Αμφιβολία στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την Αποτελεσματικότητα των Βιοκαυσίμων

Το τελευταίο διάστημα αρκετές χώρες ανά τον κόσμο έχουν αρχίσει να πειραματίζονται σοβαρά με τον τομέα των βιοκαυσίμων ως μια πραγματικά σωτήρια λύση που μπορεί να μειώσει την εκπομπή ρύπων και να ελαχιστοποιήσει την εξάρτηση των κρατών από τους υδρογονάνθρακες. Ιδίως στον τομέα των μεταφορών, όπου οι άλλες ανανεώσιμες μορφές ενέργειας (ΑΠΕ), όπως η ηλιακή ή η αιολική αποδεικνύονται αναποτελεσματικές, τα βιοκαύσιμα αντίθετα αποτελούν μια πρόταση αρκετά οικονομική αλλά και οικολογική.
Του Νίκου Σοφιανού
Τρι, 22 Ιανουαρίου 2008 - 00:31

Το τελευταίο διάστημα αρκετές χώρες ανά τον κόσμο έχουν αρχίσει να πειραματίζονται σοβαρά με τον τομέα των βιοκαυσίμων ως μια πραγματικά σωτήρια λύση που μπορεί να μειώσει την εκπομπή ρύπων και να ελαχιστοποιήσει την εξάρτηση των κρατών από τους υδρογονάνθρακες. Ιδίως στον τομέα των μεταφορών, όπου οι άλλες ανανεώσιμες μορφές ενέργειας (ΑΠΕ), όπως η ηλιακή ή η αιολική αποδεικνύονται αναποτελεσματικές, τα βιοκαύσιμα αντίθετα αποτελούν μια πρόταση αρκετά οικονομική αλλά και οικολογική. Αυτό όμως που πρέπει να αποδειχθεί είναι, αν αυτή η λύση εκτός από πράσινη είναι και βιώσιμη οικονομικά.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στην προσπάθεια της να προσανατολίσει ένα μεγάλο ποσοστό της ενεργειακής της οικονομίας στις ΑΠΕ έχει βάλει ως στόχο να αυξήσει κατά 10% μέχρι το 2020 την κατανάλωση βιοκαυσίμων στον τομέα των μεταφορών. Εντούτοις μία αδημοσίευτη ακόμα μελέτη ενός από τα ινστιτούτα μελετών της ΕΕ, του Joint Research Center (JRC), αμφισβητεί το κατά πόσο τα βιοκαύσιμα μπορούν να είναι αποτελεσματικά, υπό την έννοια ότι είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που υποτίθεται ότι θα λύσουν.

Η μελέτη διατείνεται ότι ένα από τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της «πράσινης» πολιτικής θα είναι η επιβάρυνση των φορολογούμενων των κρατών μελών κατά 33 με 65 δισεκατομμύρια ευρώ, μια αύξηση η οποία θα επιτελεστεί σταδιακά μέχρι το 2020. Επιπλέον τα στοιχεία από την μελέτη δείχνουν μία σοβαρή αμφισβήτηση σχετικά με το αν το 10% της ενεργειακής κατανάλωσης σε βιοκαύσιμα είναι δυνατόν να φέρει κάποιο αποτέλεσμα στην μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Από την άλλη η τιμή των προϊόντων απ’ τα οποία γίνεται η παραγωγή βιοκαυσίμων όπως καλαμπόκι, παράγωγα σόγιας, ζαχαρότευκλα, φοινικέλαιο, θα αυξηθεί σημαντικά, αφού η ζήτηση τα επόμενα χρόνια θα αυξάνεται με γεωμετρικούς σχεδόν ρυθμούς.

Οι ενστάσεις όμως δεν σταματούν εδώ, αλλά οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή και στο γεγονός ότι λόγω των επιδοτήσεων και των ειδικών κινήτρων που θα δοθούν στους καλλιεργητές για την παραγωγή βιοκαυσίμων, θα μειωθεί η παραγωγή σιτηρών, λαχανικών και δημητριακών που χρησιμεύουν για τροφή. Η ζήτηση για σιτηρά και λαχανικά που χρησιμεύουν για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες είναι ανελαστική κι αυτό σημαίνει πολύ απλά είτε ότι θα υπάρξει πρόβλημα μ’ αυτά τα αγαθά, πρόβλημα τροφής δηλαδή και ανόδου των τιμών, όπως πρόσφατα συνέβη στις Η.Π.Α. ,είτε ότι θα πρέπει να βρεθούν καινούργιες εκτάσεις γης, ώστε να καλλιεργηθούν οι επιπλέον ποσότητες που θα χρησιμεύσουν για την παραγωγή βιοκαυσίμων.

Πολλοί φοβούνται ότι εξαιτίας της ανάγκης εξεύρεσης νέων γεωργικών εκτάσεων, θα υπάρξει πρόβλημα αποψίλωσης των δασών κι έτσι θα δημιουργηθούν μεγαλύτερα οικολογικά προβλήματα απ’ αυτά που πιθανόν θα λυθούν. Θα πρέπει επίσης να συνυπολογισθεί και ο παράγοντας ότι το 60% περίπου της καλλιέργειας σιτηρών και λαχανικών παγκοσμίως χρησιμοποιείται για την εκτροφή βοοειδών, οπότε είναι λογικό η «πράσινη» στροφή των βιοκαυσίμων να προκαλέσει μεγάλη άνοδο και στην τιμή του κρέατος, ίσως διπλάσια από την αύξηση της τιμής των σιτηρών.

Η μελέτη του JRC τονίζει επίσης με ιδιαίτερα έκδηλο τρόπο, ότι τα βιοκαύσιμα δεν θα είναι τελικά τόσο αποτελεσματικά στον τομέα τον μεταφορών και συνοψίζει τα επιχειρήματά λέγοντας ότι η χρήση των βιοκαυσίμων ίσως θα ήταν πολύ περισσότερο αποτελεσματική στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Αν πρέπει πάντως να χρησιμοποιηθούν τα βιοκαύσιμα ως η κύρια εναλλακτική ενέργεια που θα αντικαταστήσει την κατανάλωση υδρογονανθράκων, τότε πρέπει να στραφούμε στην καλλιέργεια ζάχαρης η οποία θεωρείται ως η πιο οικολογική, παράγεται γρήγορα και μπορεί να δώσει αρκετά μεγάλες ποσότητες ενέργειας.

Η Κομισιόν από την πλευρά της ανακοίνωσε μέσω αντιπροσώπου ότι τα πορίσματα της μελέτης θα αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο, αφού έτσι κι αλλιώς όλες οι μελέτες συνεισφέρουν στην γενικότερη συζήτηση για την οικολογική στροφή που έχει σκοπό να κάνει η ΕΕ. Ωστόσο, η εκπρόσωπος τύπου της Κομισιόν συμπλήρωσε ότι η κάθε «πράσινη» προοπτική πρέπει να εκτιμάται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και της βιωσιμότητας της οικονομίας.

Όλες αυτές οι ενστάσεις και τα πιθανά προβλήματα δεν είναι καθόλου αμελητέα αλλά αντίθετα τονίζουν με τον πιο εμφαντικό τρόπο, πόσο ευαίσθητη είναι η οικονομία σε παρεμβάσεις οι οποίες δεν έχουν γίνει με σωστό υπολογισμό και ορθολογική προσέγγιση. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα πλανάται έντονα η αμφιβολία μεταξύ των κρατών μελών για το κατά πόσο τα όρια που έχει θέσει η ΕΕ για το 2020 και ο οικολογικός της προσανατολισμός έχουν βασιστεί πάνω σε ορθολογικά κριτήρια, σοβαρές εκτιμήσεις και ρεαλιστικά σενάρια και δεν είναι μία βιαστική προσπάθεια να βρεθούν γρήγορες λύσεις για τα οικολογικά προβλήματα ενός αβέβαιου μέλλοντος. Υπάρχει σίγουρα όλη η καλή διάθεση να ληφθούν αποφάσεις και να επιχειρηθούν καινοτόμες πολιτικές αλλά αυτό από μόνο του δεν συνιστά λύση, αντιθέτως με μία αλόγιστη πολιτική και με μια επιφανειακή αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων μπορεί να οδηγηθούμε σε οικονομικά αδιέξοδα και μη βιώσιμες προοπτικές.