Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την πραγμάτωση ενός μεγάλου οράματος για μια κοινή πορεία των κρατών – μελών που την απαρτίζουν, με στόχο την σύγκλιση αρκετά διαφορετικών πολιτικών συστημάτων, οικονομικών μεγεθών και κοινωνικών χαρακτηριστικών. Η δημιουργία βέβαια μιας κοινότητας με κοινές συντεταγμένες, προϋποθέτει την ύπαρξη δύο βασικών αρχών χωρίς τις οποίες καμία κοινότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει με αποτελεσματικό τρόπο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την πραγμάτωση ενός μεγάλου οράματος για μια κοινή πορεία των κρατών – μελών που την απαρτίζουν, με στόχο την σύγκλιση αρκετά διαφορετικών πολιτικών συστημάτων, οικονομικών μεγεθών και κοινωνικών χαρακτηριστικών. Η δημιουργία βέβαια μιας κοινότητας με κοινές συντεταγμένες, προϋποθέτει την ύπαρξη δύο βασικών αρχών χωρίς τις οποίες καμία κοινότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει με αποτελεσματικό τρόπο. Η πρώτη έχει να κάνει με την υιοθέτηση ενός πολιτικού συστήματος το οποίο θα περιφρουρείται από νόμους και κανονισμούς που δεν θα καταστρατηγούν το δίκαιο και δεν θα δημιουργούν διακρίσεις. Η δεύτερη αρχή αφορά στην ελεύθερη αγορά, να προσεγγίζουν δηλαδή οι κανόνες της αγοράς όσο το δυνατόν περισσότερο τις συνθήκες του πλήρους ανταγωνισμού.

Αν και θα θεωρούσε κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει ήδη μεγάλα βήματα προς τον πρώτο στόχο, την δημιουργία δηλαδή ενός στιβαρού πολιτικού συστήματος, εντούτοις θα ήταν άστοχο να υποστηρίξουμε το ίδιο και για την απελευθέρωση της αγοράς, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αναφερόμαστε στον νευραλγικό τομέα της ενέργειας. Τον τελευταίο καιρό, πράγματι καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία επιδιώκει να απελευθερώσει την αγορά ενέργειας διαλύοντας κατά κάποιο τρόπο τον μονοπωλιακό έλεγχο κρατικών εταιρειών – γιγάντων οι οποίες κυριαρχούν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά ελέγχουν συγχρόνως και το ηλεκτρικό δίκτυο ή αν πρόκειται για το φυσικό αέριο τους αγωγούς που το μεταφέρουν.

Όπως υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, αν τελικά οι κρατικές εταιρείες πουλήσουν τα ηλεκτρικά δίκτυα ή τουλάχιστον τα νοικιάσουν και διαχωριστεί έτσι ο τομέας της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από εκείνον της μεταφοράς, τότε θα υπάρξουν πολλά οφέλη και για τους πολίτες αλλά και για την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη των κρατών μελών. Αυτός ο διαχωρισμός, ο οποίος στην ουσία καταργεί τον απόλυτο έλεγχο των μεγάλων κρατικών εταιρειών, θα ενθαρρύνει νέες εταιρείες να δραστηριοποιηθούν στον τομέα της ενέργειας και να επενδύσουν σημαντικά κεφάλαια σε υποδομές και υπηρεσίες που θα τονώσουν την οικονομία, θα μεγεθύνουν την αγορά και θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια. Αν τελικά επιτευχθεί κάτι τέτοιο και δημιουργηθούν συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού, οι Ευρωπαίοι πολίτες θα μπορούν να αγοράζουν το είδος της ενέργειας που θα προτιμούν και από προμηθευτή της επιλογής τους, κι αυτό φυσικά θα οδηγήσει, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης, και σε φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα αλλά και στην χρήση πιο φιλικών προς το περιβάλλων τρόπων παραγωγής ενέργειας.

Εκείνοι βέβαια που υποστηρίζουν σθεναρά το παραπάνω σχέδιο δεν είναι άλλοι από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν προχωρήσει ήδη στην πλήρη απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς, με την Μεγάλη Βρετανία να κρατάει τα ηνία, να ακολουθούν η Ιρλανδία, η Ολλανδία και η Σουηδία και η Ισπανία να έπεται στον ίδιο ακριβώς δρόμο. Στο αντίπαλο στρατόπεδο πρωτοστατεί η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ τις ακολουθούν άλλες έξι χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Δεν είναι βέβαια δύσκολο να μαντέψει κανείς τον λόγω για τον οποίον η Γαλλία και η Γερμανία αντιστρατεύονται με όλες τους τις δυνάμεις ένα σχέδιο που θα αφαιρούσε από μία κρατική εταιρεία τον ολοκληρωτικό έλεγχο της παραγωγής και της διακίνησης του ηλεκτρικού ρεύματος ή του φυσικού αερίου.

Στην Γαλλία ο τομέας του ηλεκτρισμού ελέγχεται από την κρατική μονοπωλιακή εταιρεία Electricite de France ενώ στην Γερμανία τα μεγαλύτερα κομμάτια στην ενεργειακή πίτα τα κατέχουν οι εταιρείες – κολοσσοί, RWE και E.ON. Σαφώς τις μεγαλύτερες απώλειες από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου πρόκειται να τα υποστούν οι παραπάνω εταιρείες με αποτέλεσμα να δημιουργείται έντονη ανησυχία σε Γαλλία και Γερμανία την οποία και πρόκειται να εκδηλώσουν οι δύο χώρες στην επικείμενη συνάντηση των υπουργών ενεργείας των Ευρωπαϊκών κρατών στις 28 Φεβρουαρίου. Η φαρέτρα των επιχειρημάτων τους βέβαια κάθε άλλο παρά άδεια θα είναι αφού υπάρχουν εύλογες ενστάσεις ότι ένα τέτοιο άνοιγμα της αγοράς ενέργειας θα είχε καταστροφικές συνέπειες όχι μόνον για την οικονομία των δύο χωρών αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. Τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία φοβούνται ότι το συγκεκριμένο μέτρο θα αποδυναμώσει ανησυχητικά τις κυρίαρχες εταιρείες με αποτέλεσμα την διείσδυση στις εθνικές ενεργειακές αγορές ξένων εταιρειών με αμφίβολα συμφέροντα. Έπειτα αν μειωθεί ο χώρος δράσης μέσα στον οποίον κινούνται οι κρατικές εταιρείες, δεν θα μπορούν αυτές να κάνουν επενδύσεις μακροχρόνιου σχεδιασμού αφού θα χαθεί ένα μεγάλο μέρος από τον μονοπωλιακό τους χαρακτήρα και άρα από την σταθερότητα που χρειάζονται για να δραστηριοποιηθούν με ευκολία.

Στις 29 Ιανουαρίου μάλιστα, οι οχτώ χώρες που αντιδρούν στον διαχωρισμό μεταξύ παραγωγής και δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπέβαλαν ένα εναλλακτικό σχέδιο που όπως υποστηρίζουν αποτελεί μία ενδιάμεση λύση στις μέχρι τώρα προτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Κομισιόν είχε προτείνει είτε τον απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων, το οποίο θα ήταν και το πιο επιθυμητό για την ΕΕ είτε την λύση της εκμίσθωσης του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας από τις κρατικές εταιρείες σε ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Η τρίτη λύση απ’ την άλλη που κομίζουν τα οχτώ κράτη – μέλη έχει να κάνει με τη δημιουργία ανεξάρτητων εταιρειών οι οποίες δεν θα εξαρτώνται, τουλάχιστον με απόλυτο τρόπο, από τις μητρικές εταιρείες αλλά θα έχουν διαφορετικό όνομα, διαφορετική διοίκηση και προσωπικό, κάτι δηλαδή που θα θυμίζει έντονα θυγατρικές. Κι αυτό γιατί πολύ απλά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας θα παραμείνουν στις μητρικές εταιρείες(π.χ. βλέπε προτεινόμενη συνεργασία μεταξύ ΔΕΗ και RWE για την ίδρυση θυγατρικής ώστε να κατασκευαστούν μονάδες λιθάνθρακα). Επίσης τα οχτώ κράτη μέλη κατέθεσαν πρόταση έτσι ώστε η ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή κάθε κράτους να δίνει το δικαίωμα σε ανταγωνιστικές εταιρείες να δραστηριοποιηθούν στο τομέα της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας αν οι μητρικές εταιρείες δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος μιας επένδυσης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έδειξε βέβαια να πείθεται από τις προτάσεις των οχτώ μελών και αμφισβητεί έντονα ότι θα μπορούσε μία τέτοια στρατηγική να οδηγήσει πραγματικά στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Ωστόσο δεν την αποκλείει αλλά αφήνει το θέμα ανοικτό ευελπιστώντας ότι θα κατατεθούν κι άλλες προτάσεις οι οποίες θα διασφαλίζουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο το άνοιγμα της αγοράς. Το πρόβλημα βέβαια για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ πιο περίπλοκο από την αποδοχή ή μη κάποιων προτάσεων που έχουν να κάνουν με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Το μεγάλο δίλημμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει να κάνει με την πολιτική και οικονομική ταυτότητά της. Όσο δηλαδή πιο συμπαγές γίνεται το ρυθμιστικό πλαίσιο, και οι κανονισμοί που ψηφίζονται τόσο μεγαλύτερος παρεμβατισμός δημιουργείται στην αγορά, περιορίζοντας την ελεύθερη βούληση και συρρικνώνοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Από την άλλη όσο χαλαρώνει ο παρεμβατισμός, η αγορά λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες αλλά μειώνεται ο συμπαγής πολιτικός κορμός της ΕΕ που είναι αναγκαίος για να υπάρξει ουσιαστική ένωση μεταξύ των κρατών μελών. Σε κάθε περίπτωση η πορεία της ενοποίησης της Ευρώπης δεν έχει τελειώσει αλλά αντίθετα πρέπει να διανύσει ακόμα, μια μεγάλη απόσταση σ’ έναν δρόμο γεμάτο εμπόδια και δυσδιάκριτους στόχους.