Οι δύο βαριές ήττες των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ στις εκλογές στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και το γειτονικό κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου δεν επιφέρουν πλήγμα μόνο στο κόμμα της Σιδηράς Κυρίας της γερμανικής πολιτικής. Προκαλούν τριγμούς και στα θεμέλια του κυβερνητικού συνασπισμού εν όψει των ομοσπονδιακών εκλογών του ερχόμενου Σεπτεμβρίου. Εκλογών που σηματοδοτούν μεν την έξοδο της Μέρκελ 

από την εξουσία μετά από 16 έτη, δεν λένε όμως απολύτως τίποτα για το τι μέλλει γενέσθαι. Άραγε η έξοδος της Μέρκελ θα αποτελέσει και το τέλος της κυριαρχίας των Χριστιανοδημοκρατών, που κυριαρχούν  στην γερμανική πολιτική σκηνή τις τελευταίες δύο δεκαετίες;  

Θα καταφέρουν τελικά να επικρατήσουν οι Πράσινοι και με ποιους θα συμπράξουν; Πως θα πορευτούν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι, που αμφότεροι συνεχίζουν τις χαμηλές πτήσεις και εν τέλει πώς όλα αυτά θα επηρεάσουν το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι;

Διότι κακά τα ψέματα το τί συμβαίνει στο εσωτερικό της Γερμανίας έχει επιπτώσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά σε ένα τόσο ασταθές περιβάλλον λόγω της πανδημίας αλλά και της γενικότερης αβεβαιότητας που επικρατεί σε κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στην Ιταλία μπορεί να φαίνεται ότι ξεπέρασαν τελικά τον σκόπελο, ωστόσο μια τόσο ετερόκλητη συμμαχία -με την σύμπραξη της Λέγκας και του κόμματος του Ρέντσι- δύσκολα θα μακροημερεύσει.

Το ζητούμενο είναι λοιπόν πώς αυτή η αστάθεια θα επηρεάσει τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ήδη οι γερμανικές παλινωδίες όσον αφορά τα εμβόλια της Astra Zeneca έχουν προκαλέσει μια -αχρείαστη πραγματικά- σύγχυση στο γερμανικό αλλά και στο ευρωπαϊκό κοινό που παρακολουθεί με αγωνία την πορεία των εμβολιασμών στην Ένωση. Επίσης το γεγονός ότι το Βερολίνο και η ίδια η Μέρκελ  προσπαθεί να παίξει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις ΕΕ-Τουρκίας εγείρει επίσης σοβαρά ερωτήματα. Κυρίως όσον αφορά την νομιμοποίηση της ίδιας της Μέρκελ να κάνει οιασδήποτε συμφωνίες με τρίτες χώρες όταν είναι γνωστό ότι αποχωρεί από την πολιτική σε έξι μήνες. Και ειδικά όταν η κυβέρνηση της χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή αστάθεια για τα γερμανικά δεδομένα. Ενδεικτική ήταν η δήλωση του υπουργού Οικονομικών και υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών για την Καγκελαρία  Όλαφ Σολτς. «Είναι  μια καλή ημέρα γιατί δείχνει ότι είναι δυνατόν να σχηματιστεί κυβέρνηση στην Γερμανία χωρίς το CDU», είπε με νόημα μετά την πανωλεθρία των κυβερνητικών του εταίρων.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας

Στο δε εσωτερικό των Χριστιανοδημοκρατών η κρίση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Πριν ακόμη συμπληρώσει δύο μήνες στην θέση του, το κλίμα είναι βαρύ για τον νέο πρόεδρο της CDU, Άρμιν Λάσετ,  με την πλειοψηφία των Γερμανών να θεωρεί τον νέο πρόεδρο της CDU ακατάλληλο για υποψήφιο καγκελάριο. Στη σφυγμομέτρηση του Ινστιτούτου Civey για λογαριασμό του ειδησεογραφικού πόρταλ t-online το 72,5% των Γερμανών θεωρεί ότι ο 60χρονος πολιτικός δεν είναι αυτός που θα πρέπει να διεκδικήσει τη διαδοχή της Μέρκελ στην καγκελαρία και μόνον το 16,4% εκφράζει θετική γνώμη για τον εκλεκτό της Μέρκελ στην προεδρία του κόμματος. Ο Λάσετ, που είχε επικρατήσει τον περασμένο Ιανουάριο του πρώην επικεφαλής της ΚΟ της CDU, Φρίντριχ Μερτς στη μάχη για την προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών, θεωρεί ότι η απόφαση για το θέμα του υποψήφιου καγκελαρίου μπορεί να ληφθεί μετά το Πάσχα. Το κρίσιμο ερώτημα, πλέον, είναι αν το CDU θα κάνει το «βήμα πίσω» και θα δεχθεί να είναι υποψήφιος για την καγκελαρία ο  δημοφιλής πρωθυπουργός της Βαυαρίας και πρόεδρος του αδελφού κόμματος CSU, Μάρκους Ζέντερ.

Και όλα τα παραπάνω είναι εξαιρετικά κρίσιμα και για την πορεία της ΕΕ στην μετά την πανδημία εποχή. Αυτό που έχει σημασία είναι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση. Ειδικά τώρα που έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για την χαλάρωση της «ιερής αγελάδας» της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, του περίφημου  Συμφώνου Σταθερότητας  και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με πληροφορίες της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt ο επικεφαλής σύμβουλος του Σολτς έδωσε εντολή σε στελέχη του υπουργείου να υποβάλουν μεταρρυθμιστικές προτάσεις, κάτι που πριν από λίγα χρόνια θα φάνταζε αδιανόητο.

«Οι αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας δεν είναι πια ταμπού, από τότε που ο Όλαφ Σολτς βρίσκεται στο πηδάλιο του υπουργείου Οικονομικών και η ΕΕ έχει να αντιπαραταχθεί με τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του αιώνα. Το ένα υπουργείο Οικονομικών μετά το άλλο κάνουν προετοιμασίες για μια τέτοια συζήτηση», αναφέρει χαρακτηριστικά η έγκριτη εφημερίδα. Παραθέτει δε μερικά παραδείγματα που αποδεικνύουν πόσο μη ρεαλιστικά είναι πλέον τα λεγόμενα κριτήρια του Μάαστριχτ: “Το χρέος της Ελλάδας σκαρφάλωσε στο γιγαντιαίο 200% (του ΑΕΠ), στην Ιταλία πάνω από το 150%. Αλλά και στη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία το ποσοστό χρέους είναι διπλάσιο από το επιτρεπόμενο. Πώς θα μπορέσουν οι χώρες να το τιθασεύσουν; Και γιατί θα πρέπει να το κάνουν σε περίοδο χαμηλών επιτοκίων, που το χρέος δεν κοστίζει;”, αναρωτιέται εύλογα ο αρθρογράφος.

Όλα τα βλέμματα είναι πλέον στραμμένα στο Παρίσι, το οποίο θα αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρία στην ΕΕ το 2022. Εκτιμάται ότι τότε ο πρόεδρος Μακρόν θα θέσει ως βασική του προτεραιότητα την μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Και το θέμα είναι  ποια θα είναι η στάση του Βερολίνου. Θα είναι δίπλα του ή απέναντί του;