Είναι ειρωνικό ότι σε μια εποχή που το φυσικό αέριο δέχεται υπαρξιακή επίθεση στην Ευρώπη, οι υψηλές τιμές συνωμοτούν με εκείνους που στοχεύουν στην κατάρρευσή του. Παρόλο που αυτές οι υψηλές τιμές είναι προσωρινό φαινόμενο, ενθαρρύνουν και επιταχύνουν τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη οφείλονται εν μέρει στο σχέδιο της Gazprom να αλλάξει τον τρόπο προμήθειας φυσικού αερίου -επί του παρόντος μέσω της Ουκρανίας- μέσω του νέου αγωγού

Nord Stream 2. Προκειμένου να ασκήσει πίεση στις αρχές της ΕΕ για την έγκριση του Nord Stream 2, η Gazprom τηρεί αυστηρά τις συμβατικές της υποχρεώσεις και δεν παρέχει τις συμπληρωματικές ποσότητες φυσικού αερίου που η Ευρώπη εκτιμά ότι χρειάζεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 2021, ανεβάζοντας έτσι τις τιμές.

Εν τω μεταξύ, ο προτεινόμενος κανονισμός για την ενεργειακή ταξινομία της ΕΕ, ο οποίος αποσκοπεί στην παροχή σαφήνειας στους επενδυτές και στις χρηματοπιστωτικές αγορές σχετικά με αυτά που θεωρούνται βιώσιμα έργα -ιδίως εκείνα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή- αντιμετωπίζει καθυστερήσεις. Ο αποκλεισμός της χρηματοδότησης όλων των έργων υποδομής ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου, έχει συναντήσει έντονες συζητήσεις.

Ωστόσο, στις 11 Ιουνίου επιτεύχθηκε συμβιβασμός μεταξύ των χωρών που υποστηρίζουν την πρόταση και εκείνων που αντιτίθενται στον αποκλεισμό όλων των έργων φυσικού αερίου. Σε συζήτηση σχετικά με τον κανονισμό για τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα Ενέργειας (TEN-E) -ο οποίος ορίζει τα έργα που θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα «Έργα κοινού ενδιαφέροντος» (PCI)- οι υπουργοί ενέργειας της ΕΕ συμφώνησαν να τερματίσουν την υποστήριξη για νέα έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Επιτρέπουν όμως μια μεταβατική περίοδο έως το τέλος του 2027 για τη μετατροπή ορισμένων, επιλεγμένων, υποδομών φυσικού αερίου σε υδρογόνο.

Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της μετάβασης θα μπορούσε να διατεθεί χρηματοδότηση για έργα υποδομής για την προμήθεια και εμπορία υδρογόνου, τα οποία θα περιλαμβάνουν επίσης υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία που μετατρέπονται από φυσικό αέριο.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ωστόσο, κατέστησε σαφές ότι η μεταβατική περίοδος δεν πρέπει να σημαίνει παράταση της διάρκειας ζωής των περιουσιακών στοιχείων φυσικού αερίου. Ανέφερε ειδικά ότι «επιλεγμένα έργα θα πρέπει να αποδείξουν πως, έως το τέλος αυτής της μεταβατικής περιόδου, θα παύσουν να είναι περιουσιακά στοιχεία φυσικού αερίου και να μετατρέπονται εξολοκλήρου σε υδρογόνο».

Η συμφωνία περιλάμβανε επίσης εξαιρέσεις για την Κύπρο και τη Μάλτα, οι οποίες δεν είναι ακόμη διασυνδεδεμένες με το διευρωπαϊκό δίκτυο φυσικού αερίου. «Έργα υπό ανάπτυξη ή προγραμματισμό που έχουν εγκριθεί σαν PCI βάσει του προηγούμενου κανονισμού θα διατηρήσουν την έγκρισή τους έως ότου ολοκληρωθεί η διασύνδεση». Με την προϋπόθεση φυσικά ότι τέτοια έργα θα βρουν αγοραστές για το φυσικό αέριο που θα μεταφέρουν και θα εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις. Και που είναι προβληματικό.

Ωστόσο, αυτές οι εξαιρέσεις-διευκολύνοντας ορισμένα έργα φυσικού αερίου κατά τη μεταβατική περίοδο – είναι αρκετά περιορισμένες. Μόλις εγκριθεί, η νέα ταξινόμηση σημαίνει ότι τα έργα φυσικού αερίου θα αποκλειστούν σε μεγάλο βαθμό από μελλοντική χρηματοδότηση εντός της ΕΕ. Και ακόμη και εκείνα που θα εξαιρούνται θα πρέπει να μετατραπούν σε υδρογόνο μετά το τέλος του 2027.

Αυτοί οι συμβιβασμοί πρέπει να εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο -πιθανότατα τον Δεκέμβριο- που ενδέχεται να εξακολουθήσει να κάνει ουσιαστικές αλλαγές, ιδίως καθώς ζήτησε τον περασμένο Ιούλιο τα έργα PCI να ευθυγραμμιστούν με τους νέους στόχους της Ευρώπης για το κλίμα. Ακτιβιστές παροτρύνουν τους ευρωβουλευτές να καθορίσουν διασυνοριακούς κανόνες έργων και να τερματίσουν τη χρηματοδότηση έργων φυσικού αερίου άμεσα.

Επιπτώσεις στο φυσικό αέριο

Όποιος κι αν είναι ο τελικός συμβιβασμός, η μελλοντική κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μειωθεί. Μια πρόσφατη έκθεση που δημοσίευσε η ΕΚ αναφέρει ότι για να επιτύχει τους στόχους μείωσης των εκπομπών, η χρήση φυσικού αερίου στην Ευρώπη πρέπει να μειωθεί κατά περίπου 32%-37% έως το 2030, στον δρόμο προς την εξάλειψή του έως το 2050.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε νέα υποδομή φυσικού αερίου διατρέχει τον κίνδυνο να καταλήξει «λανθάνον περιουσιακό στοιχείο», καθιστώντας τη χρηματοδότηση τέτοιων έργων πολύ πιο δύσκολη. Η ΕΕ δήλωσε ότι διαθέτει ήδη αρκετές υποδομές φυσικού αερίου για να διασφαλίσει τη μελλοντική ασφάλεια του εφοδιασμού, χωρίς να χρειάζεται νέες.

Αυτό υποστηρίζεται επίσης από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA) που δήλωσε τον Μάιο ότι θα χρειαζόταν συνολικός μετασχηματισμός ενεργειακών συστημάτων για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050, συμπεριλαμβανομένης της παύσης όλων των επενδύσεων σε νέα έργα ορυκτών καυσίμων μετά το 2025 – ακόμα και φυσικού αερίου.

Η συζήτηση θα συνεχιστεί, αλλά στην καλύτερη περίπτωση η ΕΕ θα συμφωνήσει να παρατείνει τη χρηματοδότηση μόνο ενός περιορισμένου αριθμού, επιλεγμένων, έργων φυσικού αερίου τα επόμενα λίγα χρόνια.

Ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της ΕΕ Frans Timmermans δήλωσε τον Μάρτιο ότι υπάρχει μόνο «οριακός» ρόλος για το αμετάβλητο ορυκτό φυσικό αέριο κατά τη μετάβαση της ενέργειας και ότι το φυσικό αέριο δεν έχει «βιώσιμο μέλλον» στην Ευρώπη.

Fit-for-55

Στις 14 Ιουλίου, η ΕΚ θα παρουσιάσει το νομοθετικό πακέτο «Fit-for-55». Αυτό περιλαμβάνει μέτρα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, με στόχο το «καθαρό-μηδέν» έως το 2050.

Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει προτάσεις για νέα μέτρα για την εξάλειψη εκπομπών άνθρακα. Για την υποστήριξη του πακέτου «Fit-for-55», υπάρχουν προηγμένες συζητήσεις για την επέκταση του «Σύστηματος Εμπορίας Εκπομπών» (ETS) της ΕΕ στα κτήρια, οδικές μεταφορές και στον ναυτιλιακό τομέα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η τιμή των εκπομπών άνθρακα καθίσταται ολοένα και πιο σημαντική για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και όχι μόνο. Τώρα ξεπερνά τα €50/τόνο και αναμένεται να φθάσει τα €90-€100/τόνο έως το 2030. Συγκριτικά, η μέση τιμή το 2020 ήταν περίπου €26/τόνο. Αυτό συνέβαλε σημαντικά στην επιβολή ταχύτερης μετάβασης σε καθαρό ηλεκτρικό ρεύμα, εις βάρος των ορυκτών καυσίμων. Η σύσφιξη του ETS και η επέκτασή του σε κτήρια, μεταφορές και στον ναυτιλιακό τομέα αναμένεται να έχει ακόμη πιο δραστικά αποτελέσματα, καθιστώντας τις εκπομπές πολύ ακριβές για τους ρυπαίνοντες – βοηθώντας έτσι την Ευρώπη να επιτύχει τον στόχο των περικοπών εκπομπών κατά 55%.

Αυτό θα αφήσει την Κύπρο χωρίς άλλη επιλογή παρά να αυξήσει σημαντικά τη χρήση καθαρής ενέργειας πολύ πιο γρήγορα και πολύ βαθύτερα από ό,τι έχει επιτευχθεί και έχει υποτεθεί μέχρι τώρα. Σε αντίθετη περίπτωση, θα επιβληθούν ποινές πολύ υψηλότερες από ό,τι μέχρι τώρα. Η Κύπρος πλήρωσε περίπου €85 εκατομμύρια ευρώ το 2020 στο πλαίσιο του τρέχοντος EU-ETS. Χωρίς αλλαγές, αυτό θα διπλασιαστεί το 2021 και θα τετραπλασιαστεί έως το 2030, με ταυτόχρονη επίπτωση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Η επέκταση του ETS σε κτήρια, μεταφορές και στον ναυτιλιακό τομέα θα έχει πολύ πιο σοβαρές συνέπειες – για παράδειγμα μεγάλη αύξηση στην τιμή βενζίνης. Η μόνη επιλογή αντιμετώπισης αυτού είναι η μεγιστοποίηση της μετάβασης σε καθαρή ενέργεια, όπως κάνει και η Ελλάδα που στοχεύει 63% ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ μέχρι το 2030.

Προτεραιότητα της ΕΕ δεν είναι να συλλέγει κυρώσεις από τους ρυπαίνοντες αλλά να εμποδίζει τους ρυπαίνοντες να μολύνουν. Το μήνυμα από την ΕΕ είναι ότι το μέλλον δεν είναι στο φυσικό αέριο, αλλά στην καθαρή ενέργεια. Αυτό πρέπει να γίνει και δική μας προτεραιότητά – όχι μόνο με λόγια αλλά και στην πράξη. Και στη διαδικασία αυτή, να μειωθεί το κόστος της ενέργειας στους Κύπριους καταναλωτές και τη βιομηχανία.

*Ανώτερου συνεργάτη στο Παγκόσμιο Κέντρο Ενέργειας του Ατλαντικού Συμβουλίου

(Από politis.com.cy)