Ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος για το... Καυτό Πετρέλαιο

Η τιμή του πετρελαίου «φλερτάρει» με τα 100 δολάρια ανά βαρέλι. Μη νομίζετε ότι αυτό αποτελεί ακόμη μία άνοδο της τιμής του. Αντανακλά μία νέα γεωπολιτική εποχή, καθώς η ενέργεια χρησιμεύει όλο και περισσότερο ως πολιτικό όπλο. Οι παραγωγοί (ή ορισμένοι εξ αυτών) θα το χρησιμοποιήσουν για να προωθήσουν τις εθνικές τους προτεραιότητες.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σαβ, 17 Νοεμβρίου 2007 - 09:52


Η τιμή του πετρελαίου «φλερτάρει» με τα 100 δολάρια ανά βαρέλι. Μη νομίζετε ότι αυτό αποτελεί ακόμη μία άνοδο της τιμής του. Αντανακλά μία νέα γεωπολιτική εποχή, καθώς η ενέργεια χρησιμεύει όλο και περισσότερο ως πολιτικό όπλο. Οι παραγωγοί (ή ορισμένοι εξ αυτών) θα το χρησιμοποιήσουν για να προωθήσουν τις εθνικές τους προτεραιότητες.


Οι καταναλωτές (ή ορισμένοι από αυτούς) θα επιδιώξουν κάποια προνομιακή μεταχείριση. Αυτό το βλέπουμε ήδη στον Ούγκο Τσάβες με τις ευνοϊκές προσφορές της τιμής του πετρελαίου προς τους συμμάχους της Βενεζουέλας, στις έξαλλες προσπάθειες της Κίνας να εξασφαλίσει εγγυημένους εφοδιασμούς και στις κρυφές απειλές της Μόσχας στη χρήση του φυσικού αερίου. Η οποία με τον εφοδιασμό της Ευρώπης, με φυσικό αέριο, προσπαθεί να συνετίσει τους γείτονές της και τους καταναλωτές της.
Από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν να διατηρούν την ενέργεια –κυρίως το πετρέλαιο– ευρέως διαθέσιμο εμπορικώς. Η εξωτερική πολιτική της Αμερικής αποσκοπούσε στο να προλάβει άλλες χώρες από το να χρησιμοποιήσουν το πετρέλαιο για την προώθηση της δικής τους εξωτερικής πολιτικής. Γενικώς, η τακτική αυτή περιόρισε τις συρράξεις για φυσικούς πόρους και ευνόησε τη διεθνή οικονομική ανάπτυξη.


Τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους για να αυξήσουν τα έσοδά τους, ενώ οι καταναλώτριες χώρες εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην αγορά προκειμένου να εξασφαλίσουν πετρέλαιο.


Το «μπουρλότο»

 
Ομως οι αλλαγές στην προσφορά και στη ζήτηση τώρα απειλούν το σύστημα. Μόλις την περασμένη εβδομάδα η Διεθνής Επιτροπή Ενέργειας στο Παρίσι ανέφερε ότι η διεθνής ζήτηση για πετρέλαιο θα αυξηθεί στα 116 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το έτος 2030, από τα 86 εκατομμύρια βαρέλια που ήταν κατά το 2007. Περίπου τα δύο πέμπτα της αύξησης θα προέλθουν από την Κίνα και την Ινδία, ενώ το υπόλοιπο θα είναι το αποτέλεσμα της ζήτησης εκ μέρους άλλων κρατών.
Επιπλέον θα διπλασιασθεί και ο αριθμός των αυτοκινήτων καί των φορτηγών, παγκοσμίως και θα φθάσει τα 2,1 δισεκατομμύρια οχήματα. Η συμφόρηση δεν θα είναι αποτέλεσμα της σπανιότητος των κοιτασμάτων. Αυτό κάποτε θα συμβεί, αλλά δεν είναι θέμα του παρόντος. Τα εγκεκριμένα αποθεματικά πετρελαίου φθάνουν το 1,2 τρισεκατομμύρια βαρέλια, όπως αναφέρει το Εθνικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, ενός συμβουλευτικού οργάνου των ΗΠΑ που αποτελείται από εμπειρογνώμονες της βιομηχανίας και από καθηγητές πανεπιστημίου.


Σύμφωνα με τους σημερινούς ρυθμούς καταναλώσεως τα αποθέματα αυτά θα διαρκέσουν 38 χρόνια. Υπάρχουν, όμως, και αποθέματα τα οποία δεν έχουν εντοπισθεί. Το προαναφερθέν ινστιτούτο υπολογίζει ακόμη σε ένα τρισεκατομμύριο βαρέλια.


Τελικώς θα πρέπει να υπολογίζουμε σε 1,5 τρισεκατομμύριο βαρέλια από «μη συμβατικά» αποθέματα και συναφών ουσιών τα οποία θα αποκτηθούν με υψηλότερες τιμές. Η παραγωγή αυτού του πετρελαίου είναι μία άλλη υπόθεση. Οι χαμηλές τιμές στο παρελθόν, το διάστημα μεταξύ του 1985 και του 2002, όταν το βαρέλι εκυμαίνετο στα 21 δολάρια απεθάρρυναν την αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων.


Συνένωση εταιρειών


Εν τω μεταξύ οι εταιρείες ενοποιήθηκαν. Η ΕΧΧΟΝ με τη Mobil και η Chevron με την Texaco. Oι μειώσεις της παραγωγής είχαν δυσμενή επακόλουθα και σε συναφείς τομείς της εν λόγω βιομηχανίας. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, οι ελλείψεις θα αντιμετωπισθούν. Ενα από τα μεγαλύτερα εμπόδια, ωστόσο, θα εξακολουθεί να είναι η πρόσβαση στα κοιτάσματα πετρελαίου. Οι κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες ελέγχουν ίσως τα τρία τέταρτα των εξακριβωμένων κοιτασμάτων. Πολύ συχνά, όμως, χρειάζονται ιδιωτικές επιχειρήσεις (την Exxon ή την BP) για να εξερευνήσουν νέα κοιτάσματα και για να τα αξιοποιήσουν. Αντιθέτως, οι υψηλές τιμές καθιστούν τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων μακροχρόνιες και δυσκολότερες. Οι κυβερνήσεις διαθέτουν ήδη περισσότερα χρήματα από την εμπορία πετρελαίου. Το 2007 τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη του OPEC είχαν υπολογίσει ότι τα έσοδά τους θα έφθαναν τα 658 δισεκατομμύρια δολάρια σε σχέση με τα 195 δισεκατομμύρια δολάρια που είχαν εισπράξει το 2002.


Οι κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα λοιπόν να είναι σκληρές και υπομονετικές. Στην πραγματικότητα, οι υψηλότερες τιμές τις εξανάγκασαν να αυξήσουν τη φορολόγηση των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών. Πολλές από αυτές προτίμησαν να αποσυρθούν παρά να δεχθούν τους νέους όρους. Πέρυσι, η Εxxon και η Conoco Philips εγκατέλειψαν τη Βενεζουέλα, όπως υπενθυμίζει ο Σάιμον Ουάρντελ της Global Insight. Για ποικίλους λόγους, η Βενεζουέλα, το Ιράν και το Ιράκ παράγουν κάτω από το ανώτατο όριο της παραγωγής τους, σε σχέση με το παρελθόν και κάτω από το όριο του δυναμικού τους. Μέχρι ενός σημείου, οι υψηλότερες τιμές θα δαμάσουν τη ζήτηση, ενώ η αλλαγή των καιρικών συνθηκών και του επιχειρηματικού κύκλου θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην πτώση της τιμής του πετρελαίου.