Τα Eυρωπαϊκά Κράτη Αναθεωρούν τις Δεσμεύσεις τους για το Περιβάλλον

Η ευαισθησία για την προστασία του περιβάλλοντος, η ιδιαίτερη προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για την δημιουργία μιας ευρύτερης οικολογικής συνείδησης και η υιοθέτηση πρακτικών και τεχνολογικών εφαρμογών που είναι φιλικές προς το περιβάλλον είναι από τους κύριους στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το 2020, με σκοπό την αποτροπή των οποιονδήποτε περαιτέρω επιβλαβών επιπτώσεων και οικολογικών καταστροφών.
Toυ Νίκου Σοφιανού
Παρ, 18 Ιανουαρίου 2008 - 00:42

Η ευαισθησία για την προστασία του περιβάλλοντος, η ιδιαίτερη προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για την δημιουργία μιας ευρύτερης οικολογικής συνείδησης και η υιοθέτηση πρακτικών και τεχνολογικών εφαρμογών που είναι φιλικές προς το περιβάλλον είναι από τους κύριους στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το 2020, με σκοπό την αποτροπή των οποιονδήποτε περαιτέρω επιβλαβών επιπτώσεων και οικολογικών καταστροφών.

Πράγματι η ΕΕ όχι μόνον δεν θέλει να είναι ουραγός στις «πράσινες» αυτές προσπάθειες, αλλά αντίθετα προσδοκά να είναι η πρωτοπόρος δύναμη που θα φέρει την οικολογική προοπτική στο επίκεντρο των στρατηγικών της στόχων. Εντούτοις, πολλά από τα κράτη μέλη έχουν εκφράσει την έντονη δυσαρέσκειά τους ως προς τα μέτρα και τους επιβεβλημένους στόχους, τους οποίους η ΕΕ πρόκειται να ανακοινώσει τις επόμενες μέρες για την κάθε μία χώρα ξεχωριστά.

Παρόλο που το προηγούμενο έτος τα κράτη μέλη είχαν από κοινού συμφωνήσει για τη λήψη μέτρων, με στόχο τη μείωση των ρύπων, την σταδιακή απεξάρτηση απ’ τους υδρογονάνθρακες και την υιοθέτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας, σιγά-σιγά αρχίζουν να ακούγονται έντονες αντιδράσεις. Εκφράζονται ανησυχίες, ότι τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν σε οικονομικά αδιέξοδα και στην ουσία δεν θα λύσουν το πρόβλημα.

 Είναι αλήθεια ότι δεδομένων των νέων μέτρων πολλές από τις βαριές βιομηχανίες, όπως αυτή του αλουμινίου, του σκυροδέματος και των χημικών προϊόντων θα υποστούν πολύ βαρύ πλήγμα, καθώς θα αναγκαστούν να συντονιστούν με τις νέες κοινοτικές οδηγίες. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να αυξήσουν τις τιμές, να ελαττώσουν την παραγωγή, να περικόψουν θέσεις εργασίας και μερικές απ’ αυτές να οδηγηθούν πιθανόν σε χρεοκοπία.

Η ασύστολη παροχή αδειών τα προηγούμενα έτη σε βαριές βιομηχανίες αφενός είχε αποφέρει τεράστια κέρδη σε κάποιες απ’ αυτές αφετέρου δεν δημιουργούσε σωστές βάσεις για την μείωση των επιβλαβών ρύπων. Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, η Επιτροπή έχει βάλει ως στόχο να περιορίσει τις αδειοδοτήσεις κατά 6,5% στο διάστημα 2008 με 2012. Βέβαια ενόψει των δυσμενών οικονομικών εκτιμήσεων αναφορικά με την βιωσιμότητα ορισμένων βιομηχανικών τομέων η ΕΕ επανεξετάζει το θέμα των αδειών που πρόκειται να εκδοθούν, έτσι ώστε αυτοί οι τομείς να μπορέσουν να προστατευθούν. Φυσικά το μεγαλύτερο μερίδιο στην παροχή αδειών θα το έχουν οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες προσπαθούν να ανακάμψουν οικονομικά και να επιτύχουν τους αναπτυξιακούς τους στόχους.

 Κάτω απ’ αυτές τις δυσοίωνες προοπτικές πρώτες οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας προσπαθούν το τελευταίο διάστημα να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο, έτσι ώστε να αντικρούσουν τα υπερβολικά, όπως πιστεύουν, μέτρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ιδιαίτερα ο Γάλλος πρόεδρος Nicolas Sarkozy με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Κομισιόν Jose Manuel Baroso επισήμανε, ότι ενώ η Γαλλία είναι ένθερμος υποστηρικτής της οικολογικής αυτής προοπτικής, ωστόσο κάποιες προτάσεις της ΕΕ δεν είναι ούτε αποτελεσματικές ούτε προωθούν την αειφόρο ανάπτυξη. Συνεχίζοντας ο Γάλλος πρόεδρος τόνισε, ότι κάποια από τα μέτρα θα ωθήσουν τις βιομηχανίες να μετακινηθούν από τις ανεπτυγμένες χώρες προς τις χώρες εκείνες που δεν έχουν υπογράψει συμβάσεις για οικολογικά μέτρα, στην πλειονότητά τους χώρες αναπτυσσόμενες.

Αυτό θα έχει δύο λογικές επιπτώσεις. Πρώτον θα υπάρξει μείωση των θέσεων εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες με αποτέλεσμα την δημιουργία ακόμα μεγαλύτερων ποσοστών ανεργίας. Το δεύτερο λογικό συμπέρασμα του Γάλλου προέδρου είναι ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική λύση στα περιβαλλοντικά προβλήματα, αφού θα υπάρξει απλώς μία μετακίνηση του προβλήματος κι όχι ουσιαστική επίλυση. Μία τέτοια πολιτική ίσως θα είχε σοβαρές επιπτώσεις σ΄ ολόκληρη την οικονομία της Ευρώπης, αφού η Γερμανία και η Γαλλία έχουν ένα τεράστιο μερίδιο στην βιομηχανική παραγωγή κι όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει σοβαρές επενδύσεις, οι οποίες δεν μπορούν «εν μία νυκτί» να τροποποιηθούν.

Οι ενστάσεις του Γάλλου προέδρου ενταγμένες στο ευρύτερο μακροοικονομικό πλαίσιο είναι πέρα για πέρα βάσιμες και σίγουρα τέτοιου είδους ανησυχίες απασχολούν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη κυρίως δε αυτά, των οποίων η οικονομία στηρίζεται στην βαριά βιομηχανία. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμάται, η συμβολή των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) καθώς και η προοπτική ανάπτυξης νέων βιομηχανιών που θα αναπτυχθούν ενόψει της ολοένα και μεγαλύτερης τάσης των κρατών να στρέψουν την παραγωγή ενέργειας και γενικότερα την οικονομία τους στις ΑΠΕ.

 Σίγουρα, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτήσει μια σημαντική μεταβατική περίοδο στην βιομηχανία και στην οικονομία με πιθανές θυσίες σε κάποιους τομείς. Αν θέλουμε όμως να μιλάμε πραγματικά για αλλαγή στο ενεργειακό status των κρατών με μία περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον στάση, καθώς και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας στην οικονομία, τότε θα πρέπει η Ευρώπη να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις προκλήσεις που θα προκύψουν από μια τέτοια αλλαγή.