Η οικονομική ευημερία του Κόλπου φαίνεται πως στηρίζει το σύνολο του αραβικού κόσμου, αφού όλο και πιο συχνά παρατηρούνται ροές κεφαλαίων από τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη προς λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες της περιοχής.


Η οικονομική ευημερία του Κόλπου φαίνεται πως στηρίζει το σύνολο του αραβικού κόσμου, αφού όλο και πιο συχνά παρατηρούνται ροές κεφαλαίων από τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη προς λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες της περιοχής. Από το Κάιρο μέχρι την Καζαμπλάνκα, η απελευθέρωση των οικονομιών έχει ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους βοηθούν στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Εταιρείες του Κόλπου που «ωρίμασαν» στους κόλπους της εγχώριας αγοράς τους αναζητούν τώρα ευκαιρίες εξαγορών εκτός των συνόρων της.


Παραπέμποντας εμμέσως στην Emaar, την κολοσσιαία εταιρεία ακινήτων του Ντουμπάι, ένας μεγαλοεπενδυτής της περιοχής δηλώνει: «Ο ιδιωτικός τομέας του Κόλπου γίνεται επιθετικότερος και θέλει να αναδειχθεί σε παγκόσμιο «παίκτη», οπότε οι εταιρείες επαναλαμβάνουν τα μοντέλα που δημιούργησαν στην εγχώρια αγορά τους και στις γειτονικές αγορές».


Την τάση αυτή υπογράμμισε σε έκθεσή του και το Institute for International Finance, το οποίο εκπροσωπεί χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο. Εκτιμάται ότι την περίοδο 2002-2006, 60 δισ. δολάρια (41 δισ. ευρώ), δηλαδή το 11% των τοποθετήσεων των κρατών που μετέχουν στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) στην αλλοδαπή, επενδύθηκε σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής. Τα μέλη του GCC είναι η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Κατάρ, το Μπαχρέιν, το Ομάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Φλόρενς Εϊντ, συνεργάτης της Pantera Capital στο Λονδίνο, υπολογίζει ότι οι επενδύσεις που έγιναν από κράτη του Κόλπου στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο αντιστοιχούσαν στο 13% του ΑΕΠ αυτών των οικονομιών το 2006.
Η Αίγυπτος προσέλκυσε άμεσες ξένες επενδύσεις ρεκόρ, ύψους 11,1 δισ. δολαρίων, κατά τη διάρκεια της χρήσης που έκλεισε τον Ιούνιο του 2007, εκ των οποίων 5,2 δισ. δολάρια επενδύθηκαν είτε σε νέες εταιρείες είτε για τη μεγέθυνση υφιστάμενων επιχειρήσεων. Περίπου 2,5 δισ. δολάρια από το ποσό αυτό, δηλαδή το 47%, εκτιμάται ότι ήταν χρήματα προερχόμενα από το GCC. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι μακράν ο μεγαλύτερος επενδυτής του Κόλπου στην Αίγυπτο, με επενδύσεις της τάξης των 3 δισ. δολαρίων, και ακολουθεί η Σαουδική Αραβία.


«Πιστεύω ότι υπάρχει μια πολιτισμική κλίση προς τους Μουσουλμάνους και τις αναπτυσσόμενες αγορές, όπου αισθάνονται ότι τα κεφάλαιά τους είναι περισσότερο ευπρόσδεκτα, όπου αισθάνονται πιο ασφαλείς και, κατά δεύτερο λόγο, πιστεύουν πως οι χώρες αυτές έχουν καλές ευκαιρίες ανάπτυξης», υποστηρίζει ο Φίλιπ Κουρί, επικεφαλής έρευνας στην επενδυτική ΕFG-Ηermes.


Οι επενδύσεις σε κλάδους όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι κατασκευές θα δημιουργήσουν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Ομως, σε ό,τι αφορά «τις πιο σύνθετες άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες τείνουν να δημιουργούν περισσότερες μακροπρόθεσμες ευκαιρίες απασχόλησης, πρέπει να κοιτάξει κανείς στη Δύση, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη», για παράδειγμα, στην επένδυση της Renault στο Μαρόκο, λέει ο κ. Κουρί.


Η δημιουργία μακροπρόθεσμων θέσεων εργασίας είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της ανεργίας στη βόρεια Αφρική. Το ΑΕΠ της Αιγύπτου αυξήθηκε κατά 7,1% το περασμένο έτος, από 6,9% το προπερασμένο, ενώ η οικονομία του Μαρόκου παρουσιάζει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 4,9% αυτή τη δεκαετία, υποστηριζόμενη από την ανάπτυξη της κτηματαγοράς και του τουρισμού.


Ωστόσο, παρά την αύξηση των προερχόμενων από κράτη του Κόλπου επενδύσεων, η βόρεια Αφρική συνεχίζει να στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη Δύση και οι επενδύσεις του GCC είναι απίθανο να προστατέψουν τις οικονομίες της από ενδεχόμενη επιβράδυνση στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, λέει ο κ. Κουρί.


«Αν δει κανείς τον προορισμό των εξαγωγών των χωρών αυτών, αγαθών και υπηρεσιών, θα διαπιστώσει ότι προορίζονται κυρίως για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Επομένως, αν υπάρξει επιβράδυνση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αυτή θα φανεί στο εξωτερικό ισοζύγιο και τελικά στις εγχώριες οικονομίες αυτών των χωρών», υποστηρίζει.

(δημοσιεύτηκε στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ στις 21/1/2008)