Eπιφυλακτική η Ε.Ε. Απέναντι στη Νέα «Βελούδινη» Ρωσική Ενεργειακή Πολιτική

Εδώ και μερικούς μήνες πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν γίνει στόχος των επενδυτικών επιλογών μεγάλων Ρώσικων εταιρειών ιδίως στον ενεργειακό τομέα. Σιγά αλλά σταθερά οι Ρώσικες εταιρείες εισέρχονται και επενδύουν σε κάθε λογής ενεργειακές δραστηριότητες στην Ευρώπη, από την Βρετανία και την Γαλλία μέχρι την Κύπρο και την Σουηδία.
του Κ. Ν. Σταμπολή
Πεμ, 17 Ιανουαρίου 2008 - 06:18

Εδώ και μερικούς μήνες πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν γίνει στόχος των επενδυτικών επιλογών μεγάλων Ρώσικων εταιρειών ιδίως στον ενεργειακό τομέα. Σιγά αλλά σταθερά οι Ρώσικες εταιρείες εισέρχονται και επενδύουν σε κάθε λογής ενεργειακές δραστηριότητες στην Ευρώπη, από την Βρετανία και την Γαλλία μέχρι την Κύπρο και την Σουηδία. Ταυτόχρονα, ισχυροποιούν την παρουσία τους στις πρώην χώρες της COMECON με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τελευταία την Σερβία. Ως γνωστό από τις αρχές του έτους πιέζουν αφόρητα την κυβέρνηση Κοστούνιτσα (με αντάλλαγμα τη στήριξη της Μόσχας στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου) για την σύναψη προνομιακής συμφωνίας για την εξαγορά του πετροχημικού και διυληστικού συγκροτήματος της NIS το οποίο, σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Σερβικής Κυβέρνησης, πρόκειται να ιδιωτικοποιηθεί μέσω διεθνούς διαγωνισμού.

 Εξ’ άλλου η Ρωσική ανάμειξη και στήριξη στον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, που ελέγχεται κατά 51% από Ρώσικες εταιρείες και αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο ολοκληρωμένο Ρώσικο ενεργειακό έργο επί Ευρωπαϊκού εδάφους, εντάσσεται απόλυτα στην νέα αυτή «βελούδινη» και εξωστρεφή Ρώσικη ενεργειακή πολιτική.

Όμως, μία δεκαετία πριν, οι Ρωσικές εταιρείες, με εξαίρεση την Gazprom, ήταν σχεδόν άγνωστες στο εξωτερικό. Από τότε αναπτύσσονται ραγδαία με τον ρυθμό των επενδύσεών τους στο εξωτερικό, ιδίως στην Ευρώπη, να επιταχύνεται εντυπωσιακά. Μία μελέτη η οποία δημοσιεύτηκε τελευταία από την νεοϊδρυθείσα ρωσική σχολή μάνατζμεντ Skolkovo σε συνεργασία με το Columbia Programme of International Investment, αναφέρει ότι τα ξένα περιουσιακά στοιχεία των 25 μεγαλύτερων ρωσικών πολυεθνικών αυξήθηκαν 2,5 φορές κοντά στα $60 δις (€40,8 δις) τα τελευταία 2 χρόνια. Από το 2004 οι εξαγωγές τους έχουν διπλασιαστεί στα $200 δις το ίδιο και αλλοδαποί αμειβόμενοι εργάτες τους, οι οποίοι φτάνουν στον συνολικό αριθμό των 130.000.

 Όλα αυτά έχουνε μετατρέψει την Ρωσία στον τρίτο σε μέγεθος ξένο επενδυτή ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες και η νέα αυτή τάση συνεχίζεται. Τον περασμένο Δεκέμβριο η ρώσικη χαλυβουργία, Evraz, ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να αποκτήσει την US Claymont Steel για $565 εκ. Το 2006 η Evraz διέθεσε $2 δις για να αγοράσει μία άλλη αμερικανική εταιρεία την Oregon Steel Mills. Έχουν πραγματοποιηθεί και άλλες μεγάλες επενδύσεις όπως της Norlisk Nickel με την απόκτηση του αξίας $6,2δις καναδικού ανθρακωρυχείου LionOre η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη μεμονωμένη ξένη επένδυση από ρωσική πολυεθνική αλλά και από άλλες εταιρείες όπως την Lukoil και την Gazprom. Ωστόσο η Ρωσία υπολείπεται αρκετά της Ινδίας και της Κίνας στον πίνακα των ξένων επενδύσεων των αναδυομένων οικονομιών. Οι ινδικές και οι κινέζικες εταιρείες το περασμένο έτος αγόρασαν περιουσιακά στοιχεία μόνο στην Ευρώπη αξίας περίπου $ 70 δις, σε σύγκριση με τα μόλις $10 δις των ρωσικών εταιρειών.

 Αυτό δείχνει να απασχολεί τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin και τους στενούς του συμβούλους, οι οποίοι αισθάνονται ότι οι Ρωσικές πολυεθνικές δεν αναπτύσσονται αρκετά γρήγορα στο εξωτερικό και ότι δεν συμμετέχουν μ’ ένα δίκαιο μερίδιο στις επενδυτικές ευκαιρίες οι οποίες δημιουργούνται από την παγκοσμιοποίηση.

 Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος είναι ότι η Ρωσία μέχρι τώρα δεν φημίζεται για την επιχειρηματική της κουλτούρα. Δικαιολογημένα ή όχι η Παγκόσμια Τράπεζα τοποθετεί ακόμα την Ρωσία στις τελευταίες θέσεις της κλίμακας υγιούς εταιρικής διακυβέρνησης. Σύμφωνα με το ετήσιο βαρόμετρο εμπιστοσύνης Edelman, οι ρωσικές εταιρείες είναι οι λιγότερο φερέγγυες στον κόσμο. Αυτή η φήμη υποσκάπτει τις ευκαιρίες των ρωσικών πολυεθνικών να αναλάβουν μεγάλα εγχειρήματα στο εξωτερικό.

 Όπως υποστηρίζει ο Paul Betts σε πρόσφατο άρθρο του στους Financial Times, «oι Ρώσοι ίσως διαμαρτύρονται σωστά για τα άδικα αυτά στερεότυπα, υποστηρίζοντας ότι οι περισσότερες από τις μεγάλες εταιρείες τους προσαρμόζονται γρήγορα στα διεθνή στάνταρ ενώ, όπως υποστηρίζουν, υπάρχει μία έλλειψη αμοιβαιότητας από τους δυτικούς εταίρους, οι οποίοι επιθυμούν να εξασφαλίσουν Ρωσικά ενεργειακά προϊόντα και να αποκτήσουν Ρωσικά περιουσιακά στοιχεία. Αλλά η συστηματική πολιτική του Putin για επανεθνικοποίηση αυτών που θεωρεί ρωσικά περιουσιακά στοιχεία στρατηγικής σημασίας, μαζί με όλα τα γνωστά δυτικά παράπονα για την άκαμπτη γραφειοκρατία, τους αδύναμους νομικούς θεσμούς και την έλλειψη διαφάνειας, καθώς και την θολότητα του τοπίου των επιχειρήσεων και τα κυβερνητικά συμφέροντα, δύσκολα βοηθούν τις ρωσικές βλέψεις.»

Ούτε ασφαλώς βοηθάει η  αμέριστη υποστήριξη του Putin προς τον Dimitri Medvedev, τον νεαρής ηλικίας πρόεδρο της Gazprom, που έχει ορίσει ως διάδοχο του, σε μία προσπάθεια βελτίωσης του κλίματος. Ο νέος «διάδοχος» πρόεδρος, εάν κρίνουμε από την μέχρι σήμερα δημόσια εικόνα του, πιθανώς να ακολουθήσει μία μετριοπαθή πολιτική μ’ ένα βελούδινο γάντι σε σύγκριση με την σκληρή γροθιά του Putin. Αυτό φαίνεται από τον τρόπο που διοικεί την Gazprom, όπου τα τελευταία δύο χρόνια έχει κυριολεκτικά λεηλατήσει περιουσιακά στοιχεία ξένων εταιρειών που έχουν επενδύσει στη Ρωσία όπως η Shell και η ΒP, σε δύο από τα μεγαλύτερα και ελεγχόμενα από ξένες εταιρείες ενεργειακά projects (Σαχαλίνη και Shtokman), εμφανίζοντας αυτές τις σκληρές συμφωνίες σαν έναν αναγκαίο συμβιβασμό.

 O πρόεδρος Putin δεν δείχνει να έχει καμία πρόθεση να απομακρυνθεί από τον ενεργειακό τομέα και να σταματήσει τον «επαναπατρισμό» των περιουσιακών στοιχείων ξένων εταιρειών προς την Gazprom αλλά και προς άλλες κρατικές εταιρείες (βλέπε Transneft, Rosneft). Υπό τον νέο του προστατευόμενο, αναμένεται να γίνει αυτό το οποίο οι Μοσχοβίτες αποκαλούν εθνικοποίηση “με το γάντι”. Κάτι τέτοιο όμως δεν καθησυχάζει τους γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τις κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά όταν οι ρωσικές πολυεθνικές χτυπάνε επίμονα την πόρτα της.