Η ελληνική εξωτερική πολιτική στο επίπεδο της καθημερινότητας είναι μια διαδικασία διαχειριστική στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του ΝΑΤΟ, όπως αναμενόταν άλλωστε. Εξαίρεση αποτελούν κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως τα Σκόπια και οι σχέσεις με την Αγκυρα, όπου οι επιδόσεις της Ελλάδας δεν είναι ιδιατέρως εντυπωσιακές.


Η ελληνική εξωτερική πολιτική στο επίπεδο της καθημερινότητας είναι μια διαδικασία διαχειριστική στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του ΝΑΤΟ, όπως αναμενόταν άλλωστε. Εξαίρεση αποτελούν κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως τα Σκόπια και οι σχέσεις με την Αγκυρα, όπου οι επιδόσεις της Ελλάδας δεν είναι ιδιατέρως εντυπωσιακές.


Υπάρχει ένας τομέας, ωστόσο, που εμπίπτει αποκλειστικά θα έλεγε κανείς –τηρουμένων φυσικά των προσχημάτων– στην αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωθυπουργού κ. Κώστα Καραμανλή και αυτός είναι οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία του κ. Βλαντιμίρ Πούτιν.


Σε λιγότερο από μία τετραετία, ο κ. Καραμανλής είχε έξι συναντήσεις με τον Ρώσο ηγέτη. Τρεις φορές στην Ελλάδα, μία φορά στην Κωνσταντινούπολη και δύο φορές στη Μόσχα, με την επίσκεψη που αρχίζει αύριο ο πρωθυπουργός. Η συχνότητα είναι εκπληκτική σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν και συγκρίνοντας με την πρακτική των επαφών που ισχύει με σύμμαχες χώρες της Ελλάδας, εκτός κοινότητας.


Σε πρακτικό επίπεδο, το αποτέλεσμα αυτών των επαφών μπορεί να συνοψισθεί σε μία συμφωνία για την κατασκευή αγωγού διακινήσεως πετρελαίου μέσω των λιμένων Μπουργκάς και Αλεξανδρουπόλεως. Αναμένεται ότι κατά την παραμονή του κ. Καραμανλή στη Μόσχα θα υπογραφεί η συμφωνία συστάσεως της εταιρείας κατασκευής του αγωγού. Υπάρχει επίσης ενδεχόμενο προωθήσης συμφωνίας για την προμήθεια ρωσικού αερίου στην Ελλαδα, διά του δικτύου που λειτουργούσε επί Σοβιετικής Ενώσης και των δορυφόρων χωρών της εποχής εκείνης.


Προ ολίγων μόλις ημερών το ΚΥΣΕΑ αποφάσισε να αρχίσει απευθείας διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα για την προμήθεια μερικών εκατοντάδων τεθωρακισμένων οχημάτων από τον ελληνικό στρατό, που από ορισμένους θεωρήθηκε αντιστάθμισμα για την υπερκέραση των αναστολών για την υπογραφή της συμφωνίας του πετρελαιοαγωγού.


Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η συνεργασία στους προαναφερθέντες τομείς δρομολογεί πολιτική προσέγγιση, που θα οδηγήσει την Ελλάδα σε διαφοροποίησή της από το πλαίσιο των παραδοσιακών συμμαχιών της. Η απάντηση ως προς το θέμα αυτό είναι σαφώς αρνητική.


Η Ελλάδα δεν αναμένει καμία ειδική μεταχείριση εκ μέρους της Ρωσίας έναντι της Τουρκίας. Οι σχέσεις της Μόσχας με την Αγκυρα είναι ισχυρές και θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο. Καθ’ όσον αφορά το Κυπριακό, η Ρωσία είναι βεβαίως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά η πρωτοβουλία θα παραμείνει πάντα στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και μέχρι ενός μικρού σημείου στην Ε.Ε.


Για τη μείζονα περιφερειακή εξέλιξη, που αφορά το μελλοντικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου, η ελληνική κυβέρνηση είναι ευθυγραμμισμένη με την κοινοτική πολιτική, και δεν υπάρχει μάλλον περίπτωση να διαφοροποιηθεί ταυτιζόμενη με τη θέση της Ρωσίας, που αντιδρά σαφώς στην ανεξαρτοποίηση της περιοχής.


Ως ορθόδοξες χώρες, τέλος, η Ελλάς και η Ρωσία θα μπορούσαν να συνεργασθούν στον θρησκευτικό και στον ευρύτερο πολιτιστικό τομέα, αλλά αυτό είναι αδύνατον λόγω της αντιπαλότητας των Πατριαρχείων Μόσχας και Κωνσταντινουπόλεως. Ολα αυτά βεβαίως δεν αναιρούν τη σημασία της προόδου στις σχέσεις Αθηνών - Μόσχας. Αντίθετα, καθιστούν ασφαλέστερη την ελληνορωσική συνεργασία.