Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας οδηγεί σε άνοδο τιμών

Ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι, τι είναι στην πραγματικότητα η απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς μέχρι πρότινος την Κομισιόν απασχολούσε περισσότερο το πως θα την παρουσίαζε παρά ο σκοπός που αυτή εξυπηρετούσε.
του Philip Wright - FINANCIAL TIMES
Παρ, 7 Δεκεμβρίου 2007 - 01:06

Ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι, τι είναι στην πραγματικότητα η απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς μέχρι πρότινος την Κομισιόν απασχολούσε περισσότερο το πως θα την παρουσίαζε παρά ο σκοπός που αυτή εξυπηρετούσε.

Τον προηγούμενο μήνα η ανησυχία αυτή έφτασε στο ζενίθ, καθώς η Κομισιόν υιοθέτησε ένα πακέτο πολυαναμενόμενων προτάσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η αξίωση, οι μεγάλες εταιρίες ενέργειας της Ε.Ε να αποδεσμεύσουν τα δίκτυα φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας από τους προμηθευτές τους, κάτι που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί είτε με την εγκαθίδρυση πλήρως ανεξαρτητοποιημένων συστημάτων διαχείρισης είτε μέσω πλήρους διαχωρισμού της ιδιοκτησίας.

Τι αναμένεται όμως να επιτύχει η απελευθέρωση; Μια πιο ανταγωνιστική και με διαφάνεια αγορά και συνεπώς με χαμηλότερες τιμές, με έμφαση στην σχέση που μπορεί να προκύψει ανάμεσα στις απελευθερωμένες αγορές και την ασφάλεια των προμηθειών, είναι η απάντηση των προμηθευτών.

 Τέτοιου είδους προσδοκίες θα μπορούσαν να μην εκπληρωθούν, επειδή στις βιομηχανίες φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας δεν τους ταιριάζει από τη φύση τους ο ανταγωνισμός. Θα ήθελα όμως να τις προκαλέσω επιστώντας την προσοχή τους στον αντίκτυπο αυτής της απελευθέρωσης στα τρία μέρη ( χονδρική τιμή του φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, κόστος μεταφοράς και διανομής και κόστος προμήθειας, χρέωσης και μάρκετινγκ) που απαρτίζουν την τελική τιμή που πληρώνουν τα νοικοκυριά , τα οποία από τον Ιούλιο έχουν αρχίσει ήδη να εξετάζουν το ενδεχόμενο αλλαγής προμηθευτή μέσα στα όρια πάντα της Ε.Ε.

Η επίδραση της απελευθέρωσης στις τιμές χονδρικής είναι αμφίβολη, καθώς αγορές με βραχυπρόθεσμα συμφέροντα υπερτιμολογούν συνήθως το κόστος διανομής του φυσικό αέριου και της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ δεσμεύονται από μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Η κατηγοριοποίηση αυτή σε τέτοιου είδους αγορών ( όπως αυτές που καθορίζουν τις τιμές ένα μήνα ή μία μέρα νωρίτερα) λανθασμένα θεωρείται σαν «ενάρετη» ένδειξη απελευθέρωσης, όταν στην πραγματικότητα οι ίδιες αγορές καθιερώνουν μία ευμετάβολη ελαστικότητα όσον αφορά τις τιμές, όταν αγοράζουν ή πουλούν επιζητώντας όμως να επιφέρουν την ισορροπία, όταν πλησιάζει η ημέρα παράδοσης και οι εναλλακτικές λύσεις φαίνεται να εξαφανίζονται.

Αντιπαραβάλλοντας τις προηγούμενες με πιο παραδοσιακές εταιρείες που δεσμεύονται με μακροπρόθεσμα συμβόλαια, επιτρέποντας τους να ορίσουν τιμή για βασικές προμήθειες που συμφωνήθηκαν πιθανόν χρόνια πριν από την ημέρα παράδοσης, θα ήταν σωστότερο αυτές να ενταχθούν σε μία κατηγορία ενός ευρύτερου πλαισίου προϊόντων συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών καυσίμων, για να αντικατοπτρίσουν έτσι το διαφορετικό προφίλ που έχουν, όσον αφορά το ρίσκο που παρέχουν. Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα, καθώς η ένταξη του φυσικού αερίου σε λάθος κατηγορία έχει καταστρέψει κατά τα άλλα βιώσιμες επιχειρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχει κάνει επισφαλείς μακροπρόθεσμες επιχειρηματικές αποφάσεις. Τα έξοδα μεταφοράς και διανομής αντιστοιχούν στο 30% του ποσού που πληρώνουν οι εγχώριοι καταναλωτές. Ωστόσο, αυτές οι δαπάνες δεν επηρεάζονται άμεσα από την απελευθέρωση της αγοράς καθώς οι τιμές είναι ήδη ρυθμισμένες. Συνεπώς η απελευθέρωση θα επηρεάσει μόνο το εγχώριο κόστος προμήθειας, το οποίο είναι συνέπεια του ανταγωνισμού στο επίπεδο πλέον της λιανικής πώλησης.

 Τα παραπάνω γίνονται καλύτερα κατανοητά, αν πάρουμε για παράδειγμα δεδομένα από το Ηνωμένο Βασίλειο. Συγκρίνοντας συγκεκριμένα στοιχεία του βασικού Βρετανού προμηθευτή φυσικού αερίου της British Gas με αυτά του βρετανικού Υπουργείου Ανάπτυξης (DTI) πληροφορούμεθα, ότι η κατά κανόνα ετήσια οικιακή κατανάλωση κυμαίνεται στις 18.000 κιλοβατώρες όσον αφορά το φυσικό αέριο και μόνο 3.000 κιλοβατώρες για το ηλεκτρικό ρεύμα, οπότε το ετήσιο κόστος της προμήθειας θα πρέπει να προβληματίσει την υπόλοιπη Ε.Ε.

 Ακριβώς πριν το πλήρες άνοιγμα της αγοράς το 2001, το ετήσιο κόστος προμήθειας φυσικού αερίου αναλογούσε σε 30£ ανά καταναλωτή. Το 2002 εκτοξεύτηκε στις £56, το 2003, 2004 και 2005 στις £49, £68, και £55 αντίστοιχα πριν πέσει αισθητά στις £16 το 2006. Αντίστοιχα όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια το κόστος αυτό ήταν £62 το 2001, £57 το 2002, £62 το 2003, £62 το 2004, £58 το 2005 και τέλος £86 το 2006.

Αυτές οι διακυμάνσεις στις τιμές υποδηλώνουν τα ακόλουθα: κατά πρώτον, όπως ήταν αναμενόμενο, η απελευθέρωση αυτή αυξάνει τα έξοδα της ακαθάριστης προμήθειας για τους εγχώριους καταναλωτές ( γεγονός που οφείλεται στις προηγούμενες ανατιμήσεις στα έξοδα μάρκετινγκ, επικαλυπτόμενη υποδομή έκδοσης λογαριασμών, των μετατροπών στις δαπάνες κλπ). Κατά δεύτερον, το επίπεδο των τιμών αυτών μπορεί να μην έχει να κάνει με το πραγματικό κόστος προμήθειας, καθώς οι εταιρείες ενέργειας θέλουν να υπερασπιστούν ή να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους, που έχουν μειωθεί αισθητά. Τρίτον, ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει διαφορά μεταξύ της τιμής της προμήθειας του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος ( αφού η διαδικασία τιμολόγησης είναι η ίδια και για τα δύο) το 2006 η τιμή ήταν μόνο £16 για το φυσικό αέριο ενώ για το ηλεκτρικό ρεύμα είχε ανέλθει στις £88, γεγονός που υποδηλώνει, ότι μία πίεση στα περιθώρια προμήθειας του φυσικού αερίου, που προκλήθηκε από το αυξανόμενο ακαθάριστο κόστος του φυσικού αερίου στο Ην. Βασίλειο, αντισταθμίστηκε εις βάρος των καταναλωτών της ηλεκτρικής ενέργειας.

 Καταλήγοντας, θα ήθελα να παρατηρήσω, ότι η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είτε δεν έχει καν αρχίσει να υλοποιείται, είτε αν είχε αρχίσει δεν τα κατάφερε τελικά. Μέσω της επίδρασής της επί της τιμολόγησης του χονδρικού κόστους προμήθειας και επί των περιθωρίων είναι πιθανόν να καταλήξει σε πιο υψηλές και αυθαίρετες τιμές, καθώς επίσης και στην διακύβευση επιχειρηματικών κινήτρων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όμως ασκεί πιέσεις χωρίς να την ενδιαφέρει, αν με αυτήν την τακτική παραμερίζει πιο επείγοντα προβλήματα στον τομέα της ενέργειας. Αυτό που φαίνεται σχεδόν ειρωνικό είναι, ότι στις προσπάθειές τις αυτές έχει σύμμαχο το Ην. Βασίλειο.

 

(Όπως δημοσιεύθηκε στην Financial Times, στις 22/10/2007)

 

* Ο κ. Peter Wright είναι Καθηγητής Ενεργειακής Πολιτικής και Οικονομικών στην Σχολή Διοίκησης του Πανεπιστημίου του Sheffield.