Τα τελευταίους χρόνια φιλοξενούνται σε καθημερινή σχεδόν βάση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο σωρεία άρθρων, αναλύσεων και σχολίων ενεργειακών εμπειρογνωμόνων, που επιχειρούν να εξηγήσουν τους λόγους της ανόδου των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και να προβλέψουν τις επιπτώσεις τους στην παγκόσμια οικονομία.
Τα τελευταίους χρόνια φιλοξενούνται σε καθημερινή σχεδόν βάση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο σωρεία άρθρων, αναλύσεων και σχολίων ενεργειακών εμπειρογνωμόνων, που επιχειρούν να εξηγήσουν τους λόγους της ανόδου των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και να προβλέψουν τις επιπτώσεις τους στην παγκόσμια οικονομία.

Δικαιολογημένα, γιατί ιστορικά η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του αερίου και κυρίως η προοπτική διατήρησής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα σε υψηλά επίπεδα, εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, προκαλούν άνοδο των επιτοκίων, επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μείωση των πραγματικών εισοδημάτων και της εγχώριας ζήτησης και τελικά οδηγούν σε επιβράδυνση της ανάπτυξης και σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία.

Λίγο όμως έχουν φωτισθεί κάποιες άλλες πτυχές των νέων δεδομένων που δημιουργεί η άνοδος των τιμών πετρελαίου: η σημαντική ενίσχυση της οικονομικής δύναμης των πετρελαιοπαραγωγών χωρών (και των ενεργειακών τους επιχειρήσεων) και η μετεξέλιξή τους πλέον σε ισχυρότατους παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας, με πρωταγωνιστικό μάλιστα ρόλο στις επενδυτικές και χρηματιστηριακές  δραστηριότητες.

Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα και στοιχεία.

Η περίπτωση της Ρωσίας

Η χώρα αυτή είναι γνωστό ότι έχει τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου (τα τελευταία ανέρχονται σε 48 τρις κυβικά μέτρα) και ότι παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην τροφοδοσία των παγκόσμιων αγορών, ιδιαίτερα της Ευρώπης.

Το 2007 η παραγωγή πετρελαίου στη Ρωσία έφτασε τα 490 εκατομμύρια μετρικούς τόνους, που αντιστοιχεί σε 9,8 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα ή στο 11,5% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ η παραγωγή φυσικού αερίου ξεπέρασε τα 660 δις κυβικά μέτρα, εκ των οποίων τα 550 παρήγαγε ο ρωσικός κρατικός κολοσσός  Gazprom.

Μέχρι μόλις πριν 5 χρόνια, η Gazprom ζητούσε εναγωνίως από τους πελάτες της (μεταξύ των οποίων και η ΔΕΠΑ) να συναινέσουν να εκχωρηθούν οι συμβάσεις προμήθειας αερίου σε μεγάλες εμπορικές τράπεζες, προκειμένου να εξασφαλίσει δάνεια για τις απολύτως αναγκαίες (μικρής συνήθως κλίμακας) επενδύσεις στο ρωσικό σύστημα αερίου.
Σήμερα η Gazprom, χάρις στις υψηλές τιμές αερίου τα τελευταία χρόνια, έχει μια θεαματική εκτίναξη των εσόδων και των κερδών της, που της επιτρέπουν όχι μόνο να πραγματοποιεί τις προαναφερθείσες επενδύσεις, αλλά και να δρομολογεί γιγάντια επενδυτικά προγράμματα για την ανάπτυξη μια νέας γενιάς κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Και τούτο, όταν τα κόστη αυτών των επενδύσεων έχουν διπλασιασθεί σε σχέση με το 2000, σύμφωνα με το δείκτη UCCI, του IHS και της CambridgeEnergyResearchAssociates(CERA). 
Τα νέα αυτά κοιτάσματα αερίου, βρίσκονται στη χερσόνησο του Yamal (Bovanenkovoκαι Kharasavey) και στη θάλασσα του Barrents (Shtokman), και πρόκειται να υποκαταστήσουν σταδιακά τα βαίνοντα προς εξάντληση παλαιότερα κοιτάσματα του Urengoi, του Yamburgκαι του Medvezhe μετά το 2011.

Το συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα της Gazpromκατά το 2007 ανήλθε σε 15 δις δολάρια, ενώ μόνον το κόστος ανάπτυξης του κοιτάσματος στο Bovanenkovo και των αναγκαίων αγωγών μέχρι το κεντρικό σύστημα μεταφοράς αερίου στη Δυτική Ρωσία, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 30 δις δολάρια !!!

Τα επενδυτικά σχέδια όμως της Gazprom δεν περιορίζονται μόνον εντός των συνόρων της Ρωσίας.
 
 Στα πλαίσια μιας συνολικότερης στρατηγικής του Κρεμλίνου για την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου και της επιρροής της Ρωσίας με όχημα την ενέργεια, προωθεί μια σειρά μεγάλων σχεδίων σε διεθνείς αγωγούς μεταφοράς αερίου, όπως αυτά του NorthStream στη Βαλτική (προϋπολογισμού άνω των 10 δις δολάρια), του SouthStreamστη Μαύρη Θάλασσα (που ενδιαφέρει και τη χώρα μας), του νέου αγωγού στην ανατολική Κασπία για τη μεταφορά αερίου από το Τουρκμενιστάν (που πρόσφατα εξασφάλισε η Ρωσία και που σε μεγάλο βαθμό ακύρωσε τα σχέδια των ΗΠΑ για τον TransCaspianPipeline), καθώς και άλλων αγωγών για την τροφοδοσία της διψασμένης για ενέργεια Κίνας.

Ταυτόχρονα, ο ρωσικός κολοσσός, ενισχύει τη θέση του στις αγορές άλλων χωρών, όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες κινήσεις του να εξαγοράσει την σερβική μονοπωλιακή εταιρία NISκαι να παίξει ενεργό ρόλο στον ενεργειακό τομέα της  Νιγηρίας. 

Ο νέος ρόλος των πετροδολαρίων στις διεθνείς χρηματαγορές

Ανάλογες κινήσεις πραγματοποιούν και οι υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές  χώρες. 
 
Πρόσφατα το Dubaiαπέκτησε ένα σημαντικό μερίδιο στη Sony, η Σαουδική Αραβία εξαγόρασε τον κλάδο πλαστικών της GeneralElectric, ενώ το AbuDhabiτοποθετεί δισεκατομμύρια δολάρια στη Citigroup.

Πέραν όμως των άμεσων επενδύσεων, οι υψηλές τιμές πετρελαίου έχουν πλέον μετατρέψει τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες και σε πανίσχυρους παίκτες στις διεθνείς χρηματαγορές.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του McKinseyGlobalInstitute, υπολογίζεται ότι με τιμές πετρελαίου στα 70 δολάρια το βαρέλι, οι έξι χώρες του Κόλπου θα έχουν έσοδα από εξαγωγές πετρελαίου 6,2 τρις δολάρια μέχρι το 2020, δηλαδή τρεις φορές περισσότερα από όσα είχαν τα περασμένα 14 χρόνια, ενώ με τιμές 100 δολαρίων το βαρέλι, τα έσοδά τους θα ξεπεράσουν τα 9 τρις δολάρια!!! 

Στην ίδια μελέτη αναφέρεται ότι στο τέλος του 2007, οι μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες (χώρες του Κόλπου, Νορβηγία, Ρωσία, Βενεζουέλα, Νιγηρία και Ινδονησία), είχαν επενδύσει στις διεθνείς χρηματαγορές κεφάλαια που προσεγγίζουν τα 3,8 τρις δολάρια, κατακτώντας για πρώτη φορά στην ιστορία την πρώτη θέση μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων κατηγοριών επενδυτών (οι υπόλοιπες τρεις είναι οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ασίας, τα hedgefundsκαι οι ιδιώτες επενδυτές). 

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι το μυθικό ποσό των 3,8 τρις δολαρίων, αντιστοιχεί μόνον στο 60% των συνολικά επενδυμένων πετροδολαρίων στις διεθνείς χρηματαγορές, αφού ένα άλλο 40% εμπεριέχεται σε τοποθετήσεις πλουσίων ιδιωτών.

Αλλά και στις χρηματιστηριακές αγορές, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου έχει δημιουργήσει εντελώς νέα δεδομένα.

Οι προσδοκίες των επενδυτών για αποκόμιση κερδών από τη συνεχή άνοδο των τιμών του πετρελαίου, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι τοποθετήσεις κεφαλαίων σε δευτερογενή χρηματιστηριακά προϊόντα με βάση το πετρέλαιο (CrudeOilFuturesκαι Options).

Σύμφωνα με τη CERA, το 2007 ο αριθμός των συμβολαίων σε τέτοια προϊόντα στο NewYorkMercantileExchangeανήλθε σε 2,4 εκατομμύρια, έναντι μόλις  800 χιλιάδων το 2002. 

Συμπέρασμα, μπορεί η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου να δημιουργεί πονοκεφάλους στους καταναλωτές και στην παγκόσμια οικονομία, αυτό όμως δεν ισχύει για όλες τις χώρες. Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες δεν επωφελούνται απλά από την άνοδο των τιμών όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά σήμερα συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου και σταδιακά μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές στη διακίνηση κεφαλαίων στις διεθνείς χρηματαγορές.     

* Αντιπρόεδρος ΙΕΝΕ
τ. Γενικός Διευθυντής ΔΕΠΑ