Το άλμα του πληθωρισμού από το 3,1% τον Ιανουάριο στο 4,3% τον Φεβρουάριο, είναι ίσως το πιο κραυγαλέο δείγμα ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε τροχιά κρίσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος της τιμής των οπωροκηπευτικών και των καυσίμων συνέβαλε σημαντικά, αλλά θα ήταν σφάλμα το γεγονός αυτό να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία. Ο δομικός πληθωρισμός –που είναι απαλλαγμένος απ’ αυτές τις διακυμάνσεις- κινείται στο 3,7% πράγμα που σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Σε συνθήκες κοινού νομίσματος, η αύξηση του πληθωρισμού οδηγεί σε περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, δεδομένου ότι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση κυμαίνεται στο επίπεδο του 2,2%. Υπενθυμίζουμε ότι οι εξαγωγές έχουν ήδη υποστεί απελπιστική μείωση. Με άλλα λόγια, η πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας καθίσταται δραματική. Η κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί το προσεχές διάστημα. Ο επικείμενος πόλεμος στο Ιράκ θα εκτινάξει την τιμή του πετρελαίου, γεγονός που σημαίνει ότι η επιβάρυνση του κόστους θα μετακυλισθεί στις τιμές των προϊόντων, ιδιαιτέρως εάν οι υψηλές τιμές παραμείνουν για αρκετές εβδομάδες. Προ καιρού, η Κομισιόν είχε απευθύνει προειδοποίηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις διακριτικές διατυπώσεις της, το μήνυμα ήταν σαφές. Η πραγματικότητα απέχει πάρα πολύ από τις διαβεβαιώσεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Είναι πολύ πιο δυσμενής απ’ όσο την παρουσιάζουν οι επικοινωνιολόγοι της «ισχυρής Ελλάδας». Αυτό αφορά και τα δημοσιονομικά, αλλά και την πραγματική οικονομία. Η ελληνική οικονομία πάσχει από σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες. Το παραγωγικό έλλειμμα καθίσταται ολοένα και περισσότερο εμφανές. Οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις έχουν διογκωθεί και έχουν καταστεί πιεστικές. Οι διαχειριστικές αλχημείες έχουν κι αυτές φθάσει στα όριά τους. Βοήθησαν να φιλοτεχνηθεί μία πλασματική εικόνα υγείας και ευμάρειας, αλλά η αλήθεια δεν μπορεί να αποκρυβεί για μεγάλο διάστημα. Ο εξωραϊσμός της κατάστασης, άλλωστε, δεν προσφέρει καλή υπηρεσία ούτε στην κυβέρνηση, ούτε στον τόπο. Τα κονδύλια του Γ’ ΚΠΣ συντηρούν ένα σχετικά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, αλλά οι «ενέσεις» αυτές δεν επαρκούν και ούτε θα υπάρχουν για πάντα. Το χειρότερο είναι ότι οι κοινοτικοί πόροι αξιοποιούνται μόνο εν μέρει για να δημιουργήσουν παραγωγικό περιβάλλον και κατ’ αυτόν τον τρόπο να έχουν πολλαπλασιαστικές αναπτυξιακές συνέπειες. Η κυβέρνηση αγωνίζεται να φέρει τα πράγματα σε μια ισορροπία, αλλά στην πραγματικότητα το ζητούμενο είναι να σπάσει ο φαύλος κύκλος, στον οποίο έχει εγκλωβισθεί για πολλά χρόνια η ελληνική οικονομία. Το υφιστάμενο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής έχει εξαντλήσει τον ωφέλιμο βίο του. Έχει καταστεί γραφειοκρατικό και εν τέλει αντιπαραγωγικό. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης οφείλει να αντιδράσει. Πρώτα απ’ όλα να θέσει με ειλικρίνεια επί τάπητος το πρόβλημα. Μόνον έτσι θα διαμορφώσει το κατάλληλο κλίμα για να καταστούν πολιτικά δυνατές οι διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνάμεις και θα προσδώσουν στην οικονομία μία νέα αναπτυξιακή δυναμική. (Κύριο Άρθρο της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, στις 08/03/03)

Διαβάστε ακόμα