O Κώστας Καραμανλής πραγματοποιεί από χθες την πρώτη επίσημη επίσκεψη Ελληνα πρωθυπουργού στην τουρκική πρωτεύουσα έπειτα από μισόν αιώνα. Ο συμβολισμός είναι σαφής και οι προθέσεις γνωστές. Το δόγμα της «μη συζήτησης» με τη γείτονα παραμερίζεται. Η διαδικασία που άρχισε από τους Σημίτη και Παπανδρέου, προχωράει με τους Καραμανλή και Μπακογιάννη.


O Κώστας Καραμανλής πραγματοποιεί από χθες την πρώτη επίσημη επίσκεψη Ελληνα πρωθυπουργού στην τουρκική πρωτεύουσα έπειτα από μισόν αιώνα. Ο συμβολισμός είναι σαφής και οι προθέσεις γνωστές. Το δόγμα της «μη συζήτησης» με τη γείτονα παραμερίζεται. Η διαδικασία που άρχισε από τους Σημίτη και Παπανδρέου, προχωράει με τους Καραμανλή και Μπακογιάννη. Δυστυχώς, η ιστορική επίσκεψη πραγματοποιείται στη σκιά της υπόθεσης Ζαχόπουλου. Είναι γεγονός ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός προσήλθε στη συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό του «πολιτικά τραυματισμένος» από τις εξελίξεις στο εσωτερικό, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι αυτές δεν τον αγγίζουν. Παρά ταύτα, εμφανίσθηκε διεκδικητικός: στο Αιγαίο, στο Κυπριακό, στο Πατριαρχείο, στη Χάλκη. Φυσικά, όσο πιο ισχυρός νιώθει στο εσωτερικό τόσο μεγαλύτερη ευελιξία θα μπορέσει να επιδείξει στα θέματα που απασχολούν τις δύο χώρες και η λύση των οποίων απαιτεί αμοιβαίους συμβιβασμούς.


Οσοι ειλικρινά πιστεύουν ότι μπορεί και πρέπει η σχέση να εισέλθει στο δύσβατο αλλά υπαρκτό μονοπάτι της ομαλοποίησης θα πρέπει ίσως να περιμένουν. Μέχρι πρόσφατα πολλές ήταν οι ενδείξεις ότι το 2008 προσφέρεται για την απαρχή σοβαρών εξελίξεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο αισιόδοξος παρατηρητής δικαιούται να ελπίζει πως, όταν η Αθήνα ξεπεράσει την καταιγιστική σεναριολογία και τον παραλογισμό των ημερών, η εξωτερική πολιτική θα επανακτήσει τη σημασία της και σε βάθος χρόνου θα προχωρήσει η ομαλοποίηση. Από ελληνικής πλευράς, ο πρωθυπουργός το επιθυμεί, ενώ ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα επεδείκνυε ασυνέπεια εάν υποστήριζε το αντίθετο. Αλλωστε, ως υπουργός Εξωτερικών απέδειξε έμπρακτα ότι πιστεύει στην ελληνοτουρκική προσέγγιση όταν το 1999 πήγε αντίθετα στο ρεύμα και τόλμησε να εγκαινιάσει μια ριζική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.


Αρκετοί σοβαροί αναλυτές εξέφρασαν εύλογο προβληματισμό για την ορθότητα μιας επίσκεψης στην Αγκυρα τη στιγμή που επικρατεί αυτό το νοσηρό κλίμα στο εσωτερικό. Ομως, από τη στιγμή που αποφασίσθηκε να γίνει η επίσκεψη –για την οποία και ο γράφων είχε ορισμένες επιφυλάξεις λόγω κυρίως της αδιανόητης μεταξύ συμμάχων συνεχιζόμενης ισχύος του casus belli– δεν ήταν δυνατόν να ακυρωθεί, όπως πολύ σωστά επισήμανε και ο έμπειρος Πέτρος Μολυβιάτης.


Ο Κώστας Καραμανλής ορθά έπραξε και ήρθε στην Αγκυρα παρά τη νεφελώδη εσωτερική συγκυρία, αποδεικνύοντας στους Τούρκους συνομιλητές του ότι δεν πτοείται, δεν αποπροσανατολίζεται, και επιθυμεί ειλικρινά να γίνει ο ηγέτης που θα ανοίξει τον δρόμο της επίλυσης των διαφορών. Η ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται λόγω της εξαντλητικής ενασχόλησης των ελληνικών μέσων ενημέρωσης με την υπόθεση Ζαχόπουλου δεν του επιτρέπει αυτή τη στιγμή την ανάληψη ριψοκίνδυνων πρωτοβουλιών. Μήπως, όμως, προσφέρεται μια ευκαιρία στον Ταγίπ Ερντογάν να στηρίξει τον φίλο και κουμπάρο του προχωρώντας σε μια σχετικά ανώδυνη για τον ίδιο κίνηση καλής θέλησης, όπως θα ήταν η άρση της «απειλής πολέμου» ή η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης;