Το πρώτο θεαματικό βήμα του Μπλίνκεν ήταν η προσωρινή αναστολή της πώλησης όπλων στις μοναρχίες του Κόλπου, εν αναμονή μιας συνολικής επανεξέτασης των σχετικών αποφάσεων της κυβέρνησης Τραμπ, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι οι εν λόγω κινήσεις ανταποκρίνονται σε «στρατηγικούς στόχους» των ΗΠΑ. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για την πώληση 50 πολεμικών αεροσκαφών F-35 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οπλικών συστημάτων ακριβείας στη Σαουδική Αραβία.
Ο προβληματισμός της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι ότι τα εν λόγω όπλα θα χρησιμοποιηθούν στον ανηλεή πόλεμο που διεξάγουν οι μοναρχίες εναντίον των ανταρτών Χούθι, στην Υεμένη, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό. Διεθνείς οργανώσεις καταγγέλλουν ότι η Υεμένη αντιπροσωπεύει τη χειρότερη, αυτή τη στιγμή, ανθρωπιστική κρίση στον πλανήτη. Ενδεικτική ήταν και η ανακοίνωση του Μπλίνκεν, ότι τίθεται σε επανεξέταση η απόφαση του προκατόχου του, Μάικ Πομπέο, να περιλάβει τους Χούθι στη λίστα των οργανώσεων που υποστηρίζουν την τρομοκρατία.
Ταυτόχρονα με τις ανακοινώσεις Μπλίνκεν, ο υπηρεσιακός πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Ρίτσαρντ Μιλς, γνωστοποίησε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή του προέδρου Μαχμούτ Αμπάς και θα επαναλάβει την αμερικανική οικονομική βοήθεια προς τους Παλαιστινίους, η οποία είχε διακοπεί από την κυβέρνηση Τραμπ. Ο Αμερικανός διπλωμάτης δεν παρέλειψε να τονίσει ότι οι ΗΠΑ παραμένουν «σταθεροί σύμμαχοι του Ισραήλ», σπεύδοντας να προσθέσει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα υποστηρίξει λύση του Παλαιστινιακού στη βάση των δύο κρατών. Τη στροφή των ΗΠΑ χαιρέτισε ο εκπρόσωπος Τύπου της Παλαιστινιακής Αρχής, Ιμπραχίμ Μίλχεμ.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο να επιστρέψουν οι ΗΠΑ στη διεθνή συμφωνία του 2015 (επί προεδρίας Ομπάμα και αντιπροεδρίας Μπάιντεν) για το ιρανικό πρόγραμμα, από την οποία τις είχε αποδεσμεύσει η κυβέρνηση Τραμπ, ο Μπλίνκεν ήταν περισσότερο επιφυλακτικός. «Αν το Ιράν επιστρέψει στην πλήρη τήρηση των υποχρεώσεών του βάσει αυτής της συμφωνίας, τότε και οι ΗΠΑ θα πράξουν το ίδιο», δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών. Προσέθεσε, δε, ότι η Ουάσιγκτον θα επιδιώξει μια «μεγαλύτερη και ισχυρότερη συμφωνία», η οποία θα επεκτείνεται σε άλλες, «βαθιά προβληματικές» δραστηριότητες του Ιράν – πιθανότατα το πρόγραμμα βαλιστικών πυραύλων και τις παρεμβάσεις του σε Λίβανο, Συρία, Ιράκ και Υεμένη. Η Τεχεράνη θέτει ως προϋπόθεση για την τήρηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει την άρση των αμερικανικών κυρώσεων, ενώ αρνείται οποιαδήποτε σύνδεση του πυρηνικού της προγράμματος με άλλα θέματα.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")