Την στιγμή κατά την οποία η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ως πρίμα μπαλαρίνα της Ευρωπαϊκής σκηνής κάνει άλματα στο κενό ανακοινώνοντας νέους υπερφιλόδοξους στόχους για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά την επόμενη δεκαετία, έντονος προβληματισμός επικρατεί στις βιομηχανίες ανά την Ευρώπη για το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν για τα νέα ευρωπαϊκά οράματα. Ένα υψηλό και απόλυτα πραγματικό κόστος που θα κληθούν να επωμισθούν σε ποσοστό που εκτιμάται σαφέστατα άνω του 70%, με το υπόλοιπο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να συνεισφέρεται

μέσα από τα διάφορα προγράμματα στήριξης που τώρα επεξεργάζονται οι υπηρεσίες της ΕΕ σε συνεργασία με τις εθνικές κυβερνήσεις.

Να υπενθυμίσουμε ότι η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην βαρυσήμαντη ομιλία της (State of the Union Speech) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 16 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε την πρόταση της Επιτροπής για την υιοθέτηση νέων υπερφιλόδοξων στόχων για μείωση των εκπομπών κατά 55% μέχρι το 2030 έναντι του ισχύοντος σήμερα 40% που είχε ψηφισθεί πριν έξι χρόνια (δηλ. πριν την Συμφωνία των Παρισίων του Δεκεμβρίου 2015) και βάσει του οποίου έχει μελετηθεί και δομηθεί το σημερινό σύστημα ενεργειακής μετάβασης. Με τις κυβερνήσεις να έχουν επεξεργασθεί λεπτομερή σχέδια (το ΕΣΕΚ στην περίπτωση της Ελλάδας) για την σταδιακή διαφοροποίηση του ενεργειακού τους μίγματος, ώστε να υπάρξει πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή των ΑΠΕ, άνω του 32,0% στο ενεργειακό ισοζύγιο, και βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά τουλάχιστον 32,5% μέχρι το 2030, που πρακτικά σημαίνει μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης.

Με την επικείμενη υιοθέτηση των νέων στόχων, οι κυβερνήσεις πολύ σύντομα θα κληθούν να μελετήσουν εκ νέου και να αναπροσαρμόσουν τα εθνικά τους σχέδια, ενώ αναπόφευκτα θα υπάρξει αντίκτυπος και επιπτώσεις σε ρυθμιστικό επίπεδο, όπου οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, λιγνίτης, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πετροχημικά) και η βαριά βιομηχανία θα βρεθούν για μια ακόμα φορά στο στόχαστρο, έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα δυσβάσταχτο κόστος. Υψηλόβαθμα στελέχη ενεργειακών εταιρειών αλλά και μεγάλων ενεργειακών καταναλωτών της βιομηχανίας δεν κρύβουν την έντονη δυσφορία τους με τα νέα πλάνα της ΕΕ, οι μανδαρίνοι της οποίας φαίνεται να αγνοούν παντελώς την παράμετρο των νέων κοστολογικών επιβαρύνσεων που θα πρέπει τώρα να προστεθούν στο υπάρχον κόστος παραγωγής προϊόντων και εξειδικευμένων υπηρεσιών. «Με την ΕΕ να συμμετέχει μόνο κατά 9,0% στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η εμμονή στην μείωση των εκπομπών έναντι οποιουδήποτε κόστους πέραν του ότι είναι παράλογη, αφού άλλες χώρες θα πρέπει να κληθούν πρωτίστως να μειώσουν τους ρύπους, καθιστά τα ευρωπαϊκά προϊόντα μη ανταγωνιστικά την στιγμή που πρέπει να αντιπαρατεθούμε στην Κίνα και άλλες Ασιατικές χώρες, όπου το κόστος της ενέργειας επιδοτείται από το κράτος σε τεράστια κλίμακα», τονίζει εκπρόσωπος μεγάλου βιομηχανικού συγκροτήματος με έδρα το Αμβούργο.

Μπορεί η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κα φον ντερ Λάιεν και ο υπασπιστής της Φρανς Τίμερμανς να ποντάρουν στην αναγέννηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με επίκεντρο την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών βασισμένες αποκλειστικά στις ΑΠΕ, την ενεργειακή αποδοτικότητα και το υδρογόνο, όμως, υπάρχουν ολόκληροι κλάδοι της «υπόλοιπης» ευρωπαϊκής βιομηχανίας που απειλούνται με κανονικό αφανισμό, αφού αίφνης θα αυξηθεί το κόστος παραγωγής τους, αφού θα επιβαρυνθούν με υψηλότερο ενεργειακό κονδύλι και πολύ υψηλότερο κόστος δικαιωμάτων ρύπων. Για αυτές τις βιομηχανίες, οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών δεν έχουν απάντηση πέραν του ότι τις ωθούν έμμεσα πλην σαφώς στην εξώπορτα με την ευγενική σύσταση περί αλλαγής αντικειμένου των εργασιών τους. Έτσι, δεν είναι λίγες οι μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οι βιομηχανικοί μεταλλευτικοί όμιλοι που προωθούν νέα επενδυτικά σχέδια στον χώρο των σπάνιων γαιών, στην παραγωγή μπαταριών και εξειδικευμένων μετάλλων. Στο νέο αυτό σκηνικό, η Ελλάδα έχει ρόλο να παίξει χάρις στα αποθέματα σιδηρονικελίου, λιθίου, κοβαλτίου και ουρανίου που διαθέτει, αλλά και εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους τομείς, με το θέμα της ιδιωτικοποίησης και ανασύνταξης της Λάρκο να αποκτά πλέον επείγουσα μορφή.

Χαρακτηριστικό του προβληματισμού που επικρατεί στον χώρο των πετρελαϊκών εταιρειών, κατά των οποίων το ευρωιερατείο έχει κηρύξει ανοικτό πόλεμο, είναι η πλέον πρόσφατη ετήσια έκθεση της BP που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες υπό τον τίτλο "Energy Outlook 2020" (εδώ). Το οικονομικό επιτελείο της Βρετανικής πετρελαϊκής έχει επεξεργασθεί τρία συγκεκριμένα σενάρια ως προς την εξέλιξη των εκπομπών (rapid, net zero, Business as usual) και την διαμόρφωση των μεριδίων των διαφόρων καυσίμων στο αυριανό παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα. Όπως τονίζεται στην εν λόγω Έκθεση, η ΒΡ δεν υιοθετεί κανένα από αυτά τα σενάρια αλλά ούτε προσπαθεί να προβλέψει την μελλοντική εξέλιξη του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος. Όμως, από μια απλή ανάγνωση της Έκθεσης, το μήνυμα είναι σαφέστατο ως προς την τάση που διαμορφώνεται και ευνοεί μια αλλαγή του μίγματος με μικρότερη (όχι όμως αμελητέα) συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων, με παράλληλη αύξηση των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου. Κατεύθυνση προς την οποία ήδη κινείται η BP.