Στη θέσπιση ενός ενιαίου επιδόματος θέρμανσης με διευρυμένο προϋπολογισμό, το οποίο θα χρηματοδοτείται τόσο από τον κρατικό προϋπολογισμό όσο και από τους πόρους του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, προσανατολίζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Με μια αίτηση, η οποία θα υποβάλλεται στην πλατφόρμα «My Θέρμανση» της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

οι δικαιούχοι θα εισπράττουν το επίδομα που τους αναλογεί ανεξάρτητα από το καύσιμο που χρησιμοποιούν για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Η πολυπαραγοντική εξίσωση που πρέπει να λυθεί, προκειμένου να φτάσουμε στις τελικές ανακοινώσεις για τη φετινή επιδοματική πολιτική μέσα σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης, έχει μια ακόμη μεταβλητή: η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν επιτρέπει τη διαφορετική επιδότηση του ενός καυσίμου εις βάρος του άλλου, καθώς τίθεται θέμα παρέμβασης στον ανταγωνισμό.

Έτσι, εκτός απροόπτου, εγκαταλείπεται το ενδεχόμενο δύο διακριτών επιδομάτων, με το ένα να αφορά όλα τα καύσιμα -από πετρέλαιο θέρμανσης και φυσικό αέριο μέχρι pellet, υγραέριο και ξύλα- και το δεύτερο να επικεντρώνεται στην επιδότηση του φυσικού αερίου μετά και την κατάθεση της σχετικής τροπολογίας στη Βουλή την προηγούμενη εβδομάδα. Το ενιαίο επίδομα θέρμανσης θα «κλειδώσει» αφού ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη με προοπτική να υπάρξει συμφωνία μέσα στον Οκτώβριο. Βασικό αντικείμενο των διαβουλεύσεων είναι το τελικό ποσό που θα διατεθεί για το επίδομα θέρμανσης. Ήδη έχει «κλειδώσει» το ποσό των 100 εκατ. ευρώ που έχει εγγραφεί και στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού.

Το ζητούμενο είναι να εξασφαλιστούν επιπλέον 80-100 εκατ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτηθεί και η διεύρυνση της «περιμέτρου» που θα καλύψει το νέο ενιαίο επίδομα. Ουσιαστικά, το οικονομικό επιτελείο, με βάση τους πόρους που θα έχει στη διάθεσή του, θα προσαρμόσει δύο μεταβλητές: πρώτον, το ποσό του «επιδόματος βάσης» (πέρυσι διαμορφώθηκε στα 220 ευρώ και αυτό πολλαπλασιαζόμενο με έναν προκαθορισμένο συντελεστή ανά περιοχή έβγαζε και το τελικό επίδομα) και, δεύτερον, τα εισοδηματικά κριτήρια ώστε να διασφαλιστεί η διεύρυνση της περιμέτρου.

Πέρυσι, επιδοτήθηκαν περίπου 700.000 νοικοκυριά, εκ των οποίων τα 570.000 ήταν καταναλωτές πετρελαίου θέρμανσης και τα περίπου 125.000 φυσικού αερίου. Για φέτος, λόγω της τεράστιας ανατίμησης στο φυσικό αέριο, θα επιχειρηθεί να διευρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η κάλυψη των νοικοκυριών που καταναλώνουν φυσικό αέριο, χωρίς όμως να υπάρξει ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με τους καταναλωτές του πετρελαίου θέρμανσης, οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους έχουν να αντιμετωπίσουν μια τεράστια ανατίμηση, η οποία φτάνει στο 37%-40% σε σχέση με πέρυσι.

Η πλατφόρμα «my θέρμανση,» που δημιουργήθηκε πέρυσι, διασφαλίζει μια βασική απαίτηση και των θεσμών: τη χορήγηση οικονομικών ενισχύσεων με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια και όχι «οριζόντια». Αυτή η «απαίτηση» υπάρχει και στην τροπολογία που κατατέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στη Βουλή για την ενίσχυση των καταναλωτών που θερμαίνονται με φυσικό αέριο.

Δεδομένου ότι με την πλατφόρμα η χώρα έχει χωριστεί σε περίπου 200.000 τετράγωνα, το επίδομα διαφοροποιείται με βάση όχι μόνο το εισόδημα και τη σύνθεση του νοικοκυριού, αλλά και με βάση τις ώρες που πρέπει να λειτουργεί η θέρμανση μέσα στον χειμώνα προκειμένου να διατηρηθεί η θερμοκρασία στα επιθυμητά επίπεδα. Έχοντας έτοιμο αυτό το υπόβαθρο, το οικονομικό επιτελείο καλείται τώρα να φτιάξει το τελικό σχέδιο με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια αλλά και το ποσό του επιδόματος.

Ήδη, αξιοποιούνται τα ευρήματα από τις φετινές φορολογικές δηλώσεις οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες λόγω της πανδημίας και της μείωσης των εισοδημάτων που προκάλεσε. Δεδομένου όμως ότι το επίδομα θέρμανσης θα καταβληθεί ακριβώς με βάση αυτά τα εισοδήματα, οι υπολογισμοί γίνονται βάσει των όσων ανεγράφησαν στις φετινές φορολογικές δηλώσεις. Η πρόθεση είναι να αυξηθεί η περίμετρος του επιδόματος. Ωστόσο, το τελικό νούμερο του εισοδηματικού κριτηρίου θα προκύψει αυστηρά με βάση τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. Εκτιμάται πάντως ότι με την αύξηση του εισοδηματικού ορίου κατά περίπου 20%, δηλαδή από τα 12.000 ευρώ στα 14.000 ευρώ για τον εργένη και από 20.000 ευρώ στα 24.000 ευρώ για τον παντρεμένο, ο αριθμός των δικαιούχων μπορεί να φτάσει ακόμη και στα 800-900 χιλιάδες νοικοκυριά.