Το Καζακστάν ήταν πάντα στο κέντρο πολιτικών παιχνιδιών. Το 19ο αιώνα οι Ρώσοι, οι Βρετανοί, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλου για τον έλεγχο των φυσικών πόρων της Ασίας. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο ένας καινούργιος παίκτης μπήκε στο παιχνίδι, οι ΗΠΑ, και από τότε οι Αμερικάνοι δε δίστασαν καθόλου να χρησιμοποιήσουν όποιο όπλο είχαν στην διάθεσή τους για να επιδιώξουν την κυριαρχία τους στην περιοχή.

Το Καζακστάν ήταν πάντα στο κέντρο πολιτικών παιχνιδιών. Το 19ο αιώνα οι Ρώσοι, οι Βρετανοί, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλου για τον έλεγχο των φυσικών πόρων της Ασίας. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο ένας καινούργιος παίκτης μπήκε στο παιχνίδι, οι ΗΠΑ, και από τότε οι Αμερικάνοι δε δίστασαν καθόλου να χρησιμοποιήσουν όποιο όπλο είχαν στην διάθεσή τους για να επιδιώξουν την κυριαρχία τους στην περιοχή.

Πριν δέκα χρόνια, ο τότε υπουργός εξωτερικών Colin Powell, μετέβη στο Καζακστάν σε μία προσπάθεια να επηρεάσει το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, για λογαριασμό της εταιρίας ExxonMobil, υπέρ της ανάθεσης της διαχείρισης στην ίδια του project για την ανάπτυξη και εκμετάλλευση του μεγαλυτέρου κοιτάσματος πετρελαίου που ανακαλύφθηκε μετά το Prudhoe Bay στην Αλάσκα τη δεκαετία του ’60. Η κυβέρνηση όμως του Καζακστάν του την έφερε καθώς δεν έδειξε προθυμία να αφήσει τα ατού της σε Αμερικάνικα χέρια. Όμως οι εταιρείες Chevron και Tengizchevroil είχαν θέσει το κοινό επιχειρηματικό τους εγχείρημα σε άλλη βάση. Αν δινόταν η διαχείριση των κοιτασμάτων της Kashagan στην ExxonMobil, οι Αμερικάνικες Εταιρείες πετρελαίου θα αναγκάζονταν να χάσουν τον έλεγχο του 70% του μελλοντικού πετρελαϊκού πλούτου.

Τελικά οι Καζάκοι συμβιβάστηκαν να επιλέξουν την Ιταλική εταιρεία Eni ως διαχειριστή. Η ανάθεση αυτή ήταν για την Eni ένα μεγάλο άνοιγμα, αφού ποτέ ξανά δεν είχε δοθεί διαχειριστικός ρόλος για ένα τόσο σημαντικό κοίτασμα σε μία μικρή σχετικά εταιρεία. Έτσι η Eni βρέθηκε επικεφαλής μιας κοινοπραξίας με ηχηρά ονόματα όπως η ExxonMobil, η Royal Dutch Shell και η Total.

Επρόκειτο για μια μεγάλη πρόκληση για τους Ιταλούς, δεδομένης της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην Kashagan. Η κατάσταση περιεπλέχθη ακόμη περισσότερο με την παράλληλη και σημαντική άνοδο της τιμής του πετρελαίου (2003-2007) ενώ με τον όψιμο πετρελαϊκό πατριωτισμό των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών, όσον αφορά στους φυσικούς πόρους, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο.

Δεδομένων των κακών εμπειριών τους με την Ρωσία, και εν όψει τις διεθνούς συγκυρίας των υψηλών τιμών πετρελαίου οι Καζάκοι άδραξαν της ευκαιρίας για επαναδιαπραγμάτευση παλαιών συμβολαίων που αφορούσαν ένα κοίτασμα αξίας 38 δις. δολαρίων και εμφανίζονται τώρα αποφασισμένοι να απειλήσουν ακόμη και με την αφαίρεση του ρόλου του διαχειριστή από την Eni, επικαλούμενοι διαφωνίες για τα ολοένα αυξανόμενα έξοδα ανάπτυξης του κοιτάσματος και καθυστερήσεις στην παραγωγή.

Αλλά πέρα από την εξασφάλιση της υποστήριξης των Δυτικών συνεταίρων της κοινοπραξίας, οι Αμερικάνοι βρήκαν τώρα την ευκαιρία να βγουν μπροστά στον τελευταίο γύρο του μεγάλου παιχνιδιού του πετρελαίου, γεγονός που ανησύχησε τους Ιταλούς και ανάγκασε τον πρωθυπουργό τους, Romano Prodi να επισκεφθεί το Καζακστάν τον περασμένο Οκτώβριο για να διευθετήσει την διαφωνία.

 Οι Αμερικανοί ωστόσο έχουν από τότε ξεκινήσει μία τεράστια εκστρατεία δημοσίων σχέσεων σε μία προσπάθεια να εξασφαλίσουν τον διαχειριστικό ρόλο για την ExxonMobil. Μάλιστα ο υπουργός ενέργειας των ΗΠΑ, Samuel Bodman, πρόσφερε πρόσφατα οικονομική και τεχνική βοήθεια στο Καζακστάν, σε περίπτωση που η ExxonMobil αντικαταστήσει την Eni στο ρόλο του διαχειριστή.

Η κυβέρνηση του Καζακστάν κανονικά θα έπρεπε ήδη να έχει αποφασίσει για το ποιους όρους θέλει να επιβάλει στην κοινοπραξία, αλλά όλο αυτό το μεγάλο παιχνίδι επηρεασμού και εξουσίας έχει καθυστερήσει οποιαδήποτε απόφαση, καθυστέρηση που συμφέρει τους Καζάκους καθώς όλες αυτές οι αντιπαλότητες στο Δυτικό στρατόπεδο θα τους επιτρέψουν να διαπραγματευτούν όταν έρθει η ώρα με ευνοϊκότερους όρους.

 * Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις Financial Times στις 27/11/2007 και εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επίκαιρο ενόψει των τελευταίων εξελίξεων στην περιοχή.