Μπορεί οι μεταλλάξεις του κορωνοϊού να συνεχίζουν να απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα και δη την ευρωπαϊκή εν μέσω θέρους, ωστόσο η πολιτική επικαιρότητα δεν σταματά ειδικά όταν στον ορίζοντα υπάρχουν δύο πολύ σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις, στην Γερμανία τον Σεπτέμβριο και στην Γαλλία την ερχόμενη Άνοιξη. Δύο εκλογικές μάχες που θα καθορίσουν την τροχιά που θα ακολουθήσει και η Ευρώπη μετά την πανδημία. Το μέγα ερώτημα που τίθεται είναι λοιπόν το εάν η Ένωση θα συνεχίσει με αυτό το αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο, το γνωστό σε όλους Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ή αν θα επιλέξει μια πιο ευέλικτη

οικονομική πολιτική. Ήδη έχει τεθεί στο τραπέζι η ανάγκη αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας, που θα δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη και όχι στη δημοσιονομική πειθαρχία.

Υπενθυμίζεται ότι οι  κύριοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας προβλέπουν έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού που δεν ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ και κρατικό χρέος που δεν υπερβαίνει το 60%. Από την άνοιξη του 2020 οι κανόνες αυτοί θεωρούνται "εκτός ισχύος", προκειμένου τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης να έχουν μεγαλύτερα περιθώρια χειρισμών και να μπορούν να παρέχουν οικονομική βοήθεια, να επιδοτούν την εργασία ή να χρηματοδοτούν φορολογικά κίνητρα με στόχο την ανάκαμψη. Οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας αναμένεται να επανέλθουν σε ισχύ το 2023, ωστόσο είναι πλέον κοινή πεποίθηση ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Με το θέμα αυτό αναμένεται να ασχοληθεί και το Παρίσι, που αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2022 και όπως συμπεραίνει κανείς πολλά θα κριθούν από τις εκλογές της Ανοίξεως.  Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι ιδιαίτερα αποδυναμωμένος μετά και την ταπεινωτική  ήττα του στις περιφερειακές εκλογές της Κυριακής. Το κόμμα του δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε μια περιφέρεια, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω την επανεκλογή του. Ποιος όμως θα τον διαδεχθεί; Και όμως η απάντηση δεν είναι εύκολη, καθώς η φερόμενη  ως επικρατέστερη, Μαριν Λεπέν δεν είναι αυτή που ωφελήθηκε στις εκλογές.  Ο Εθνικός Συναγερμός-RN της Μαρίν Λεπέν δεν κατέστη δυνατό να κερδίσει την μοναδική περιφέρεια στην οποία είχε κάποιες ελπίδες, εκείνη της Προβηγκίας-Άλπεων-Κυανής Ακτής, η οποία παρέμεινε στα χέρια της παραδοσιακής γαλλικής Δεξιάς. Μάλιστα οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνεται να επιστρέφουν στο προσκήνιο μετά την εξαφάνισή τους από τον πολιτικό χάρτη τα τελευταία χρόνια λόγω των διαδοχικών  σκανδάλων με τον Φρανσουά Φιγιόν και Νικολά Σαρκοζύ.

Και ενώ στην Γαλλία το τοπίο είναι ακόμη θόλο, στην Γερμανία έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει. Οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ φαίνεται να κερδίζουν το χαμένο έδαφος στις δημοσκοπήσεις και να διευρύνουν το προβάδισμά τους από τους Πράσινους. Σε επίπεδο πολιτικής και δη ευρωπαϊκής, αυτό σημαίνει πολλά. Σημαίνει απλούστατα ότι σε περίπτωση που οι Χριστιανοδημοκράτες διατηρήσουν τα ηνία, το μείγμα της πολιτικής δύσκολα θα αλλάξει. Ότι ο Σόιμπλε και η Μέρκελ θα αποτελούν παρελθόν, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι θα μπουν στο ράφι και οι πολιτικές που ακολούθησαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο νέος ηγέτης της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας

Ο Άρμιν Λάσετ ήταν άλλωστε σαφής: «Κάθε χώρα είναι υπεύθυνη για τα χρέη της, κάτω από τους κανόνες του Μάαστριχτ». Σε συνέντευξή του στους «Financial Times» μίλησε μάλιστα για στροφή στη «δημοσιονομική ορθοδοξία» και το τέλος του «κράτος-προστάτη», που ανέδειξε η πανδημία. Ξεκαθάρισε μάλιστα ότι το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να θεωρηθεί μια πρόσκαιρη επιλογή, η οποία δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον. Συνεπώς ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι σε περίπτωση που η Χριστιανική Ένωση συνεχίσει να κυριαρχεί στην γερμανική πολίτική οποιαδήποτε αλλαγή προς μια μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία ή αμοιβαιοποίηση του χρέους δύσκολα θα υλοποιηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εκτός κι αν υπάρξει κάποιος ισχυρός συνασπισμός από την άλλη πλευρά. Η Ιταλία υπό το  Μάριο Ντράγκι ίσως θα μπορούσε να κάνει την αρχή.