Η Πράσινη Φορολογία στα Αυτοκίνητα

«Δεν είναι άδικο ένα ρυπογόνο αυτοκίνητο να κοστίζη λιγότερο από ένα αυτοκίνητο που δεν μολύνει»; Η ερώτησις αυτή διατυπώθηκε προσφάτως από τον Γάλλο Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζύ και αποτυπώνει τον ευρύτερο προβληματισμό για το πώς πρέπει να τιμολογούνται και να φορολογούνται τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα.
Του Θανάση Κουκάκη - ΕΣΤΙΑ
Παρ, 30 Νοεμβρίου 2007 - 00:47

«Δεν είναι άδικο ένα ρυπογόνο αυτοκίνητο να κοστίζη λιγότερο από ένα αυτοκίνητο που δεν μολύνει»; Η ερώτησις αυτή διατυπώθηκε προσφάτως από τον Γάλλο Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζύ και αποτυπώνει τον ευρύτερο προβληματισμό για το πώς πρέπει να τιμολογούνται και να φορολογούνται τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα.

Στις 20 Ιουλίου 2007 ο Γάλλος Πρόεδρος και ο Βρεταννός Πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν εξουσιοδότησαν τους υπουργούς Οικονομίας των χωρών τους να προτείνουν στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως την επιβολή χαμηλού ΦΠΑ σε φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα.

Η πρότασις συνίστατο στην φορολόγηση με ΦΠΑ 5% των αυτοκινήτων με μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος. Ακόμη, περιελάμβανε τα μονωτικά υλικά, τους λαμπτήρες χαμηλής καταναλώσεως και οικολογικές οικιακές συσκευές. Στόχος ήταν να δοθούν κίνητρα στους Βρεταννούς που σήμερα πληρώνουν ΦΠΑ 17,5% και στους Γάλλους που επιβαρύνονται με 19,6%, ώστε να στραφούν προς τα «πράσινα» προϊόντα και να αποκτήσουν οικολογική καταναλωτική συνείδηση.

Η πρωτοβουλία Σαρκοζύ-Μπράουν υιοθετεί μερικώς πρόταση που είχε καταθέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2005 για την φορολόγηση των επιβατικών αυτοκινήτων, με στόχο την μείωση των εκπομπών ρύπων. Η Κομμισσιόν είχε προτείνει την αναδιάρθρωση των τελών κυκλοφορίας και ταξινομήσεως που εισπράττονται από τα περισσότερα κράτη-μέλη, ώστε μέχρι το 2010 να συνδεθούν, με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα για κάθε ένα από τα επιβατικά αυτοκίνητα.

 Η «πράσινη φορολογία» στα επιβατικά αυτοκίνητα επανήλθε στην επικαιρότητα, καθώς απασχόλησε το τελευταίο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Ecofin). Αν και οι υπουργοί Οικονομίας της ΕΕ συμφώνησαν πως υπάρχει ανάγκη για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος μέσω στοχευμένων δημοσιονομικών μέτρων, τελικώς δεν συναίνεσαν για το πώς θα επιτευχθή ο σκοπός αυτός.

Η εφαρμογή της αρχής ο «ρυπαίνων πληρώνει» θα επηρεάση αναμφίβολα τις αυτοκινητοβιομηχανίες μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Οι επιχειρήσεις αυτές θα κληθούν να κάνουν μεγάλες επενδύσεις για την υιοθέτηση οικολογικών τεχνολογιών και θα αλλάξουν ριζικά την γραμμή παραγωγής τους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτών θα στραφή προς οχήματα με χαμηλούς ρύπους και ως εκ τούτου με χαμηλή φορολόγηση.

Οι ενεργητικές φορολογικές πολιτικές στηρίζονται στην οικονομική παραδοχή ότι ο μηχανισμός τιμών είναι εκπαιδευτικός. Έτσι, η υψηλή φορολόγηση ρυπογόνων προϊόντων θα περιορίση την κατανάλωση, ενώ η απαλλαγή κάποιων αγαθών από δασμούς θα οδηγήση μαζικά στην χρήση τους. Ένα απλό παράδειγμα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ κ. Στ. Μάνος καθιέρωσε μέσω οικονομικών κινήτρων την απόσυρση των ρυπογόνων αυτοκινήτων και την αγορά καταλυτικών. Η ανταπόκρισις ήταν πολύ μεγάλη και τα οφέλη για το περιβάλλον τεράστια.

Οι πολιτικές για την διαμόρφωση οικολογικής συνειδήσεως μέσω της επιβολής δασμών είναι διαδεδομένες διεθνώς. Για παράδειγμα η υψηλή φορολόγησις του πετρελαίου κινήσεως συναντάται στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ και αποτελεί μια αποτρεπτική πολιτική για την χρήση κινητήρων ντίζελ. Τα οφέλη είναι διπλά. Από την μία περιορίζεται η κατανάλωσις και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος και από την άλλη γίνεται οικονομία στα αποθέματα πετρελαίου, τα οποία ως γνωστόν δεν είναι ανεξάντλητα.

Η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας αναγνωρίζει πως η παράμετρος του περιβάλλοντος θα είναι πολύ σημαντική τα επόμενα χρόνια όσον αφορά στην φορολογική πολιτική. Ωστόσο, πέρα από κάποιες απαλλαγές στα βιοκαύσιμα και στην εισαγωγή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας δεν έχουν αναληφθή περαιτέρω πρωτοβουλίες προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αποτέλεσμα, η Ελλάς να υστερή σε ένα νευραλγικό τομέα, σημαντικό τόσο για την αειφόρο ανάπτυξη, όσο και για την καθημερινότητα των πολιτών. Το ότι η χώρα μας υπολείπεται στην πράσινη φορολογία προκύπτει και από το ότι σήμερα στα υπόλοιπα κράτη-μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) ισχύουν 375 περιβαλλοντικοί φόροι και 250 δασμοί και χρεώσεις οικολογικού χαρακτήρα.

Η εφαρμογή των πράσινων φόρων είναι βέβαια δύσκολη υπόθεση. Απαιτεί πολιτική βούληση και σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα και αντιλήψεις. Τα βήματα που πρέπει να γίνουν είναι πολλά. Η μείωσις της φορολογίας οχημάτων με χαμηλές εκπομπές καυσαερίων θα ήταν μια καλή αφετηρία για την ενίσχυση της οικολογικής συμπεριφοράς.

(ΕΣΤΙΑ 21/11/2007)