πως «είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνουμε αποφάσεις που τελικά οδηγούν σε όχι ιδιαίτερα υψηλό κόστος, να μειώνουν το κόστος για τον τελικό καταναλωτή». Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε εντάσσεται και το εργαλείο σύγκρισης τιμών που επεξεργάζεται τους τελευταίους μήνες η ΡΑΕ.
Είναι γνωστό πως είναι διαθέσιμα στην αγορά αρκετά ενεργειακά προϊόντα και πολλές φορές οι καταναλωτές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τον τρόπο χρέωσης της κατανάλωσης του ρεύματος.
Για παράδειγμα πολλές φορές όταν έχει στο χέρι του ο καταναλωτής ένα προτεινόμενο τιμολόγιο από πάροχο ενέργειας θα διαπιστώσει πως μπορεί να του προσφέρεται μηδενικό πάγιο, να υπάρχει ρήτρα CO2 ή ρήτρα ΟΤΣ αναδεικνύοντας έτσι πολλές φορές την δυσκολία κατανόησης του ενεργειακού προϊόντος και των παραμέτρων του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως ενώ αυτή τη στιγμή όλοι οι πάροχοι έχουν τις χρεώσεις του συστήματος στα τιμολόγιά τους η διαφορά έγκειται στην τιμή πώλησης της ενεργειακής κιλοβατώρας, όπου ο κάθε πάροχος την πουλά σε διαφορετική τιμή.
Το ζήτημα είναι ο χρόνος διατήρησης της τιμής της κιλοβατώρας, η οποία ενδεχομένως μπορεί να διαφοροποιηθεί κατά την διάρκεια του συμβολαίου, όταν θα αλλάξει η Οριακή Τιμή Συστήματος, για αυτό το λόγο η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας είχε προτείνει για την αναγκαιότητα να υπάρχει ένα τιμολόγιο σταθερό για τουλάχιστον ένα έτος. Πάνω σε αυτή τη λογική δουλεύει τα τελευταία δύο χρόνια, δηλαδή στο εργαλείο σύγκρισης τιμών.
Από το 2018, βέβαια προστέθηκαν και άλλα πακέτα με αποτέλεσμα να αλλάξει μέσα στο 2019 το λογισμικό, ενώ φαίνεται πως μετά από συστηματική συνεργασία με τις καταναλωτικές ενώσεις η ΡΑΕ έχει καταλήξει σε ένα εργαλείο.
Σε κάθε περίπτωση κάθε εταιρεία ακολουθεί την δική της πολιτική και προσπαθώντας να κάνει πιο θελκτικό το προϊόν διαφοροποιεί τα τιμολόγια της, όμως δεν είναι λίγες και οι καταγγελίες από πλευράς καταναλωτών που κάνουν λόγο για καταχρηστικές πρακτικές εταιρειών.
Η πρόταση της ΡΑΕ είναι να υπάρχει ένα πληροφοριακό σύστημα όπου θα είναι υποχρεωμένοι οι προμηθευτές να καταχωρούν τα τιμολόγια τους και να μπορεί ο καταναλωτής δηλώνοντας τις καταναλώσεις του να επιλέγει τον προμηθευτή του.