη στελεχική πυραμίδα της επιχείρησης και ανέτρεψε τον προγραμματισμό της. Οι επενδύσεις εγκαταλαφείφθηκαν, η εσωτερική λειτουργία υποχώρησε, ο έλεγχος του κόστους χάθηκε και μαζί τους η παραγωγική επάρκεια, όπως και η κερδοφορία της επιχείρησης. Το 2006 τα κέρδη υποχώρησαν στα 40 εκατ. ευρώ και το 2007, αντιμετώπισε την απειλή του μπλακάουτ και αν δεν πωλούσε την τηλεπικοινωνιακή Tellas, θα κατέγραφε ζημιές. Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η διαδικασία φθοράς συνεχίζεται. Ο νέος πρόεδρός της, παρ’ ότι φέρει περγαμηνές, κινείται προς τη βαλκανοποίηση της επιχείρησης. Διεκδικεί συνεχώς ολοένα υψηλότερα τιμολόγια, κόβει σε φέτες τη ΔΕΗ, εκχωρεί και πουλάει δραστηριότητες από σταθμούς παραγωγής μέχρι ορυχεία, και όλα αυτά χωρίς διεθνείς διαγωνισμούς, όπως τα σύγχρονα εταιρικά ήθη επιβάλλουν.

Ειδικώς η περίπτωση της συνεργασίας με τη γερμανική RWE δεν έχει προηγούμενο. Παραπέμπει στις αποικιοκρατικές συμβάσεις άλλων εποχών, που δεν έχουν θέση στον σύγχρονο κόσμο και τέλος πάντων δεν μπορούν να εφαρμόζουν σε χώρες- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκτός κι αν άλλα συμβαίνουν που δεν τα γνωρίζουμε...