Παραμένουν είκοσι περίπου μήνες μέχρι τις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές της Τουρκίας και ήδη οι πολιτικές συζητήσεις είναι εξημμένες. Την περίοδο 2019-2020 η ηγεσία της Τουρκίας εξεκίνησε μια σειρά στρατιωτικών πρωτοβουλιών στην εξωτερική πολιτική. Εκτός από την νίκη του Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας, που οφείλετο στην στρατιωτική τους υποστήριξη, οι πρωτοβουλίες αυτές δεν φαίνεται να εβοήθησαν την Άγκυρα

Παραμένουν είκοσι περίπου μήνες μέχρι τις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές της Τουρκίας και ήδη οι πολιτικές συζητήσεις είναι εξημμένες.

 

Οι δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο και την Λιβύη καθώς και το αδιέξοδο στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας καθώς και η προσπάθεια να προωθήσαν απελπισμένους παράτυπους μετανάστες στα Ελληνικά σύνορα, είχαν ως αποτέλεσμα η Τουρκία να καταλήξει διπλωματικά απομονωμένη, χειρότερα από ποτέ, κατά την διάρκεια της δεκαεννιάχρονης διακυβέρνησης του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ). 

Η οικονομία είναι στα τάρταρα. Το δικαστικό σώμα είναι πολιτικοποιημένο και δέχεται τις υποδείξεις της κυβέρνησης. Η ηγεσία απομακρύνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Και το κερασάκι της τούρτας είναι το πυραυλικό σύστημα των S-400 που έχει γίνει κόκκινο πανί για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. 

Μερικοί Τούρκοι παρατηρητές έχουν μια απλοϊκή εξήγηση για το χάος αυτό: είναι «το τέλος εποχής» και μια καθαρή μετάβαση σε μια μετα-Ερντογάν πολιτική που θα επέλθει στις ερχόμενες εκλογές. 

Μια αντίθετη άποψη είναι ότι η μελλοντική πορεία της Τουρκίας επαφίεται στα πολιτικά κόμματα και στους ψηφοφόρους, αν βεβαίως τα αντιπολιτευόμενα κόμματα συμπεριφερθούν υπεύθυνα και οι ψηφοφόροι εργαλιοποιήσουν την ψήφο τους. 

Μετά τις ερχόμενες εκλογές, η Τουρκική ηγεσία θα πρέπει να μεταρρυθμίσει τέσσερεις βασικούς άξονες: την πολιτική αρχιτεκτονική, την δικαιοσύνη, την οικονομία και την άμυνα. Ακόμη και αν ο φόβος της μη εκλογής ωθήσει την ηγεσία να αποφύγει τις εκλογές, η Τουρκία θα αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα. 

Πρώτον, την πολιτική αρχιτεκτονική. Οι Τούρκοι παίρνουν τις εκλογές στα σοβαρά και πολλοί σήμερα έχουν αμφιβολίες για τα οφέλη ενός υπερ-προεδρικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης οργανώνονται καλύτερα. Οι πολιτικές συζητήσεις περιστρέφονται στην επιστροφή του βουλευτικού συστήματος και πως να δημιουργηθεί μια κοινή πλατφόρμα για την εφαρμογή του.

Μέχρι σήμερα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά αρνητικά αποτελέσματα για την κυβερνητική σύμπραξη της ΑΚΡ και του εθνικιστικού ΜΗΡ. Η συμμαχία θα χρησιμοποιήσει κατά πάσα πιθανότητα όλα τα μέσα για να ματαιώσει τις προσπάθειες της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου της αλλαγής του εκλογικού νόμου και ίσως και να απαγορεύσει στο Κουρδικό κόμμα – HDP (Δημοκρατικό Κόμμα) να συμμετάσχει όπως έχει γίνει και στο παρελθόν. 

Αν θέλουμε να πιστέψουμε στις δημοσκοπήσεις η τεράστια υστέρηση της κυβερνούσης συμμαχίας από τα άλλα αντιπολιτευόμενα κόμματα, δεν μπορεί να διορθωθεί μα περιθωριακές διευθετήσεις όπως γινόταν σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, όπως π.χ. με το κλείσιμο εκλογικών τμημάτων για σκοπούς ασφαλείας, διακοπή ρεύματος κατά την διάρκεια της μέτρησης των ψήφων καθώς και απόρριψης αιτήσεων για απάτη στο Ανώτερο Εκλογικό Συμβούλιο. Αυτή την φορά η πρόκληση για το κυβερνών κόμμα είναι ουσιαστική. 

Δεύτερο, είναι το θέμα της νομιμότητας. Οι Τούρκοι ψηφοφόροι τρέφονται συνεχώς με ψέμματα, όπως π.χ. ότι οι Γερμανοί και οι Γάλλοι πολίτες στέκονται στις ουρές για να αγοράσουν τρόφιμα, αντιμετωπίζουν δε τον εξευτελισμό των πρώην συμμάχων του ΑΚΡ, των Γκιουλενιστών και της κοινωνίας των πολιτών, όπως στην περίπτωση με την παρωδία δικαιοσύνης στην υπόθεση κράτησης χωρίς δίκη του Osman Kavala. 

Για τους Δυτικούς παρατηρητές η συμπεριφορά αυτή είναι ένδειξη πολιτικής αδυναμίας. Αλλά σε ένα απολυταρχικό καθεστώς που αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον ο εκφοβισμός παραμένει ένα πολύ δυνατό πολιτικό όπλο. Η ηγεσία της Τουρκίας έχει μέχρι προσφάτως αγνοήσει καταδίκες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του οποίου η Τουρκία είναι μέλος. Ανεξάρτητα ΜΜΕ και υψηλή προσέλευση στις κάλπες είναι απαραίτητα όσο ποτέ. 

Το Τρίτο στοιχείο είναι η οικονομία. Η Τουρκική οικονομία βασίζεται στις εξαγωγές, τον δυνατό τουρισμό και στις τεράστιες ξένες επενδύσεις, όλα δε αυτά βασίζονται στην εμπιστοσύνη προς τις οικονομικές πολιτικές καθώς και στο κράτος δικαίου της χώρας. 

Δυστυχώς, μεταξύ των αναπτυσσόμενων αγορών, η Τουρκία είναι μοναδική για την αλλοπρόσαλλη πολιτική της πάνω στα επιτόκια. Η κυβέρνηση πιστεύει ότι οι Τράπεζες δεν πρέπει να χρεώνουν τόκους και ότι τα χαμηλά επιτόκια φέρνουν χαμηλό πληθωρισμό. 

Η οικονομική αυτή πολιτική, η οποία επιβάλλεται από τον αρχηγό του κράτους καθώς και από τους συνεχείς διορισμούς και απολύσεις των κεντρικών τραπεζιτών, υποσκάπτει τις αγορές στις οποίες βασίζεται η οικονομία της χώρας για την επιβίωση και την ευμάρεια της. 

Σ’ αυτήν την ακαταλαβίστικη κατάσταση, πρέπει να προσθέσουμε την διαφθορά, την πολιτική των «τρελλών σχεδιασμών» και την επαναλαμβανόμενη επίκληση των θεωριών συνομωσίας. Αυτά έχουν αρνητικά αποτελέσματα για επενδυτές και αγορές και αυξάνουν την δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης σχετικά με τον πραγματικό πληθωρισμό, την τεράστια ανεργία και τις ψεύτικες υποσχέσεις. 

Ερχόμαστε, στο θέμα της άμυνας. Η Τουρκία χρησιμοποιείται από την Ρωσσία ως σφήνα κατά του ΝΑΤΟ, μια κατάσταση WIN-WIN για το Κρεμλίνο και χωρίς διέξοδο για την Τουρκία. 

Η σημερινή ακινησία στο θέμα των πυραύλων S-400 που παρεδόθησαν το 2019, απειλούν τον μέλλον της Τουρκικής αεροπορίας. Επιπροσθέτως, δηλώσεις προερχόμενες από την Τουρκική ηγεσία δείχνουν μεγάλη ανακολουθία μεταξύ συνέχισης των αμυντικών συμβολαίων με την Ρωσσία και επιπρόσθετων αγορών αμερικανικών αεροσκαφών και υλικού. 

Η μελλοντική Τουρκική ηγεσία θα πρέπει να διαχειρισθεί το γεγονός ότι η σημερινή πολιτική πατά σε δύο βάρκες έχοντας ένα πόδι στο κάθε στρατόπεδο. Αυτή η πολιτική δεν μπορεί να παράξει ένα σταθερό περιβάλλον για την χώρα. 

Η σημερινή πολιτική ενέχει κινδύνους και για το ΝΑΤΟ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση εφ’ όσον αναπόφευκτα ενδυναμώνει την Ρωσσία. Ένα πιο αδύναμο ΝΑΤΟ και μια πιο αδύναμη Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως φαίνονται δελεαστικά για την σημερινή ηγεσία της Τουρκίας για εκλογικούς και προσωπικούς λόγους, αλλά και τα δύο ενέχουν κινδύνους για το μέλλον της χώρας. 

Το μέλλον της Τουρκίας γέμει αβεβαιότητες και ανακολουθίες. Οι πολιτικές συζητήσεις πριν από τις εκλογές θα είναι βίαιες. Για πρώτη φορά από το 2002 όταν το ΑΚΡ του Ερντογάν ανέβηκε στην εξουσία, το βάρος πίπτει στους ώμους των πολιτικών κομμάτων και των ψηφοφόρων. 

Η ανωτέρω ανάλυση απεικονίζει τις «φυσιολογικές» εξελίξεις που ενδέχεται να συμβούν στην Τουρκία. Όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Ερντογάν αν χάσει τις επόμενες εκλογές και δεν εξασφαλίσει τουλάχιστον ένα φίλο προσκείμενα διάδοχο, οπωσδήποτε θα περάσει από Δικαστήριο και ο ίδιος και οι συγγενείς του που διετέλεσαν Υπουργοί ή κατείχαν θέσεις κλειδί. 

Κυκλοφορούν από καιρό φήμες για λαθρεμπόριο πετρελαίου, τα «κατορθώματα» του δε περιλαμβάνουν εθνοκάθαρση στην Συρία, φαραωνικά έργα και απίστευτη χλιδή για προσωπική ικανοποίηση και ων ουκ έχει τελειωμό. 

Εν όψει των ανωτέρω ο Ερντογάν είναι ικανός, και εξ άλλου το έχει αποδείξει ότι «l'état, c'est moi», να επιτεθεί στην Ελλάδα ή να προσαρτήσει την μισή Κύπρο για να «αποδείξει» στους Τούρκους ότι εν αντιθέσει με τον Κεμάλ Ατατούρκ ο οποίος εσμίκρυνε την Τουρκία αυτός την έκανε πιο μεγάλη. Ίδωμεν.