Επαγγελματίες του τομέα υγείας, καθώς και τεχνικοί ανεμογεννητριών και επαγγελματίες που εξειδικεύονται στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών κυριαρχούν στη διεθνή ζήτηση για στελέχωση νέων θέσεων εργασίας και αναμένεται να παραμείνουν σε ζήτηση την επόμενη δεκαετία, διατρέχοντας μικρότερο κίνδυνο από την αυτοματοποίηση συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα. Η ραγδαία ανάπτυξη που γνωρίζουν οι ανανεώσιμες

 

πηγές ενέργειας είναι παγκόσμια τάση. Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, με τη μετάβαση σε οικονομία μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα, προβλέπεται να ανοίξουν πάνω από 20 εκατ. νέες θέσεις εργασίας. Ειδικά στην Ελλάδα, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει τη δημιουργία 35.000 νέων θέσεων εργασίας, ενώ η πράσινη μετάβαση είναι ο πιο ισχυρός πυλώνας του ελληνικού ταμείου ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0», που θα δημιουργήσει συνολικά 180.000 - 200.000 θέσεις εργασίας. Ας σημειωθεί ότι ο κλάδος της ενέργειας συντηρεί ήδη πάνω από 50.000 θέσεις εργασίας, οι περισσότερες από τις οποίες στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο καυσίμων. Οι νέες θέσεις αφορούν σε μεγάλο βαθμό την εγκατάσταση και διαχείριση νέων τεχνολογιών. Επιπλέον, τόσο στον κλάδο της ενέργειας όσο και στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας η ζήτηση επικεντρώνεται σε στελέχη πληροφορικής και διαχείρισης δεδομένων.

Παγκοσμίως επίσης αυξάνεται η ζήτηση για στατιστικολόγους, αναλυτές ασφάλειας πληροφοριών, επιστήμονες δεδομένων και μαθηματικούς, ως αποτέλεσμα του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων, αλλά και της αύξησης της εξ αποστάσεως εργασίας που επιταχύνθηκε μετά την εμφάνιση της πανδημίας.

Οι τάσεις της δεκαετίας συμπληρώνονται με τη ζήτηση για νοσηλευτές, βοηθούς φυσικοθεραπευτών, βοηθούς σε κατ’ οίκον φροντίδα, αλλά και διευθυντικά στελέχη υπηρεσιών υγείας. Πρόκειται για τις ανάγκες που προκύπτουν από τον αυξανόμενο πληθυσμό των baby boomers και την αύξηση των χρόνιων παθήσεων, σύμφωνα με έρευνες.

Τα νέα δεδομένα

Μόνο στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας (BLS), αναμένεται να δημιουργηθούν 11,9 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας μέχρι το 2030, με ρυθμό ανάπτυξης 7,7% και με τους οικιακούς βοηθούς υγείας και προσωπικής φροντίδας θα αντιπροσωπεύουν πάνω από ένα εκατομμύριο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μερίδιο στις νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες είναι και οι χαμηλότερα αμειβόμενες.

Η πανδημία άλλαξε άρδην το τοπίο στην αγορά εργασίας, όπως επιβεβαιώνουν και τα δεδομένα του LinkedIn, που αναδεικνύουν πρωταγωνιστές στο νέο περιβάλλον το ψηφιακό μάρκετινγκ και τους επαγγελματίες ψηφιακού περιεχομένου. Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου έχει επίσης αναδείξει ευκαιρίες για στελέχη τόσο στη διαχείριση παραγγελιών όσο και στις εξατομικευμένες υπηρεσίες πώλησης. Οι προσλήψεις στη συγκεκριμένη κατηγορία αυξάνονται με ρυθμό πάνω από 70% διεθνώς, ενώ ισχυρή ζήτηση καταγράφεται και στην εγχώρια αγορά, με τις πληροφορίες από εταιρείες ανθρώπινου δυναμικού να αναφέρουν ζήτηση κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αναζητούν ψηφιακές λύσεις για να τονώσουν τα έσοδά τους.

Εμπειρογνώμονες δανείων εμφανίζουν επίσης υψηλή ζήτηση, με αύξηση προσλήψεων 59% το 2020 συγκριτικά με το 2019, σύμφωνα με έρευνα του LinkedIn. Και τα συγκεκριμένα στοιχεία επιβεβαιώνουν την τάση αύξησης των επαγγελματιών υγείας, των συμβούλων επιχειρήσεων και των εμπειρογνωμόνων σε θέματα διαφορετικότητας στην εργασία.

Οι τάσεις και οι κίνδυνοι της αυτοματοποίησης

Η PwC προσδιορίζει τρία κύματα αυτοματοποίησης που θα επηρεάσουν την αγορά τη δεκαετία του 2030: ένα αφορά την ανάπτυξη αλγορίθμων που αυτοματοποιούν απλές υπολογιστικές εργασίες και την ανάλυση δομημένων δεδομένων, ένα άλλο αφορά την αυτοματοποίηση επαναλαμβανόμενων εργασιών, όπως συμπλήρωση εντύπων, επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών με στατιστική ανάλυση μη δομημένων δεδομένων, και το τρίτο επικεντρώνεται στην αυτοματοποίηση της σωματικής εργασίας και στη χειρωνακτική δεξιότητα που καλείται να μιμηθεί μια μηχανή, όπως π.χ. οι αυτοματισμοί σε υποδομές logistics, γραμμές παραγωγής, οχήματα χωρίς οδηγό κ.ά. Το εκτιμώμενο μερίδιο των υφιστάμενων θέσεων εργασίας που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αυτοματοποιηθούν μέχρι τη δεκαετία του 2030 ποικίλλει μεταξύ των χωρών, από περίπου 22% στην Ελλάδα, τη Φινλανδία και τη Νότια Κορέα, έως 44% στη Σλοβακία. Οι χώρες με παρόμοιες επιδόσεις στην αγορά εργασίας και ανάλογες οικονομικές δομές έχουν εν πολλοίς παρόμοια επίπεδα πιθανών αυτοματισμών. Βιομηχανικές οικονομίες με σχετικά άκαμπτες αγορές εργασίας, οικονομίες που κυριαρχούνται από τις υπηρεσίες, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, σκανδιναβικές χώρες με υψηλά ποσοστά απασχόλησης και επίπεδα δεξιοτήτων και τέλος οι οικονομίες της Ανατολικής Ασίας με υψηλά επίπεδα τεχνολογικής προόδου και εκπαίδευσης εμφανίζουν διαφορετικές ταχύτητες αυτοματοποίησης σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Η δομή της βιομηχανίας είναι σημαντική, καθώς, σύμφωνα με την ανάλυση της PwC, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τείνουν να έχουν σχετικά υψηλά ποσοστά απασχόλησης σε τομείς όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, οι οποίοι είναι σχετικά πιο εύκολο να αυτοματοποιηθούν με ορίζοντα τη δεκαετία του 2030. Τα ποσοστά αυτοματισμού διαφέρουν επίσης μεταξύ των χωρών επειδή διαφέρουν τα μοντέλα εργασίας.

Αν και τα επίπεδα αυτοματισμού εξελίσσονται και διαφοροποιούνται μετά την πανδημία στις διάφορες χώρες, οι θέσεις εργασίας σε πιο τεχνολογικά προηγμένες χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα ενδέχεται να διατρέχουν άμεσο κίνδυνο, καθώς οι υπολογιστικές εργασίες αυτοματοποιούνται στο πρώτο αλγοριθμικό κύμα. Αλλά οι εργαζόμενοι σε αυτά τα κράτη θα μπορούσαν τελικά να αντιμετωπίσουν χαμηλότερους κινδύνους στα μεταγενέστερα κύματα αυτοματισμού που θα εκτοπίζουν τις χειρωνακτικές εργασίες και θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στους εργαζόμενους σε άλλες χώρες με χαμηλότερο μέσο επίπεδο δεξιοτήτων ή/και μεγάλες παραγωγικές βάσεις. Μελετώντας στοιχεία του ΟΟΣΑ διαπιστώνεται ότι ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Σλοβακία (44%) και η Σλοβενία (42%), αντιμετωπίζουν σχετικά υψηλά ποσοστά αυτοματοποίησης, ενώ οι σκανδιναβικές χώρες όπως η Φινλανδία (22%) και οι ασιατικές χώρες όπως η Νότια Κορέα (22%) έχουν σχετικά χαμηλότερα μερίδια υφιστάμενων θέσεων εργασίας που είναι δυνητικά ευάλωτες στην αυτοματοποίηση. Σε αυτή την αξιολόγηση η Ελλάδα εμφανίζει ποσοστό 22%, το οποίο αναλύεται σε μερίδιο θέσεων εργασίας με πιθανά υψηλά ποσοστά αυτοματισμού σε πέντε κλάδους: βιομηχανία περίπου 35%, χονδρικό και λιανικό εμπόριο περίπου 23%, υγεία και κοινωνική εργασία 20%, εκπαίδευση 3% και κατασκευές 25%.

Η ευελιξία

Μια άλλη τάση που διαπιστώνεται είναι ότι ολοένα περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται με ευέλικτες σχέσεις εργασίας και αναπτύσσουν συμπληρωματική επαγγελματική δραστηριότητα. Συχνά νεότεροι εργαζόμενοι προτιμούν πιο ευέλικτες μορφές απασχόλησης έναντι του παραδοσιακού μοντέλου εργασίας. Σύμφωνα με ανάλυση που διεξήγαγε η McKinsey & Company, η κρίση της νόσου Covid-19 θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο 59 εκατ. θέσεις εργασίας στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή διαπιστώνεται ότι στις ΗΠΑ οκτώ στις 20 πιο ευάλωτες στην κρίση θέσεις εργασίας είναι θέσεις στελεχών που απασχολούνται σε γραφεία και σε καθήκοντα για την υποστήριξη της διοίκησης, που αποτελούν το 13% της συνολικής απασχόλησης. Οι θέσεις εργασίας που εμπλέκονται στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στις πωλήσεις, παρουσιάζουν επίσης πτώση, αλλά σε γενικές γραμμές ο κίνδυνος εντοπίζεται σε θέσεις που επηρεάζονται από την αυτοματοποίηση. Η επικάλυψη ωστόσο στις εργασίες που αυτοματοποιούνται με τις νέες τεχνολογίες στα παραδοσιακά καθήκοντα ποικίλλουν ανά επάγγελμα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έρευνα της McKinsey, σχεδόν το 70% των θέσεων εργασίας που θα μπορούσαν να εκτοπιστούν λόγω αυτοματισμού στον τομέα της χονδρικής και του λιανικού εμπορίου κινδυνεύει επίσης λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας της νόσου Covid-19. Ένα άλλο εύρημα έχει να κάνει με το μορφωτικό επίπεδο, καθώς διαπιστώνεται ότι οκτώ στις δέκα θέσεις εργασίας που βρίσκονται σε κίνδυνο ανήκουν σε άτομα που δεν έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Στην Ευρώπη το 50% των θέσεων εργασίας που κινδυνεύουν προέρχεται από την εξυπηρέτηση πελατών και τις πωλήσεις (25%), τις υπηρεσίες που αφορούν τρόφιμα (13%) και κτήρια (12%). Λιγότερο επηρεάζονται οι εργαζόμενοι στην υγεία, την επιστήμη, την τεχνολογία, τη μηχανική, τα μαθηματικά, την εκπαίδευση και τα νομικά επαγγέλματα.

*(Από τη Ναυτεμπορική)