Πιο Ευέλικτη Εξωτερική Πολιτική

Μία από τις εγγενείς αδυναμίες της εξωτερικής μας πολιτικής είναι ο κοντόφθαλμος σχεδιασμός και οι περιορισμένοι ορίζοντες στους οποίους επικεντρωνόμαστε. Συνήθως αποδεχόμεθα σαν θέσφατα τα στερεότυπα της εποχής και αρνούμεθα να αναθεωρήσουμε την πολιτική μας, προκειμένου να ανταποκρινόμεθα στις εκάστοτε μεταλασσόμενες διεθνείς καταστάσεις.
Του Ευθ. Π. Πέτρου- ΕΣΤΙΑ
Παρ, 28 Δεκεμβρίου 2007 - 03:51

Μία από τις εγγενείς αδυναμίες της εξωτερικής μας πολιτικής είναι ο κοντόφθαλμος σχεδιασμός και οι περιορισμένοι ορίζοντες στους οποίους επικεντρωνόμαστε. Συνήθως αποδεχόμεθα σαν θέσφατα τα στερεότυπα της εποχής και αρνούμεθα να αναθεωρήσουμε την πολιτική μας, προκειμένου να ανταποκρινόμεθα στις εκάστοτε μεταλασσόμενες διεθνείς καταστάσεις. Η περίπτωσις της πρώην Γιουγκοσλαβίας και η εν γένει πολιτική μας όσον αφορά στο ζήτημα των Σκοπίων αποτελεί το πλέον πρόσφατο, αλλά και ένα από τα πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας δυσκαμψίας.

Οι παλιοί Βρεταννοί διπλωμάτες συνήθιζαν να λέγουν ότι κάθε χρόνο το Φόρεϊν Όφφις προσπαθεί να διορθώση τα σφάλματα του προηγουμένου. Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να υπογραμμίσουν την ρευστότητα της διεθνούς σκηνής και την ανάγκη για συνεχείς αναθεωρήσεις και προσαρμογές της εξωτερικής πολιτικής στα εκάστοτε νέα δεδομένα. Στον αντίποδα αυτής της στάσεως, η χώρα μας άργησε πολύ να αντιληφθή τις κοσμογονικές αλλαγές που εσήμαναν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, παρακολούθησε απαθώς την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ευρέθη σε τέλμα όσον αφορά στην υπόθεση των Σκοπίων.

Κατ’ ανάλογο τρόπο εθελοτυφλούμε όσον αφορά στην Τουρκία, αρνούμενοι να αντιληφθούμε τα κατά καιρούς παίγνια των εκεί πόλων εξουσίας, όπως και το πότε και κατά πόσον η Άγκυρα επηρεάζεται από την προοπτική εντάξεως στην Ε.Ε. κατά τον σχεδιασμό της πολιτικής της. Για την ώρα παραμένουμε επικεντρωμένοι στην παραδοχή ότι ο δρόμος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εμπεριέχει και την λύση όλων των προβλημάτων, χωρίς να αξιολογούμε κάν ποιες δυνατότητες μας δίνει σήμερα η θέσις μας στην Ευρώπη.

 Ουδείς αμφισβητεί ότι η ΕΕ των 27 δεν μπορεί να έχη ούτε την οικονομική ούτε την πολιτική συνοχή που είχε πριν την τελευταία διεύρυνση. Τα για την «αντιβαλλιστική ασπίδα» και η ουσιαστική κατάργησις της συμφωνίας για τα συμβατικά όπλα στην Ευρώπη, ίσως να αποτελούν το προανάκρουσμα ενός νέου ψυχρού πολέμου. Και αν όχι αυτό, τουλάχιστον δείχνουν ότι στο άμεσο μέλλον η Ρωσία θα συνεχίση να αναδεικνύεται ως αντίπαλο δέος προς την δυτική μονοκρατορία.

Οι εξελίξεις αυτές θα προκαλέσουν σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στην ανατολική Ευρώπη. Δεν είναι παρά λίγο παραπάνω από 15 χρόνια που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και που οι χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας απετίναξαν την σοβιετική επιρροή. Πού θα τις οδηγήση άραγε τις χώρες αυτές, η ανησυχία εν όψει της νέας καταστάσεως; Στην προσπάθεια για ενίσχυση της ασφαλείας τους, φυσικά και δεν πρόκειται να στραφούν προς τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι διατηρούν μιαν ελαχίστη στρατιωτική ισχύ μόνο και μόνο για να μην υποχρεωθούν να συρρικνώσουν την αμυντική τους βιομηχανία. Φυσική εξέλιξις είναι η μεγαλύτερη ακόμη σύσφιξις των δεσμών με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αυτό θα σημάνη ακόμη μεγαλύτερη αμερικανική επιρροή στην Ευρώπη και υποβάθμιση των διαδικασιών της ΕΕ.

Την ίδια στιγμή η δυτική Ευρώπη σαρώνεται από κύματα πολιτικής ασταθείας ή και λαϊκισμού. Η γαλλική Κυβέρνησις αντιμετωπίζει κοινωνική αστάθεια. Το Βέλγιο, παρά τον σχηματισμό κυβερνήσεως μετά από 6 μήνες, ευρίσκεται στο χείλος της διαλύσεως. Κάτι που πυροδοτεί ανάλογες τάσεις και στην Ισπανία, η Κυβέρνησις της οποίας καθίσταται όλο και πιο αδύναμη εξ αιτίας της προσπαθείας διατηρήσεως ισορροπιών μεταξύ Ισπανών, Καταλανών και Βάσκων. Η Ολλανδία γνωρίζει μια λαίλαπα λαϊκισμού ανάλογη αυτής που εγνωρίσαμε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘80. Η Γερμανία τέλος γνωρίζει την επιφανειακή σταθερότητα της κυβερνητικής συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων, με τίμημα όμως την αδυναμία μακροπνόου σχεδιασμού μια και η συνοχή στηρίζεται σε βραχυπρόθεσμες συναινέσεις.

Όσο για την Βρεταννία, ναι μεν διατηρεί την πολιτική της σταθερότητα, δεν μπορεί όμως να θεωρηθή ηγετική ευρωπαϊκή δύναμις, αφού η «ειδική σχέσις» με τις ΗΠΑ είναι πολύ ισχυρότερη από την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Απεναντίας εν όψει των αναμενομένων εξελίξεων η στάσις του Λονδίνου πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό.

Στην δίνη αυτών των καταστάσεων, είναι αμφίβολο αν η Ευρωπαϊκή Ένωσις μπορεί να διαδραματίση κάποιον σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελλάδος. Τα δεδομένα αλλάζουν. Πρέπει να αλλάξη και η πολιτική μας.

(ΕΣΤΙΑ 24/12/2007)