Μέσα στον πανικό που έχει καταλάβει τους «27» για τον τρόπο αποφυγής ενός αδιεξόδου στο Κοσσυφοπέδιο, έχουν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες για τη συγγραφή της νέας στρατηγικής ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί πιέζει μάλιστα προς την ταχεία ολοκλήρωσή της, διότι επιθυμεί αυτή να υιοθετηθεί κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής προεδρίας της χώρας του, το δεύτερο εξάμηνο του 2008.

Μέσα στον πανικό που έχει καταλάβει τους «27» για τον τρόπο αποφυγής ενός αδιεξόδου στο Κοσσυφοπέδιο, έχουν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες για τη συγγραφή της νέας στρατηγικής ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί πιέζει μάλιστα προς την ταχεία ολοκλήρωσή της, διότι επιθυμεί αυτή να υιοθετηθεί κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής προεδρίας της χώρας του, το δεύτερο εξάμηνο του 2008.

 Η πρώτη έκδοση της στρατηγικής ασφαλείας της ΕΕ παρουσιάστηκε το 2003. Εκείνο το κείμενο εκπονήθηκε εντός του ασφυκτικού περιβάλλοντος που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος στο Ιράκ, με τον συνακόλουθο διχασμό της ΕΕ μεταξύ όσων υποστήριξαν τις ΗΠΑ (κυρίως τα νέα κράτη-μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης) και εκείνων που αντιτάχθηκαν στην επιλογή τους (κυρίως η Γαλλία και η Γερμανία).

Η βιαστική συγγραφή του κειμένου από τον ύπατο εκπρόσωπο για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας Χαβιέρ Σολάνα ήταν ένα «light κακέκτυπο» της αντίστοιχης Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ που είχε υιοθετηθεί έναν χρόνο νωρίτερα, με την οποία εκφράστηκε επισήμως το «δόγμα Μπους» περί προληπτικών πολέμων. Πέραν αυτού όμως, το κείμενο του 2003 έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, καθώς δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά ορισμένα ζητήματα, όπως η επανάκαμψη της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή, οι κίνδυνοι από τις κλιματικές αλλαγές, η ενέργεια, ακόμη και η ίδια η ευρωπαϊκή άμυνα.

Εξάλλου η διεθνής πολιτική είναι πολύ διαφορετική σήμερα απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια. Κατ’ αρχήν, ο πόλεμος στο Ιράκ και το χάος που έχει επακολουθήσει κατέδειξαν τα όρια της στρατιωτικής ισχύος της Ουάσιγκτον, η οποία μόνη της δεν είναι πλέον επαρκής για να φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Παράλληλα, οι αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα υπερεπέκτασης και ήδη έχουν αρχίσει να εκφράζονται φωνές για σταδιακή απόσυρση και ανασυγκρότησή τους.

Την ίδια στιγμή, νέοι πόλοι ισχύος αναδύονται ή επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο. Η Κίνα και η Ινδία εκφράζουν την πρώτη τάση, η Ρωσία τη δεύτερη. Οι Βρυξέλλες δεν έχουν δείξει προς το παρόν να έχουν μια πλήρως αποσαφηνισμένη ενιαία στρατηγική απέναντι στους δύο ασιατικούς γίγαντες.

Όσον αφορά τη Ρωσία, η ΕΕ έχει κατ’ αρχήν να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ενεργειακής ασφαλείας. Τόσο σε αυτό όσο και σε στρατηγικά ζητήματα, όπως η αντιπυραυλική ασπίδα, η ΕΕ κινδυνεύει να συμπιεστεί μεταξύ των θέσεων Κρεμλίνου και Λευκού Οίκου, καθώς οι πολλές φορές αντικρουόμενες θέσεις των «27» επιτρέπουν στους δύο συνομιλητές τους να ακολουθούν την τακτική του «διαίρει και βασίλευε».


Επιπλέον η ΕΕ καλείται να βρει λύσεις σε προβλήματα στη «γειτονιά» της, συγκεκριμένα στα Βαλκάνια. Το Κοσσυφοπέδιο δοκιμάζει έντονα την ενότητα των «27», όπως φάνηκε και στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Μια κρίση εκεί θα μπορούσε να προκαλέσει ένα «ντόμινο αστάθειας» στην περιοχή, ιδιαίτερα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στη Σερβία και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ). Έχει η ΕΕ τις λύσεις αν το πράγμα στραβώσει για τα καλά; Ή θα περιμένει και πάλι την «αμερικανική χείρα βοηθείας»; Και τι θα γίνει με ανθρωπιστικές αποστολές εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, όπως η προετοιμαζόμενη αυτή την περίοδο για το Τσάντ; Το ουσιαστικότερο ερώτημα στο οποίο θα πρέπει όμως να δώσει απάντηση η ΕΕ είναι «τι είδους ασφάλεια επιθυμεί να προωθήσει». Μόνον εφόσον αυτό απαντηθεί θα καταστεί δυνατόν να καταρτιστεί η ορθή στρατηγική. Καλώς ή κακώς, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να βρουν την κατάλληλη δόση συνεργασίας με τους Αμερικανούς. Στο σημείο αυτό θα ανακύψει το θέμα της αύξησης των αμυντικών δαπανών (προσφάτως η Ευρωπαϊκή Αμυντική Υπηρεσία ανακοίνωσε αύξηση προϋπολογισμού κατά 30%), ώστε η ευρωπαϊκή παρουσία σε ταραγμένες περιοχές του πλανήτη να ενισχυθεί. Αυτό που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί είναι να επενδυθούν μεγάλες ελπίδες στην αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα έχει ριζικές επιπτώσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αντίθετα, αν οι Ευρωπαίοι πιστέψουν ότι μετά το Ιράκ δικαιώθηκε ανεπιστρεπτί η πολιτική της «ήπιας ισχύος» που πρεσβεύουν, τότε κινδυνεύουν να πιαστούν αδιάβαστοι – και χωρίς στρατηγική - στην επόμενη μεγάλη κρίση.