Το τοπικό παράρτημα της Volkswagen αναγνωρίζει ότι συνεργάστηκε με τη στρατιωτική δικτατορία (1964-1985) και συμφώνησε να καταβάλει περί τα 6,5 εκατ. δολάρια προκειμένου να ενισχυθούν πρωτοβουλίες υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ● Στελέχη της αυτοκινητοβιομηχανίας κατέδιδαν στο καθεστώς συνδικαλιστές εργάτες της, οι οποίοι βασανίζονταν, φυλακίζονταν ή εξαφανίζονταν

 

Στις 8 Αυγούστου του 1972, ο Χάινριχ Πλάγκε, εργάτης συνδικαλιστής και μέλος της αντίστασης κατά της βραζιλιάνικης δικτατορίας, διατάχθηκε να πάει στο γραφείο του διευθυντή του εργοστασίου της Volkswagen όπου εργαζόταν. Εκεί τον περίμεναν δύο άντρες με πολιτικά που είχαν ειδοποιηθεί από εκείνον.

Τον απήγαγαν, τον βασάνισαν και τον φυλάκισαν για τρεις μήνες. Οταν βγήκε τον περίμενε η απόλυσή του από την εταιρεία. Εκτοτε δεν βρήκε ποτέ σταθερή δουλειά μέχρι την πτώση της χούντας. Πέθανε το 2018 χωρίς να προλάβει να δικαιωθεί.

Μια δικαίωση που ήρθε έπειτα από σχεδόν 50 χρόνια, την περασμένη εβδομάδα, όταν υπογράφηκε μια ιστορική -όπως τη χαρακτηρίζουν οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων- συμφωνία της Volkswagen με τη Γενική Εισαγγελία του Σάο Πάολο. Με αυτήν, το βραζιλιάνικο παράρτημα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας αναγνωρίζει τα εγκλήματα που έγιναν με τη συνενοχή του στη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος που κυβέρνησε τη Βραζιλία (1964-1985).

Ανάμεσα στα πολλά άλλα, ότι κατέδιδε συνδικαλιστές στις δυνάμεις ασφαλείας και τις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες τους απήγαν χωρίς καμιά δικαστική εντολή, τους βασάνιζαν και τους κρατούσαν επί μήνες σε παράνομα κέντρα και σε φυλακές.

Η επιχείρηση συμφώνησε να καταβάλει 36 εκατομμύρια ρεάλια -κάπου 6,5 εκατομμύρια δολάρια- για να ενισχυθούν πρωτοβουλίες προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα σχετικά πολιτειακά ταμεία αλλά και ακαδημαϊκά ιδρύματα που ερευνούν τα εγκλήματα της δικτατορίας και την ιστορική μνήμη, ενώ ένα μέρος θα διατεθεί για την ίδρυση μουσείου. Περίπου 3 εκατομμύρια δολάρια θα δοθούν ως αποζημίωση στην Ενωση Εργαζομένων στη Volkswagen, γνωστή και ως Ενωση Χάινριχ Πλάγκε, στα θύματα και στους συγγενείς τους.

Κοινό μυστικό

Η στενή σχέση της Volkswagen με το στρατιωτικό καθεστώς ήταν κοινό μυστικό, αλλά μόλις το 2016 η κυβέρνηση της Βραζιλίας ξεκίνησε να διερευνά την εμπλοκή της στη βάση των πορισμάτων της Επιτροπής Αλήθειας που θέσπισε η τότε πρόεδρος Ντίλμα Ρούσεφ. Ως απάντηση, την ίδια χρονιά, ο γερμανικός όμιλος διέταξε την πραγματοποίηση μιας σε βάθος έρευνας, την οποία ανέλαβε ο ιστορικός Κρίστοφερ Κόπερ, του Πανεπιστημίου Μπίλεφελντ.

Η έρευνα του Κόπερ τεκμηρίωσε πως στελέχη της ασφάλειας της εταιρείας έδιναν πληροφορίες στις αρχές για τη συνδικαλιστική και αντιστασιακή δράση των εργαζομένων στο εργοστάσιο της Μπερνάρντο ντο Κάμπο, στη μητροπολιτική περιφέρεια του Σάο Πάολο. Τουλάχιστον επτά εργάτες της βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν έπειτα από παρεμβάσεις στελεχών της πολυεθνικής. Κι ένας από αυτούς, ο Λούσιο Μπελεντάνι, μέλος του Κ.Κ. Βραζιλίας, βασανίστηκε από μέλη της διαβόητης ομάδας DOPS μέσα στα ίδια τα γραφεία Ανθρώπινων Πόρων του εργοστασίου.

Η έκθεση του Γερμανού ακαδημαϊκού με τίτλο «Η VW Βραζιλίας στη διάρκεια της βραζιλιάνικης στρατιωτικής δικτατορίας: μια ιστορική προσέγγιση» αναρτήθηκε στον επίσημο ιστότοπο της Volkswagen και αποκάλυψε πολλά ακόμη σκάνδαλα. Ανάμεσά τους ότι η επιχείρηση προσέλαβε ως τεχνικό συντήρησης του εργοστασίου τον Φραντς Στανγκλ, τον διαβόητο διοικητή πρώτα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Σομπιμπόρ, όπου ευθύνεται για τον θάνατο 100.000 Εβραίων, και έπειτα (το 1942-43) στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, όπου εξοντώθηκαν 700.000 Εβραίοι.

Ο Στανγκλ είχε διαφύγει στη Βραζιλία το 1951, προσλήφθηκε το 1959 με το αυστριακό διαβατήριο και το πραγματικό του όνομα από τη Volkswagen (η οποία παρεμπιπτόντως απασχόλησε και δύο από τις κόρες του ως γραμματείς), όπου και εργάστηκε ώς τη σύλληψή του το 1967 και την απέλασή του στη Γερμανία.

Το συμπέρασμα της έρευνας του Κόπερ είναι καταπέλτης: μπορεί η διεύθυνση της Volkswαgen να μην είχε συμμετοχή στο πραξικόπημα του 1964, «αλλά η εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας, που γινόταν όλο και πιο καταπιεστική, εκτιμήθηκε θετικά από την επιχείρηση…, μια επιχείρηση που ήταν πιστή στη στρατιωτική κυβέρνηση και μοιραζόταν απόλυτα μαζί της τους στόχους της, τόσο οικονομικούς όσο και εσωτερικής πολιτικής».

Είναι μόνο η αρχή

«Λυπούμαστε για τις παραβιάσεις που έγιναν στο παρελθόν. Εχουμε συναίσθηση ότι αποτελεί κοινή ευθύνη των παραγόντων της οικονομίας και της κοινωνίας να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και να μεριμνούν για την τήρησή τους», δήλωσε ο Χίλτρουντ Βέρνερ, εκ μέρους του Δ.Σ. της Volkswagen, τονίζοντας πως είναι η πρώτη γερμανική επιχείρηση που αντιμετωπίζει το παρελθόν με διάφανο τρόπο.

Για τον Κρίστιαν Κόπερ πρόκειται για μια σημαδιακή συμφωνία, καθώς, όπως εξήγησε, «είναι η πρώτη φορά που μια γερμανική επιχείρηση αναλαμβάνει ευθύνη για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ίδιων των εργαζομένων της, για γεγονότα που συνέβησαν μετά το τέλος του ναζισμού».

Για μια συμφωνία δίχως προηγούμενο έκανε λόγο και ο Ταρσίσιο Ταντέου Γκαρσία Περέιρα, πρόεδρος της Ενωσης Χάινριχ Πλάγκε, γιατί για πρώτη φορά μια πολυεθνική αναγνωρίζει και ζητά συγγνώμη για τη συμμετοχή της στις διώξεις εργαζομένων της στη Βραζιλία. «Χαιρετίζουμε αυτή τη συμφωνία, που έρχεται μάλιστα σε μια ομιχλώδη πολιτική στιγμή για τη χώρα», δήλωσε στο πρακτορείο Efe, θυμίζοντας την πολιτική συγκυρία όπου η χώρα κυβερνάται από τον ακροδεξιό πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρο, νοσταλγό και τιμητή της δικτατορίας.

«Είναι κάτι πολύ θετικό και σκοπεύουμε να γράψουμε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία στη Βραζιλία» πρόσθεσε ο Γκαρσία Περέιρα, ανακοινώνοντας πως έχουν έρθει σε επαφή με το συνδικάτο για να αναλάβουν και να συντονίσουν δράσεις ενώσεων θυμάτων της δικτατορίας και σε άλλες επιχειρήσεις και πολυεθνικές που στήριξαν το στρατιωτικό καθεστώς και συνεργάστηκαν μαζί του για να διωχθούν, βασανιστούν και φυλακιστούν αντιστασιακοί και συνδικαλιστές που εμπόδιζαν την απρόσκοπτη συνέχιση της παραγωγής.

Ανάμεσά τους, θύματα εταιρειών όπως η Ford, η Fiat, η Scania, η General Motors, η εταιρεία αεροναυτικής Embraer και η βιομηχανία ηλεκτρικών οικιακών συσκευών Brastemp. Ολες τους κατηγορούνται ότι συνεργάστηκαν με τη δικτατορία «για να τιθασεύουν (στην καλύτερη περίπτωση) “ενοχλητικούς” εργαζομένους τους».

(από efsyn.gr)