Η διαχείριση των υδάτων στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από παραλείψεις και ελλιπή προγραμματισμό. Διαχρονικά αντιμετωπίζουμε το νερό ως είδος εν αφθονία και σπαταλούμε αλόγιστα τα διαθέσιμα αποθέματα. Την ίδια στιγμή που οι διεθνείς πρωτοβουλίες για τη διαφύλαξη των υδάτινων πόρων ευρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη, στην Ελλάδα σφυρίζουμε αδιάφορα.
Η διαχείριση των υδάτων στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από παραλείψεις και ελλιπή προγραμματισμό. Διαχρονικά αντιμετωπίζουμε το νερό ως είδος εν αφθονία και σπαταλούμε αλόγιστα τα διαθέσιμα αποθέματα. Την ίδια στιγμή που οι διεθνείς πρωτοβουλίες για τη διαφύλαξη των υδάτινων πόρων ευρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη, στην Ελλάδα σφυρίζουμε αδιάφορα.

 Η διαχείριση των αποθεμάτων νερού βρέθηκε στο επίκεντρο του Ετήσιου Συνεδρίου του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum Annual Meeting 2008) που διεξήχθη στο διάστημα 23-27 Ιανουαρίου στο Νταβός της Ελβετίας. Το Συνέδριο ασχολήθηκε με την πορεία των παγκοσμίων αποθεμάτων νερού, την ποιότητα του πόσιμου νερού, αλλά κυρίως τις επιπτώσεις από τη μείωση των υδάτινων πόρων, στους τομείς της υγείας, του περιβάλλοντος, της βιομηχανικής παραγωγής και της γεωργίας.

Η αλλαγή του κλίματος και η δημογραφική έκρηξη επιδεινώνουν το πρόβλημα επάρκειας καθαρού –πόσιμου– νερού και καθιστούν επιτακτική την άμεση λήψη μέτρων. Σήμερα περισσότερα από 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ήτοι το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού ζουν σε περιοχές όπου η επάρκεια πόσιμου νερού ευρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Από το 2025, ο αριθμός των ανθρώπων με «άγχος του νερού» (water stress) αναμένεται να αυξηθεί στα 3 δισεκατομμύρια. 

Η γεωργία ευθύνεται για την άντληση του 70% περίπου των υδάτινων πόρων παγκοσμίως. Η βιομηχανία ευθύνεται για το 23% της παγκόσμιας κατανάλωσης νερού, ενώ μόλις το 7% του νερού καταναλώνεται για πόση. Έτσι, η επίδραση των περιορισμών αποθεμάτων νερού θα γίνει άμεσα αισθητή στο φυσικό περιβάλλον, θα έχει επιπτώσεις στην παγκόσμια υγεία, θα έχει αντίκτυπο στη γεωργική παραγωγή, θα περιορίσει την βιομηχανική ανάπτυξη και θα οδηγήσει σε κάθετη πτώση το βιοτικό επίπεδο.

Σημειώνεται πως απαιτούνται 800 – 4.000 λίτρα για να παραχθεί ένα κιλό σιτάρι, περίπου 2.000 με 16.000 λίτρα νερό για την παραγωγή ενός κιλού βοδινού κρέατος και 2.000 με 8.700 λίτρα νερό για να παραχθεί ένα κιλό βαμβάκι. Χρησιμοποιούμε έως και 300 λίτρα για κάθε πλύσιμο αυτοκίνητου, περίπου 2.700 λίτρα νερό για να παραγάγουμε ένα βαμβακερό μπλουζάκι και περίπου 2 λίτρα νερού για την επεξεργασία ενός λίτρου βενζίνης. Κατά μέσο όρο οι πολίτες στις πλούσιες χώρες χρησιμοποιούμε 3.000 λίτρα νερού την ημέρα. Πίνουμε δε μεταξύ δύο και πέντε λίτρων νερού σε ημερήσια βάση.

Στο Νταβός διεφάνη πως οι κυβερνήσεις ανεπτυγμένων κρατών λαμβάνουν ήδη μέτρα για να αντιμετωπίσουν του κινδύνους από την λειψυδρία. Στην Ελλάδα ακόμη προσπαθούμε για το αυτονόητο. Τα στοιχεία για την εκτίμηση της διαθεσιμότητας υδάτινων πόρων και των αναγκών για νερό ύδρευσης, άρδευσης και για παραγωγή ενέργειας είναι ανεπαρκή. Τα δεδομένα της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων του ΥΠΕΧΩΔΕ, των Διευθύνσεων Υδάτων των 13 Περιφερειών της χώρας, του υπουργείου Αγροτικής Αναπτύξεως και της ΔΕΗ, δεν προσφέρονται για την έκδοση ασφαλών συμπερασμάτων.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε ερώτηση που θέσαμε στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ για τον συνολικό αριθμό των φραγμάτων –ταμιευτήρων νερού που είναι εν λειτουργία στην Ελλάδα, δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν. Από τη στιγμή που ακόμη και τα βασικά αυτά στοιχεία δεν είναι γνωστά, είναι εύλογο να απορεί κανείς για την αποτελεσματικότητα του προγραμματισμού της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Χωροταξίας και γενικά για τη συνολική πολιτική στη διαχείριση του νερού. 

Το 1991 η Αττική είχε βρεθεί αντιμέτωπη με τη λειψυδρία. Ο τότε Πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης, επέβαλε περιορισμούς στην κατανάλωση νερού και αύξησε τα τιμολόγια της ΕΥΔΑΠ, αποτρέποντας έτσι τις καταχρήσεις. Σήμερα οι ημέρες εκείνες έχουν ξεχασθεί. Οι όποιες πρωτοβουλίες εξαντλούνται σε μια απλή ενημέρωση του κοινού για την ανάγκη εξοικονομήσεως νερού, ενώ την ιδία στιγμή από την κακή λειτουργία των δικτύων ύδρευσης, οι απώλειες νερού πανελλαδικώς ανέρχονται ακόμη και στο 40% του καταναλισκόμενου νερού. 

Αν και η σωστή πολιτική για τη διαχείριση του νερού ξεκινά από τις κατά τόπους λεκάνες απορροής υδάτων, στην Ελλάδα οι 22 περίπου λεκάνες απορροής είναι απροστάτευτες. Στην Αττική οι επιπτώσεις είναι προφανείς. Σε γεωτρήσεις και φρεάτια επιστήμονες του ΙΓΜΕ εντόπισαν προσφάτως νιτρικά, ψευδάργυρο, αρσενικό, μόλυβδο και άλλες επικίνδυνες τοξικές ουσίες, αποκαλύπτοντας ότι το Λεκανοπέδιο έχει μολυνθεί επικίνδυνα.

 Για τις παραλείψεις του Ελληνικού Δημοσίου να εκπονήσει μελέτες και να προστατέψει τις λεκάνες απορροής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε εναντίον της Ελλάδας για μη εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Το δε Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε εις βάρος της Ελλάδος καταδικαστική απόφαση στις 31 Ιανουαρίου 2008, για εκπρόθεσμη (και πλημμελή) εφαρμογή της νομοθεσίας περί προστασίας της λεκάνης απορροής των ποταμών.

Κράτος, επιχειρήσεις, αγρότες και πολίτες δείχνουμε ασέβεια απέναντι στις διαθέσιμες ποσότητες νερού. Δεν υπολογίζουμε το κόστος της σπατάλης μας και κοντόφθαλμα παραπέμπουμε τις όποιες αποφάσεις και δράσεις για το μέλλον. Άραγε θα πρέπει η τιμή του νερού να ακολουθήσει την τιμή της βενζίνης για να συνειδητοποιήσουμε την αξία του; Και αν στην ενέργεια υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις, για το νερό δυστυχώς δεν υπάρχουν υποκατάστατα.

(δημοσιεύτηκε στην ΕΣΤΙΑ στις 5/2/2008)