Τη λέξη αμαρτάνω, σήμερα επιβαρυμένη με αιώνων ηθικολογία, την πρωτοσυναντάμε στον Ομηρο με τη σημασία του ξαστοχώ – έτσι, «εκών ημάρτανε» ο Διομήδης, ρίχνοντας επίτηδες το δόρυ πάνω από τον ώμο του Δόλωνα. Και αυτή η παλιά σημασία μου ξανάρχεται στο νου τον τελευταίο καιρό.


Τη λέξη αμαρτάνω, σήμερα επιβαρυμένη με αιώνων ηθικολογία, την πρωτοσυναντάμε στον Ομηρο με τη σημασία του ξαστοχώ – έτσι, «εκών ημάρτανε» ο Διομήδης, ρίχνοντας επίτηδες το δόρυ πάνω από τον ώμο του Δόλωνα. Και αυτή η παλιά σημασία μου ξανάρχεται στο νου τον τελευταίο καιρό. Η υπόθεση Ζαχόπουλου ξεκίνησε από μια προσωπική αμαρτία, αυτήν που, υπό την επήρεια φαίνεται σοβαρής μορφής αχρωματοψίας, τα ΜΜΕ αποκαλούν «ροζ».


Το ξαστόχημα του τέως γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού, αυτό καθαυτό, αξιολογείται ως ελάχιστο με τα μέτρα της σύγχρονης εποχής – ας πούμε κάποιων χιλιοστών. Αν δεν είχε πρωταγωνιστή δημόσιο πρόσωπο ούτε που θα το είχαμε μυριστεί. Κι ούτε βέβαια πιστεύει κανείς ότι ο κύριος Ζαχόπουλος ήταν ο πρώτος δημόσιος άνδρας που εστόχευσε στραβά, με τον συγκεκριμένο τρόπο. Απλώς, ήταν ο πρώτος που αποκαλύφθηκε. Ομως το αρχικό ξαστόχημά του είχε τέτοια συνέχεια –και μη χειρότερα!– που σε πιάνει δέος, για τη δύναμη που μπορεί να κρύβει μέσα του το ελάχιστο. Γιατί όσο κι αν ξεδιπλώθηκαν σταδιακά όψεις επί όψεων της αρχικής υπόθεσης, υπερεξουσιών, αλαζονείας, και άλλων πολλών, αφετηρία της παραμένει μια ιδιωτική στιγμή που, για κάκιστη τύχη του πρωταγωνιστή της, εξελίχθηκε σε υπερβολικά δημόσια, σκάζοντας σα βόμβα πολλών μεγατόνων στον πολιτικό βίο.


Τον παλιό καιρό, που σχημάτιζαν τον τρόπο που καταλαβαίναμε τον κόσμο κάποιες σπουδαίες, πρότυπες ιστορίες, τα μεγάλα γεγονότα είχαν ως αιτίες τους πράξεις με τραγικό μέγεθος. Αναζητώντας διψασμένα νόημα μέσα στην αταξία της ζωής και του κόσμου, οι παραμυθάδες ζωγράφιζαν τους Ηρακλείς και τις Ηλέκτρες, τους Μάκβεθ και τους Αμλετ, με γερές πινελιές, μεγάλους ανθρώπους με μεγάλα πάθη. Φαινόταν αυτονόητο ότι η σχέση αιτίου-αιτιατού έπρεπε να ορίζεται με μια σχέση άμεσης αναλογίας.


Το καλύτερο επιχείρημα σε αυτή την πεποίθηση στη σχεδόν μαθηματική δικαιοσύνη της ζωής, ήρθε να το δώσει στα 1684 ο Ισαάκ Νεύτων, με τον Νόμο της Παγκόσμιας Ελξης, που μέτρησε με ακρίβεια, με μαθηματικό τύπο, τις κινήσεις των πλανητών. Η ανακάλυψη αυτή είχε στην ανθρώπινη σκέψη επίδραση εντελώς δυσανάλογη με την ουσιαστικά ασήμαντη – τουλάχιστον για δύο αιώνες και βάλε– πρακτική της σημασία. Και τούτο γιατί πρώτη αυτή έδωσε επιστημονικό άλλοθι στην πεποίθηση ότι ζούμε σε ένα κόσμο αρμονικά οργανωμένο βάσει μιας ξεκάθαρης νομοτέλειας, μιας νομοτέλειας επιπλέον που ο ανθρώπινος νους είναι ικανός απολύτως να εννοήσει, και να μετρήσει επακριβώς.


Οπως συνέβη έκτοτε αρκετές φορές –για παράδειγμα με τη δαρβινική Θεωρία της Εξέλιξης ή τη Σχετικότητας– η νευτώνεια επανάσταση στις φυσικές επιστήμες, ενέπνευσε και τη μελέτη της κοινωνίας. Οι ουτοπιστές και οι θετικιστές, και βέβαια ο Μαρξ, έφτιαξαν τις θεωρίες τους στηριγμένοι στο νευτώνειο πρότυπο, ξεκάθαρων νόμων που όλα τα εξηγούν και όλα τα προβλέπουν. Το κάθε κοινωνικό φαινόμενο απέκτησε στις θεωρίες τους, σαν κάποιος πλανήτης στο στερέωμα, μια και μοναδική εξήγηση, μια τέλεια «λύση». Και ετούτη η αλαζονεία της παντογνωσίας ήταν που οδήγησε, στο απόγειό της, στους εφιάλτες του εικοστού αιώνα, τα Αουσβιτς και τα Γκούλαγκ: αν πιστέψεις ότι τα ανθρώπινα μπορούν να εννοηθούν με απόλυτη λογική ακρίβεια, τότε καταλήγεις μοιραία στην υπέρτατη ύβρη, να θελήσεις να τα ρυθμίσεις με τον χάρακα και τον διαβήτη – και, για όσους «παράλογους», το πολυβόλο. (Οψεις αυτής της εκτροπής αναλύει μοναδικά στο έργο του ο Βρετανός στοχαστής Μάικλ Οουκσοτ).


Πώς άραγε να εξηγήσεις με «νευτώνεια» αντίληψη των ανθρωπίνων την περίπτωση Ζαχόπουλου; Ποια ξεκάθαρη εξίσωση χωρά τα όσα συμβαίνουν αυτό τον καιρό στο προσκήνιο της δημόσιας ζωής μας, και τα όσα σκοτεινά διαδραματίζονται στα παρασκήνια;


Το αρχικό γεγονός, η «ροζ ιστορία», είναι τόσο ευτελές, που κάθε μεγάλη εξηγητική φόρμουλα θα το απέρριπτε ως λάθος, ένα μακρινό δεκαδικό ψηφίο, που το τρώει το στρογγύλεμα. Ούτε κάποιος Μεγάλος Ανδρας πρωταγωνιστεί εδώ, για να ανατρέξουμε στον Κάρλαϊλ, ούτε κάποιο ξεδίπλωμα του Πνεύματος της Ιστορίας, κατά Χέγκελ, φαίνεται να έχουμε, ούτε ίχνη Πάλης των Τάξεων διαφαίνονται για να στραφούμε στον Μαρξ. Μια ιστορία εντελώς τετριμμένη και κακόγουστη, υλικό όχι Αισχύλου αλλά σαπουνόπερας, όχι Νεύτωνα αλλά… ποιας θεωρίας άραγε;


Εδώ μπαίνει φτερουγίζοντας η πεταλούδα της γνωστότατης φράσης που περιγράφει τη Θεωρία του Χάους ως εκείνη που εξηγεί «μια καταιγίδα στη Βραζιλία από το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Ιαπωνία». Η αναφορά στα μετεωρολογικά φαινόμενα δεν είναι τυχαία, καθώς η θεωρία ξεκίνησε σε μεγάλο βαθμό από τη δουλειά του μετεωρολόγου Εντουαρντ Λόρεντς. Ενα πρωινό του 1961, ο Λόρεντς βγήκε για λίγο από το γραφείο του αφήνοντας να τρέχει στον υπολογιστή κάποιο πρόγραμμα που επεξεργαζόταν ένα καινούργιο μαθηματικό τύπο καιρικής πρόβλεψης. Οταν γύρισε, ύστερα από αρκετή ώρα, πίστεψε ότι ο υπολογιστής του είχε χαλάσει – τόσο πολύ αναπάντεχοι ήταν οι αριθμοί που βρήκε ως αποτελέσματα! Με κάμποσους επανελέγχους, όμως, διαπίστωσε έκπληκτος ότι η αιτία της αναπάντεχης αυτής συμπεριφοράς ήταν ένα ξεχασμένο μακρινό δεκαδικό στοιχείο, το «κάτι» ενός «μηδέν, κόμμα μηδέν μηδέν κάτι» που είχε ξεχάσει να απαλείψει: ένα ξαστόχημα χιλιοστών του χιλιοστού.


Ο λόγος που το Χάος είναι τόσο ευαίσθητο στις αρχικές συνθήκες –το ονομαζόμενο «φαινόμενο της πεταλούδας»–, είναι ότι οι τύποι του βασίζονται στην ανατροφοδότηση. Σε ένα χαοτικό τύπο, η κάθε νέα τιμή είναι συνάρτηση της προηγούμενης. Ετσι, ενώ αν θες να δεις πώς θα εξελιχθεί ένα φαινόμενο την εκατοστή στιγμή βάσει μιας «νευτώνειας» θεωρίας, βάζεις στη θέση της μεταβλητής τον αριθμό 100 και τέλειωσες, στην αντίστοιχη χαοτική περίπτωση θα πρέπει να ξέρεις το αποτέλεσμα για τη στιγμή 99 – αλλά για να μάθεις αυτήν να ξέρεις την 98, και ούτω καθεξής, γυρνώντας τελικά στο 1, την «αρχική συνθήκη». Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που το Χάος ευδοκίμησε με την εμφάνιση των υπολογιστών, που επέτρεψαν τέτοιου τύπου τερατώδεις, απανωτούς λογαριασμούς.


Είναι φανερό ότι οι χαοτικοί τύποι ταιριάζουν πολύ καλύτερα σε φαινόμενα όπου μια ελάχιστη αρχική κίνηση μπορεί να οδηγήσει σταδιακά σε τεράστιες αλλαγές. Μήπως λοιπόν μπορούν να σκεφτούμε και κάποια σχέση με τη χιονοστιβάδα της υπόθεσης Ζαχόπουλου; Με άμεσο τρόπο, σίγουρα όχι. Αν και το Χάος παράγει ισχυρά αποτελέσματα στις θετικές επιστήμες, και έχει κάποιες πρώτες επιδράσεις –ακόμη αμφίβολης σημασίας– στα οικονομικά, στις κοινωνικές επιστήμες δεν διαφαίνεται σοβαρή εφαρμογή. Ο λόγος βέβαια είναι απλός: οι μεταβλητές που ορίζουν τον κοινωνικό βίο είναι τόσο πολλές και τόσο σύνθετες που συχνά ούτε καν να κατονομαστούν μπορούν, πόσω μάλλον να χωρέσουν σε εξισώσεις.


Μα υπάρχει ένα σαφές, πλην έμμεσο δίδαγμα. Ακόμη και με τα πιο σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία, προσωπική συμπεριφορά δεν μπαίνει σε τύπους, δεν λογαριάζεται μαθηματικά. Ας οδηγήσει αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση τους δημόσιους άνδρες σε μεγαλύτερη συναίσθηση ευθύνης, σε πιο γερή δόση του υγιούς φόβου που, κατά την παροιμία, φυλάει τα έρημα. Ας μάθουν επιτέλους να μην παρασύρονται τόσο από τη μέθη της εξουσίας, που ανεξέλεγκτη από τη συνείδηση και τους κανόνες παντού και πάντα διαφθείρει, και οδηγεί σε απανωτά ξαστοχήματα.


Αν πρέπει κάτι να διασωθεί από την παραδοσιακή –τολμώ να την ονομάσω συντηρητική– προσέγγιση στην πολιτική, είναι η αναφορά σε αξίες που ξεπερνούν το εδώ και τώρα, σε δοκιμασμένα πρότυπα και, πάνω απ’ όλα, ο σεβασμός σε προσταγές που δεν υπαγορεύει το κατά κανόνα υπερτροφικό Εγώ του κυρίου τάδε ή της κυρίας δείνα, αλλά το σμίλεμα του χρόνου. Ας θυμηθούν λοιπόν οι δημόσιοι άνδρες κάποια πανάρχαια μαθήματα από ετούτη τη σκοτεινή ιστορία: οι ηγέτες να επιλέγουν τους συνεργάτες τους όσο το δυνατόν πιο αξιοκρατικά, βάσει αποδεδειγμένης αξίας και αναγνωρισμένων ικανοτήτων, οι δημόσιοι λειτουργοί να σέβονται το μέτρο και να μην ψηλώνει ο νους τους, οι δημοσιογράφοι να υπακούουν στους νόμους της τέχνης τους.


Ο κόσμος είναι χαοτικός και απρόβλεπτος και μας οδηγεί – με τη συνέργεια της ανθρώπινης φύσης– σε συνεχή πεταλουδίσματα. Αν κάνουμε όμως καλύτερο κουμάντο, οι καταιγίδες που δημιουργούν μπορεί να μην είναι τόσο καταστροφικές.


* Ο κ. Aπόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.


(δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 27/1/2008)