Ένα Παλαιομοδίτικο Πλαίσιο για την Έρευνα

Το σχέδιο νόμου για την έρευνα, μου θυμίζει το γραπτό ενός φοιτητή που δεν έχει παρακολουθήσει το μάθημα, δεν έχει κατανοήσει την ύλη, αλλά συμμετέχει τελικά στις εξετάσεις μέσα από ένα επιδερμικό διάβασμα 2-3 εικοσιτετραώρων. Ο φοιτητής απαντά φιλότιμα στα ερωτήματα που του τίθενται, όμως πλατειάζει, χρησιμοποιεί γνώσεις που είναι περιττές, επαναλαμβάνεται και είναι ασαφής. Και εκεί που προβληματίζεσαι αν πρέπει τελικά να κοπεί ώστε να παρακολουθήσει εκ νέου το μάθημα και να επανεξεταστεί ή αν δικαιούται τον πενιχρό βαθμό του πέντε, διαπιστώνεις ότι έχει και αντιγράψει καθώς στην απάντησή του αναφέρει στοιχεία που μπορεί να είναι μεν σωστά, είναι όμως «ατάκτως εριμμένα».
του Κώστα Καρτάλη
Τετ, 27 Φεβρουαρίου 2008 - 00:47

Το σχέδιο νόμου για την έρευνα, μου θυμίζει το γραπτό ενός φοιτητή που δεν έχει παρακολουθήσει το μάθημα, δεν έχει κατανοήσει την ύλη, αλλά συμμετέχει τελικά στις εξετάσεις μέσα από ένα επιδερμικό διάβασμα 2-3 εικοσιτετραώρων. Ο φοιτητής απαντά φιλότιμα στα ερωτήματα που του τίθενται, όμως πλατειάζει, χρησιμοποιεί γνώσεις που είναι περιττές, επαναλαμβάνεται και είναι ασαφής. Και εκεί που προβληματίζεσαι αν πρέπει τελικά να κοπεί ώστε να παρακολουθήσει εκ νέου το μάθημα και να επανεξεταστεί ή αν δικαιούται τον πενιχρό βαθμό του πέντε, διαπιστώνεις ότι έχει και αντιγράψει καθώς στην απάντησή του αναφέρει στοιχεία που μπορεί να είναι μεν σωστά, είναι όμως «ατάκτως εριμμένα».

Αυτή είναι η εικόνα του σχεδίου νόμου για την έρευνα που συζητείται αυτό το διάστημα στη Βουλή με επισπεύδοντες φορείς τα υπουργεία Ανάπτυξης και Παιδείας. Το σχέδιο νόμου επιχειρεί να λύσει τα προβλήματα της έρευνας, χωρίς όμως να τα έχει κατανοήσει. Οδηγείται έτσι σε ένα πολύπλοκο πλαίσιο που απαιτεί 53 άρθρα για να περιγραφεί αλλά και πάνω από 60 προεδρικά διατάγματα και κοινές υπουργικές αποφάσεις για να εφαρμοσθεί. Το σχέδιο νόμου αντιγράφει – από κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – διατυπώσεις για την έρευνα επιχειρώντας έτσι να του αναφέρεται, με βαρύγδουπο τρόπο, στον «ενιαίο χώρο έρευνας», στα «εικονικά κοινά ταμεία» αλλά και στον «οδικό χάρτη υποδομών», αν και παραλείπει να τα εξειδικεύσει.

Το νομοσχέδιο είναι πολύπλοκο και γραφειοκρατικό. Με μια λέξη παλαιομοδίτικο. Μοιάζει να αποστεώνει την έρευνα και να την κρατά αιχμαλωτισμένη σε διοικητικά σχήματα που δεν ξεκινούν με προϋποθέσεις επιτυχίας.
Το νομοσχέδιο δεν αναβαθμίζει το πλούσιο ερευνητικό δυναμικό που εργάζεται συχνά υπό αντίξοες συνθήκες στα ερευνητικά κέντρα της χώρας. Είναι το ίδιο δυναμικό που βλέπει με απόγνωση – όπως προέκυψε από τις παρεμβάσεις των εκπροσώπων των ερευνητικών στις ακροάσεις της αρμόδιας Επιτροπής της βουλής – να χάνεται μία ακόμα ευκαιρία για την αναβάθμιση της έρευνας αλλά και για την αντιμετώπιση της σημερινής μισθολογικής ασφυξίας των ερευνητών.

Το νομοσχέδιο διαρρηγνύει τον ενιαίο χώρο έρευνας καθιστώντας τα πανεπιστημιακά ιδρύματα τους φτωχούς – και παρεξηγημένους – συγγενείς της έρευνας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας δέχεται εισηγήσεις για την εθνική στρατηγική έρευνας από όλους τους φορείς, εκτός από τα ΑΕΙ και τη Σύνοδο των Πρυτάνεων.

Το νομοσχέδιο δεν συνοδεύεται από τους αναγκαίους πόρους για την έρευνα, τη στιγμή μάλιστα που η χώρα μας διαθέτει μόλις το 0,6% του ΑΕΠ της για την έρευνα, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να κυμαίνεται στο 1,5%.
Το νομοσχέδιο βασίζεται σε διατάξεις που δεν ενισχύουν τη διαφάνεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιχειρείται η αδιαφάνεια. Για παράδειγμα, το νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα στα υπουργεία Ανάπτυξης και Παιδείας να αναθέτουν με κοινές υπουργικές αποφάσεις μελέτες και έρευνες σε δημόσιους φορείς, ιδιωτικά γραφεία και φυσικά πρόσωπα, μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, τη στιγμή που το όριο που προβλέπεται σήμερα από την κείμενη νομοθεσία είναι 45.000 ευρώ. Ποια είναι άραγε η σκοπιμότητα αυτής της παρέκκλισης; Αλλά και γιατί τις εταιρείες διάχυσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων που – ορθώς – συστήνονται, προβλέπεται μία ακόμη παρέκκλιση, το προσωπικό δηλαδή να προσλαμβάνεται κατά παρέκκλιση του ΑΣΕΠ ακόμα και όταν αφορά σε συμβάσεις αορίστου χρόνου;
Στο εύλογο ερώτημα, αν το νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνει και θετικές διατάξεις, η απάντηση είναι προφανής: ναι, συμπεριλαμβάνει και αρκετές θετικές διατάξεις. Όμως χάνει τη μεγάλη εικόνα, αναλώνεται σε γραφειοκρατικές λεπτομέρειες, αδυνατεί να κατανοήσει την πολλαπλασιαστική αξία της έρευνας για τις ανάγκες της κοινωνίας και τιμαριοποιεί τον ενιαίο χώρο έρευνας διατηρώντας ουσιαστικά τα Πανεπιστήμια σε απόσταση από τα Ερευνητικά Κέντρα (και φυσικά και το αντίστροφο).

Το κυριότερο όμως είναι ότι η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται – μέσα από το πνεύμα που διαπερνά το σχέδιο νόμου – ότι η έρευνα προκύπτει μέσα από διαδικασίες «αυτόματου πιλότου» και όχι μέσα από τον κόπο επιστημόνων που αγαπούν να ερευνούν και να παράγουν νέα γνώση. Ίσως για αυτόν τον λόγο δόθηκαν μόλις από τρία λεπτά στον εκπρόσωπο των ερευνητικών και στον Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού ΑΕΙ (ΠΟΣΔΕΠ) για να αναπτύξουν τις θέσεις τους για ένα νομοσχέδιο που περίμενε τέσσερα έτη για να ψηφιστεί και που αφορά καθοριστικά το μέλλον τους.

Ο κ. Κ. Καρτάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Παν/μίου Αθηνών, βουλευτής ΠΑΣΟΚ Μαγνησίας

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 23/02/2008)