Από πολύ νωρίς οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας απέκτησαν ανταγωνιστικό χαρακτήρα και εδραιώθηκε μια αίσθηση παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, όπου το όποιο κέρδος της μιας χώρας ήταν σε βάρος της άλλης.

Από πολύ νωρίς οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας απέκτησαν ανταγωνιστικό χαρακτήρα και εδραιώθηκε μια αίσθηση παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, όπου το όποιο κέρδος της μιας χώρας ήταν σε βάρος της άλλης. Τρεις παράγοντες έπαιξαν κεντρικό ρόλο:

 Α. Η ιστορία (πολεμικές συγκρούσεις, μακρά οθωμανική κατοχή, εδαφική επέκταση της νεότερης Ελλάδας ως τους Βαλκανικούς Πολέμους και παράλληλη συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εθνοκάθαρση και ανταλλαγή πληθυσμών και συνολικά έντονα αρνητικές ιστορικές μνήμες που αποτελούν ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη αρνητικών αντιλήψεων και αισθημάτων «αιώνιας» εχθρότητας έναντι του Άλλου).

Β. Οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και κυρίως η απόσταση των Δωδεκανήσων και άλλων νησιών του Αιγαίου καθώς και της Κύπρου από την Τουρκία, αλλά και η πιθανή ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογοναθράκων στο Αιγαίο.

Γ. Η ιδιομορφία της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία με τον ειδικό ρόλο και την επιρροή των ΤΕΔ, τη δυσχέρεια απεξάρτησης από (νέο)οθωμανικές αντιλήψεις, καθώς και τα ισχυρά ρεύματα εθνικισμού (παράγοντας σαφώς μειούμενης σημασίας στην Ελλάδα).

 Το στρατηγικό ενδιαφέρον και η ανάμειξη των μεγάλων δυνάμεων, ΗΠΑ και Βρετανίας (ιδιαίτερα στο Κυπριακό), περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Ύστερα από αρκετές δεκαετίες ιδιαίτερα κακών σχέσεων έχουμε εισέλθει από το 1999 σε μία περίοδο χαμηλής έντασης και προσέγγισης. Βεβαίως δεν έχουν εκλείψει οι περιοδικές εντάσεις και οι μίνι κρίσεις ούτε έχει μεταβληθεί η συμπεριφορά της Τουρκίας σε θέματα Αιγαίου και δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στα ζητήματα διαφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

 Όσον αφορά το μέλλον, δεν διαφαίνονται άμεσες προοπτικές για σημαντική πρόοδο ούτε θα πρέπει να αναμένεται κάποια χειρονομία καλής θέλησης από την Άγκυρα. Ανασχετικούς παράγοντες αποτελούν οι ευαίσθητες ισορροπίες στο εσωτερικό της Τουρκίας και η αναβίωση του «Συνδρόμου των Σεβρών» λόγω του Β. Ιράκ και του κουρδικού ζητήματος γενικότερα, καθώς και των τριβών στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, η απουσία ορατού «ευρωπαϊκού οφέλους» για την Άγκυρα, το συνεχιζόμενο αδιέξοδο στο Κυπριακό και οι αναμενόμενες δυσχέρειες αποδοχής από τον ελληνικό πολιτικό κόσμο (εν πολλοίς λόγω περιορισμένης γνώσης των θεμάτων) και την κοινή γνώμη (λόγω ελλιπούς ή λανθασμένης ενημέρωσης) μιας λύσης που θα κινείται στη λογική του αμοιβαίου (αλλά όχι υποχρεωτικά ισόρροπου) συμβιβασμού.

Εξάλλου, οι πρόσφατες κινήσεις της Άγκυρας δημιουργούν την εντύπωση ευθυγράμμισης, αν όχι απόλυτης ταύτισης, του κ. Ερντογάν (και του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ) με τις απόψεις του κεμαλικού κατεστημένου και τις πάγιες τουρκικές θέσεις. Ίσως γιατί δεν επιθυμεί να επιβαρύνει περισσότερο τις τεταμένες σχέσεις ανοίγοντας ένα ακόμη μέτωπο αντιπαράθεσης με τους στρατηγούς, προτιμώντας να ξοδέψει πολιτικό κεφάλαιο σε εσωτερικά ζητήματα υψηλότερης (κατά τον κ. Ερντογάν) προτεραιότητας. Αυτό ίσως εξηγεί αλλά δεν δικαιολογεί την όχι ιδιαίτερα εποικοδομητική στάση της τουρκικής κυβέρνησης.

Η Ελλάδα έχει στηρίξει την πολιτική της απέναντι στην Τουρκία στην ελπίδα ότι η ευρωπαϊκή πορεία της θα τη μεταμορφώσει σταδιακά σε έναν καλύτερο γείτονα. Σαφώς και θα πρέπει να συνεχίσουμε να στηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αλλά αφού αυτή η πολιτική δεν φαίνεται να αποδίδει – βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον - και επειδή η σωφροσύνη επιβάλλει να κουβαλάμε μια ομπρέλα όταν βλέπουμε να μαζεύονται μαύρα σύννεφα, καλό θα ήταν να σχεδιάσουμε μια εναλλακτική πολιτική που θα στηρίζεται στους ακόλουθους άξονες:

  • Συνέχιση της προσπάθειας ενίσχυσης των διμερών πολιτικών, οικονομικών και ενεργειακών σχέσεων.
  • Διαχείριση τυχόν προβλημάτων μέσω διπλωματίας και μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
  • Τέλος, επειδή η Τουρκία είναι μια χώρα που καταλαβαίνει και σέβεται την ισχύ, η διατήρηση της ισορροπίας στρατιωτικών δυνάμεων (στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο) θα ενίσχυε σημαντικά τις προοπτικές καλής γειτνίασης.