Στο Ανώτατο Δικαστήριο θα προσφύγει ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προκειμένου να σταματήσει η καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων. Αυτό κατέστησε σαφές σε διάγγελμά του λίγο μετά  τις 2 το πρωί στις ΗΠΑ και αφού είχαν προηγηθεί οι δηλώσεις του αντιπάλου του, Τζο Μπάιντεν κατά τις οποίες εξέφραζε την αισιοδοξία του για την τελική νίκη. Η εν λόγω κίνησις του Τραμπ δεν προκάλεσε έκπληξη σε κανέναν

 καθώς είχε αμφισβητήσει επανειλημμένως την εγκυρότητας της επιστολικής ψήφου και είχε καλέσει του Αμερικανούς να προσφύγουν μαζικώς στις κάλπες παρά το σφοδρό δεύτερο κύμα της πανδημίας που πλήττει τις ΗΠΑ αλλά και όλο τον κόσμο. Αυτό που προκαλεί  όμως εντύπωση είναι ότι επέλεξε να κάνει αυτή την ανακοίνωση χωρίς καν να έχει τελειώσει η καταμέτρηση των ψήφων, ούτε να υπάρχει κάποιος ξεκάθαρος νικητής, πράγμα πρωτοφανές για τα αμερικανικά και  όχι μόνο δεδομένα.

«Φανταστική στήριξη, εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν υπέρ μας. Και ένα πολύ λυπημένο κοινό προσπαθεί να απομαγέψει το δικό μας κοινό. Δεν θα το επιτρέψουμε. Είμαστε έτοιμοι για έναν μεγάλο εορτασμό και ξαφνικά λένε ότι θα χάσουμε. Τα αποτελέσματα είναι φανταστικά ετοιμαζόμαστε να βγούμε έξω και να γιορτάσουμε. Οι πολίτες βγήκαν έξω για να ψηφίσουν σε αριθμό ρεκόρ», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Τραμπ, αναλύοντας το υπάρχον προβάδισμά του σε κρίσιμες πολιτείες, όπως η Φλόριντα, το Οχάιο, το Τέξας, η Πενσυλβάνια και το Μίσιγκαν. « Αυτή είναι μια νοθεία για το αμερικανικό κοινό. Ετοιμαζόμαστε να νικήσουμε αυτές τις εκλογές. Πιστεύω ότι τις έχουμε κερδίσει τις εκλογές. Είναι μια τεράστια νοθεία στη χώρα. Θέλουμε το νόμο να εφαρμόζεται. Θα πάμε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι λυπηρή στιγμή για τη χώρα και θα κερδίσουμε σε ότι με αφορά έχουμε ήδη κερδίσει», ανέφερε ακόμη, δίδοντας τον τόνο για τις δύσκολες ημέρες που πρόκειται να ακολουθήσουν.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω είναι η σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ο Τραμπ διόρισε προσφάτως την Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ για να καλύψει την κενή θέση μετά το θάνατο της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, οριστικοποιώντας τη μεταβολή του συσχετισμού ισχύος στο Ανώτατο Δικαστήριο με τους συντηρητικούς να εξασφαλίζουν απόλυτη υπεροχή (6-3). Λίγο πριν πεθάνει στα 87 της χρόνια η εμβληματική δικαστής, υπέρμαχος των δικαιωμάτων γυναικών και μειονοτήτων, Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, είχε εκφράσει μια  σοβαρή ανησυχία. «Η πιο ένθερμη επιθυμία μου είναι να μην αντικατασταθώ, εωσότου εκλεγεί νέος πρόεδρος», είχε πει στην εγγονή της, πριν αφήσει την τελευταία της πνοή. Η ευχή της δεν πραγματοποιήθηκε. Με οριακή πλειοψηφία (52 ψήφοι υπέρ έναντι 48 κατά) η αμερικανική Γερουσία ενέκρινε τον διορισμό της Έιμι Κόνι Μπάρετ στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών μόλις οκτώ μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές και εν μέσω θύελλας αντιδράσεων των Δημοκρατικών.

Κοντολογίς, η βιασύνη αυτή να οριστεί η υπερσυντηρητική Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ σε αυτό το Σώμα μετατρέπει και το Ανώτατο Δικαστήριο σε ένα ακόμη όργανο κομματικής διαμάχης. Το 2000, ο Αλ Γκορ είχε αποδεχθεί  αμέσως την απόφαση του Δικαστηρίου υπέρ του αντιπάλου τους σε μια δικαστική διαμάχη που διήρκησε πέντε εβδομάδες. Τότε δεν προκλήθηκαν σοβαρές αντιδράσεις από το στρατόπεδο Γκορ. Αυτή τη φορά όμως είναι απίθανο να δεχθούν οι Δημοκρατικοί εύκολα μια ήττα τους στο Δικαστήριο εφόσον θεωρούν ότι θα προκύψει από μια  ρεπουπλικανική πλειοψηφία. Επίσης, θα τους φανεί αδιανόητο να χάσουν τις εκλογές για δεύτερη συναπτή φορά λόγω  του αριθμού των εκλεκτόρων. Επομένως ο καθείς αντιλαμβάνεται ότι εάν όλα αυτά επιβεβαιωθούν η χώρα οδηγείται σε μια περίοδο αβεβαιότητας και σοβαρής πολιτικής πόλωσης, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ίδια αλλά και για ολόκληρο τον  κόσμο.