«Ο εγωισμός ήταν από πάντα η μάστιγα της κοινωνίας και όσο μεγαλύτερος ήταν αυτός, τόσο χειρότερη η κατάσταση της κοινωνίας» (Giacomo Leopardi) -
Η πανδημία, που ξέσπασε το 2019, (αν)έδειξε επιστημονικά ήθη και ανθρώπινα φερσίματα που προηγουμένως δεν ήταν τόσο ορατά στη δημόσια σφαίρα. Αυτή η παρατεταμένη περίοδος μαζικής επικοινωνίας και «επιστημονικής ηθοφάνειας», σκιαγράφησε, κάπως πιο έντονα, δυο γενικές τάσεις στο πεδίο των επιστημών

Για να γίνει η διάκριση αυτών των τάσεων, πρέπει προηγουμένως να γίνει μια απαραίτητη παραδοχή: οι επιστήμες – με εξαίρεση τα μαθηματικά που νοούνται ως καθαρή επιστήμη γιατί διέπεται από αναντίρρητους κανόνες, χωρίς ανάγκη εμπειρικής επαλήθευσης – είναι εννοιολογικά συστήματα που επιτρέπουν στον άνθρωπο, με τις πεπερασμένες νοητικές του ικανότητες, όσο αυτές έχουν καλλιεργηθεί και αναπτυχθεί, να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιβάλλει και την ίδια στιγμή να ανακαλύψει πρακτικές εφαρμογές, κυρίως μέσω της τεχνικής και της τεχνολογίας, για να προστατέψει την ύπαρξή του από τις άγριες διαθέσεις της φύσης και να βελτιώσει τη ζωή του.

Η πρώτη τάση αφορά τις επιστήμες που έχουν ως αντικείμενό τους της μελέτη της μορφής, του σχήματος και της υφής, του κόσμου, δηλαδή, με άλλα λόγια, το πώς είναι αυτός «κατασκευασμένος» και τι μπορεί να δημιουργηθεί (ή καλύτερα μετασχηματιστεί) από την πρώτη ύλη και την ενέργειά του. Αυτές περιλαμβάνουν τη Φυσική και όλες τις παράγωγες επιστήμες: από τη μηχανολογία και την κλιματολογία, μέχρι την αστροφυσική και την κβαντομηχανική. Είναι, επομένως υποσύνολα γνώσεων που ενώ κάποια αφορούν και επηρεάζουν σημαντικά τη ζωή του ανθρώπου, δεν τον θέτουν απολύτως στο κέντρο τους. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν όλες εκείνες οι επιστήμες που έχουν περισσότερο «ανθρωποκεντρικό» χαρακτήρα, όπως η ιατρική, η νομική, η βιολογία κ.α. Πολλοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας, ας πούμε της Φυσικής, στην εποχή μας, παραδόξως θα έλεγε κανείς, δεν ασπάζονται πλέον, με το πάθος του παρελθόντος, ακλόνητες θετικιστικές λογικές που θέλουν σταθερούς νόμους, κανόνες και σκοπούς. Ούτε θεωρούν σχεδόν τα πάντα εξηγήσιμα και επιλύσιμα με εργαλεία και όργανα ανίχνευσης/μέτρησης που έχουμε στη διάθεσή μας ή θα αποκτήσουμε στο μέλλον. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για μια Φυσική που γίνεται, θα λέγαμε, πιο «ουσιοκρατική». Πράγματι, βλέπουμε σε επιστήμονες που έχουν συσσωρεύσει μεγάλα αποθέματα γνώσης και ασχολούνται λ.χ. με τη θεωρία των χορδών, όλο και λιγότερες θετικιστικές, ντετερμινιστικές και τελεολογικές προσεγγίσεις. Από την άλλη, στη δεύτερη κατηγορία, έχουμε επιστήμες όπως η βιολογία, η ιατρική, η νευροφυσιολογία κ.α. που τείνουν να ασπαστούν με μεγαλύτερη θέρμη το θετικισμό, φτάνοντας συχνά, με τρόπο έμμεσο ή και άμεσο, στα όρια μιας τεχνολογικής και ψηφιακής «τελεολογίας», γεγονός που συχνά οδηγεί το μυαλό σε ακραίο θετικισμό, υπερβολικό οπτιμισμό για το μέλλον του ανθρώπινου είδους και εν τέλει σε διανοητική στειρότητα ή και αυταρχισμό. Έτσι, η εμπειρική επαληθευσιμότητα και ο ορθολογισμός δείχνει να κατακτά περισσότερο τις «ανθρωποκεντρικές» επιστήμες, οι οποίες στο παρελθόν ήταν αρκετά πιο «ανοιχτές στην ουσία», τόσο με τη μορφή της ανατολικής παράδοσης (δηλαδή το Πρόσωπο και την Υπόσταση), όσο και με της δυτικής (δηλαδή τη Φύση του Θεού).

Πιο συγκεκριμένα, για τα πολυσύνθετα ζητήματα, που σχετίζονται με την πανδημία, ένα μεγάλο τμήμα της συνολικής επιστημονικής κοινότητας – και πολύ σωστά – δεν εξέφρασε γνώμη λόγω αναρμοδιότητας, είτε η γνώμη του αφορούσε το συγκεκριμένο πεδίο της εξειδίκευσής του. Κυρίως εκφράστηκαν προσωπικές πολιτικές απόψεις. Ωστόσο μπορεί να ειπωθεί ότι για τα ζητήματα του υγειονομικού κινδύνου, του φόβου για τον θάνατο και της απώλειας αγαπημένων, που ήρθαν δυναμικά στο προσκήνιο με τον κορωνοϊό, οι εκπρόσωποι της Φυσικής διατήρησαν το νου τους κάπως πιο ανοιχτό στα ενδεχόμενα, όχι μόνο του Θεού, αλλά και της ματαιότητας, της μη εξηγησιμότητας, του «φαλιμπιλισμού» (ο οποίος θεωρεί ότι τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την αλήθεια μιας πίστης). Στον αντίποδα, σε γενικές γραμμές, οι «ορθολογιστές» και οι «θετικιστές» της βιολογίας, της βιοχημείας, της φαρμακολογίας και της ιατρικής, υπό μια έννοια, «κλείστηκαν» στον άνθρωπο και μέσα από το πείραμα, την ανάλυση και την εμπειρική επαλήθευση, προσπάθησαν να τον γλυτώσουν από το θάνατο και τα βάσανα της ασθένειας, ενώ την ίδια στιγμή, κάποιοι άλλοι, προσπάθησαν να τον σώσουν, από την έλευση ενός βιοπολιτικού ολοκληρωτισμού. Κανείς φυσικά δεν μπορεί, ούτε θα έπρεπε, να κατηγορήσει τους πρώτους για αυτή την πιο «κλειστή» ανθρωποκεντρική στάση τους, έχει ωστόσο, αρκετούς λόγους να κατηγορήσει κάποιους από τους τελευταίους, αν όχι για φαντασιοπληξία, τουλάχιστον για υπερβολή. Επιπλέον, στην εποχή μας αντικείμενα όπως λ.χ. η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία, ελλείψει μεγάλων αφηγημάτων (grand narratives), γίνονται συνεχώς περισσότερο «νομοπαρασκευαστικά» και κανονιστικά, τόσο που η ωμή εργαλειακότητά τους θυμίζει κάτι από τις «ακινατικές ιεροδιδασκαλείες» του 1.200 μ.Χ. που, όπως είναι λογικό, δεν μπορούν να συγκινήσουν, ειδικά τις νεαρότερες ηλικίες του 21ου αιώνα, ούτε να δημιουργήσουν ενοποιητικά αφηγήματα. Τα παραπάνω καταδεικνύουν μια φιλοσοφική μετατόπιση στην ιστορία της επιστήμης – που ασφαλώς χρονικά προηγείται κατά πολύ της πανδημίας – ενώ την ίδια στιγμή μπορούν, έστω εν μέρει, να εξηγήσουν τη στάση κάποιων επιστημόνων, κυρίως από την πρώτη κατηγορία, που στα μάτια πολλών φάνηκε σχεδόν «μεταφυσική» ή ακόμη και απάνθρωπη.

Η περαιτέρω ενίσχυση της θρησκείας

Αν εξαιτίας της πανδημίας συντελεστεί μια ενίσχυση της θρησκείας, στον ευρύτερο δυτικό κόσμο, πράγμα όχι απίθανο, επειδή πολλοί θα αναζητήσουν γέφυρες στις σχέσεις τους με τον άλλον άνθρωπο και ανακούφιση από τα τραύματα της αβεβαιότητας και της απώλειας, αυτή θα οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, καί σε εκείνες τις επιστήμες που διατήρησαν ανοιχτά όλα τα υπαρξιακά ενδεχόμενα, παραμένοντας ωστόσο πιστές στην κοινή λογική και σε έναν ήπιο ορθολογισμό. Αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, τότε μετά το πέρας της πανδημίας, θα πρέπει να περιμένουμε μια ισχυροποίηση της θρησκευτικής πίστης, πράγμα που ασφαλώς μένει να φανεί – όχι μόνο αν θα συντελεστεί μαζικά, αλλά και πού θα οδηγήσει. Βέβαια, θα ήταν δύσκολο να μιλήσουμε σήμερα για επιστροφή στη θρησκεία, με την έννοια της αναγνώρισης του θείου. Περισσότερο πιθανό είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο, απότοκο της ανάγκης των ανθρώπων για παρηγοριά, για μια συνηθισμένη ζωή και επιστροφή στην κανονικότητα. Διότι πραγματική επιστροφή στη θρησκεία θα σήμαινε αναγνώριση του θείου ως τον ακρογωνιαίο λίθο που δομεί τους κοινωνικούς θεσμούς και τις ανθρώπινες σχέσεις κάτι που η νεωτερική κοινωνία, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να ανεχτεί, πιθανότατα γιατί θα σήμαινε την αποσύνθεσή της. Άλλωστε, αν εξεταστούν μακροσκοπικά, όλες οι κοινωνίες είναι ήδη «θρησκευτικές», συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, με την έννοια ότι οργανώνονται στη βάση ενός συνόλου δογμάτων, η κριτική των οποίων παρεμποδίζεται ή και απαγορεύεται αυστηρά, διότι ανέκαθεν τα δόγματα απαιτούν -μαζί με άλλα πράγματα- καί τυφλή πίστη.

Πάντως, τις τελευταίες δεκαετίες το βάρος της θρησκείας, ειδικά στη ζωή των νέων ανθρώπων, δείχνει να αυξάνεται διότι από τη μια υπάρχει ένα κενό αξιών και νοημάτων – που η επιστήμη και η τεχνοεπιστήμη δεν μπορούν να πληρώσουν – και από την άλλη συντελείται μια ραγδαία ανάπτυξη και επέκταση του ισλαμικού κόσμου. Αυτές οι ενδείξεις ενισχύουν την άποψη ότι η συνολική επιρροή της θρησκείας, στην ιστορία του πλανήτη, φαίνεται να μεγαλώνει. Αυτή η επιρροή βεβαίως δεν αφορά κυρίως τη Δύση, όπου η επιστήμη ενδέχεται να βγει εξίσου ενισχυμένη μετά την πανδημία, ειδικά αν καταφέρει να την αντιμετωπίσει οριστικά. Αξίζει πάντως να σκεφτεί κανείς τη σφοδρότητα των συγκρούσεων μεταξύ σουνιτών και σιιτών – καί στο επίπεδο των ιδεών – που συνέβαλε στην γενικότερη άνοδο του Ισλάμ στο σύγχρονο κόσμο. Ένα Ισλάμ που ενώ ενισχύεται σημαντικά παντού, οι τρόποι και οι σκοποί του παραμένουν σχεδόν άγνωστοι στη Δύση, καθώς ελάχιστοι δυτικοί ασχολούνται συστηματικά με την μελέτη του, ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο, λογικό-κατανοητικό βήμα,

Όπως και να’χει, αν όντως συμβεί μια θρησκευτική «αναβίωση», με τρόπο αξιοσημείωτο, προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα: θα είναι οι σύγχρονες χριστιανικές Εκκλησίες αρκετά ώριμες και έτοιμες να διαχειριστούν αυτή τη (επι)στροφή για το καλό του δυτικού κόσμου; Θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν όσους καιροφυλακτούν έχοντας διακαή πόθο να αποδείξουν τη θεωρία ότι η θρησκεία (και η χριστιανική) υπάρχει απλά για να καλλιεργεί το σκοταδισμό στις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες και να επικουρεί την εξουσία; Η επίσημη στάση των Εκκλησιών της Δύσης, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υπήρξε σχετικά ήπια, υπεύθυνη και λογική. Ωστόσο, αυτή η υπευθυνότητα δεν φαίνεται ότι έγινε αποδεκτή από το σύνολο των πιστών – αρκετοί από τους οποίους έδειξαν ανώριμες και ανορθολογικές συμπεριφορές, ενώ με ευκολία ασπάστηκαν καιροσκοπικές και αντιδραστικές ιδέες. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται το μελλοντικό πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει, τόσο η Πολιτεία, όσο και ο κόσμος της Εκκλησίας: στη σύγκληση δυο ανορθολογισμών, από τη μια του πιστού και από την άλλη του μεταμοντέρνου. Μια σύγκλιση που στην Ελλάδα π.χ. έφερε κοντά ελευθεριακά και μεταμοντέρνα μυαλά με πιστούς χριστιανούς – κατά βάση παλαιοημερολογίτες – που παραδοσιακά θεωρούνται ακλόνητα συντηρητικοί. Τα ζητήματα είναι πολλά και δεν αφορούν μόνο τα εμβόλια, αλλά και την ευθανασία, τα βλαστοκύτταρα, την υποβοηθούμενη γονιμοποίηση, τις εκτρώσεις κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση ο δυτικός κόσμος, μαζί με τις ορθολογικές και τεχνολογικές λύσεις των προβλημάτων – κάποια από τα οποία δυστυχώς έχει δημιουργήσει ο ίδιος με προηγούμενες «λύσεις»- έχει τεράστια ανάγκη από μια Πνευματική Αναγέννηση η οποία κανείς δεν γνωρίζει πώς και αν τελικά θα συντελεστεί. Μια Αναγέννηση που όμως είναι απαραίτητη γιατί, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να προστατεύσει και την ίδια την επιστήμη, μαζί με τη διάσωση των θεμελίων της δυτικής σκέψης, που κινδυνεύει από την άλογη επίθεση των αποδομητικών ρευμάτων που ποντάρουν στο ξερίζωμα του δυτικού τρόπου και πολιτισμού.

Αντί επιλόγου

Η επιστήμη έχει απαντήσεις για τον κόσμο, μέσα σε αυτόν, αλλά δεν εξηγεί το Γιατί του κόσμου, δεν μπορεί να προσφέρει το μεγάλο νόημα. Ειδικά η σύγχρονη επιστήμη, που για τις ευρύτερες μάζες των ανθρώπων αποτελεί κάτι το ξένο, το άγνωστο και το μυστικό, κάτι που «μοιάζει με μαγεία», όπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο Ιταλός νομπελίστας φυσικός Giorgio Parisi, δεν μπορεί αναλάβει αυτό τον ρόλο. Όμως, και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πάνω σε αυτό, το Νόημα, η Ταυτότητα και το Γιατί δεν θα πάψουν να απασχολούν τον άνθρωπο, επιστήμονα και μη, πιστό και άπιστο. Άλλωστε, νομίζουμε ότι η ιστορία το έχει δείξει: ακόμη και η τέχνη μαζί με τη φιλοσοφία, ενώ θα μπορούσαν να προσφέρουν – και ενίοτε το κάνουν – μεγάλα αποθέματα απαντήσεων και νοήματος, σε μια εποχή διάχυτου μηδενισμού, όπως η σημερινή, δεν αρκούν για τη μεγάλη υπέρβαση, να απαντήσουν στο «Γιατί βρισκόμαστε εδώ;». Αυτό ισχύει από την εποχή της βαθιά θρησκευόμενης αρχαιότητας, από τότε δηλαδή, όπως δηλώνει ο Evandro Agazzi, όπου «ο θάνατος θεωρούνταν το αποδεκτό τίμημα που πρέπει να πληρώσει κάποιος στο όνομα ορισμένων υπέρτατων αξιών, όπως η μαρτυρία της θρησκευτικής πίστης, η υπεράσπιση και η δόξα της πατρίδας του, η πραγματοποίηση των ιδανικών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης». Επομένως το Νόημα, η Ταυτότητα και το Γιατί παραμένουν εδώ, ουσιώδη όπως πάντα, μαζί με τους ανθρώπους που θεωρούν ότι υπάρχει μια ιερή σφαίρα της πραγματικότητας που είναι ανώτερη από την απλά ορατή που μπορούμε να ανιχνεύσουμε με την περιορισμένη ανθρώπινη διάνοια.

Για τον Leopardi, με τα λόγια του οποίου ξεκίνησε αυτό το κείμενο, το Ίσως είναι η πιο όμορφη λέξη, κάθε λεξιλογίου, γιατί διανοίγει πιθανότητες, όχι βεβαιότητες, γιατί δεν αναζητά το τέλος, αλλά οδεύει προς το άπειρο και αυτό, σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, αγωνία και φόβο, είναι κάπως λυτρωτικό. Ίσως τελικά το μεγάλο ερώτημα για τις σχέσεις της θρησκείας με την επιστήμη πρέπει να τεθεί με όρους σύγκρισης και σύγκρουσης, όχι δύο διαφορετικών, αλλά δυο παρόμοιων συστημάτων σκέψης και γνώσης – που έχουν εξίσου θυσιαστεί, σε μεγάλο βαθμό, στο βωμό της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας και της ματαιοδοξίας – και Ίσως αυτό θα έπρεπε να είναι ένα από τα κύρια θέματα μιας Πνευματικής Αναγέννησης.

«Η ματαιοδοξία και η φιλαργυρία γεννούν η μία την άλλη. Άλλοι με τη ματαιοδοξία τους γίνονται πλούσιοι κι άλλοι με τον πλούτο τους γίνονται ματαιόδοξοι»

(Μάξιμος ο Ομολογητής)

(από respublica.gr)