Ορατός ο κίνδυνος οι απότομες αυξήσεις στο κόστος ενέργειας να γίνουν μια «νέα κανονικότητα», επισημαίνει ο πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management. Η σύγκριση με τη δεκαετία του 1970 και ποια είναι η λύση

H μεταβλητότητα που παρατηρείται φέτος στις τιμές της ενέργειας μας υπενθυμίζει τι συνεπάγεται η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών ρύπων, υποστηρίζει σε άρθρο του ο Τζιμ Ο’Νιλ, o οποίος προτείνει τη δημιουργία παγκόσμιων στρατηγικών αποθεμάτων για την αντιμετώπιση των αναταράξεων στις αγορές ενέργειας.

Όπως αναφέρει ο πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management, τη δεκαετία του 1970 η συναίνεση ήταν ότι οι κρίσεις στην αγορά πετρελαίου είχαν εγκαινιάσει μια νέα εποχή ασταθών, αλλά επίμονων αυξήσεων στις τιμές του πετρελαίου. Στην πραγματικότητα, συνέβη το ακριβώς αντίθετο τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.

Ο λόγος που συνέβη αυτό σύμφωνα με τον ίδιο δεν είναι ακόμα απολύτως σαφής. Ωστόσο, μια πιθανή εξήγηση είναι κατά τον ίδιο ότι υπήρξε ισχυρή ανταπόκριση της προσφοράς στις υψηλότερες τιμές με τη μορφή αυξημένων επενδύσεων στην παραγωγή και εξορυκτικών ερευνών, καθώς και ισχυρή ανταπόκριση στη ζήτηση με βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση.

Σύμφωνα με τον κ. Ο’Νιλ, πολλοί από τους σχολιαστές και τους συμβούλους πολιτικής που πιέζουν τώρα για υψηλότερο φόρο άνθρακα ελπίζουν να αναδημιουργήσουν αυτό το σενάριο από την πλευρά της ζήτησης χωρίς τις αντίστοιχες κινήσεις από την πλευρά της προσφοράς. Αλλά το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση είναι κατά τον ίδιο ότι δεν μπορούμε να μετακινηθούμε εν μία νυκτί από το 80% των ορυκτών καυσίμων στο μηδέν.

Η ανάληψη ισχυρότερων πρωτοβουλιών για την αποθάρρυνση ή ακόμη και την τιμωρία της παραγωγής και της χρηματοδότησης ορυκτών καυσίμων σημαίνει ότι θα υπάρχει λιγότερη προσφορά ορυκτών καυσίμων. Αλλά όταν υπάρχει εκτίναξη της ζήτησης για ενέργεια –λόγω μιας ισχυρής ανάκαμψης από την ύφεση, όπως συμβαίνει τώρα– θα χρειαστούμε όλη την ενέργεια που μπορούμε να πάρουμε. Διαφορετικά, οι τιμές θα οδηγηθούν στα ύψη, με όση κοινωνική και πολιτική αστάθεια συνεπάγεται αυτό, επισημαίνει.

Το αποτέλεσμα, σημειώνει, είναι ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που είναι ήδη αντιμέτωποι με την πρόκληση της απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα πρέπει να βρουν τρόπους για να αποτρέψουν και την έντονη μεταβλητότητα των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο κ. Ο΄Νιλ προτείνει ως λύση να συμφωνήσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε επίπεδο G20 – ενδεχομένως και όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ – στη δημιουργία διευρυμένων αποθεμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και ίσως ακόμη και άνθρακα, υπό την προϋπόθεση αυτά τα αποθέματα θα αξιοποιηθούν μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Ο ίδιος παραδέχεται ότι ένα τέτοιο σύστημα θα αντιμετώπιζε σοβαρές προκλήσεις. Αν τα αποθέματα δεν είναι αρκετά μεγάλα, υπάρχει ο κίνδυνος να προσπαθήσει κάποιος να επισπεύσει μια κρίση εφοδιασμού και στη συνέχεια να κερδίσει μαζικά ως προμηθευτής έσχατης ανάγκης. Αλλά αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να συμφωνήσουμε σε ένα πλαίσιο που είναι αρκετά σταθερό –και σε αρκετά μεγάλα αποθέματα– ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε τέτοια απειλή.

Επιπλέον, χωρίς μια παγκόσμια πρωτοβουλία για τη δημιουργία στρατηγικών αποθεματικών, οι απότομες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας που σημειώθηκαν φέτος θα μπορούσαν σύμφωνα με τον ίδιο να γίνουν μια νέα κανονικότητα, δυνητικά εκτροχιάζοντας τις άλλες συμφωνίες που προκύπτουν από παγκόσμιες διασκέψεις για το κλίμα.

«Έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή στην οποία η κλιματική κρίση, και το τι θα σημαίνει για τις μελλοντικές γενιές, λαμβάνει επιτέλους την παγκόσμια προσοχή που χρειάζεται. Αλλά έχουμε εισέλθει επίσης σε μια περίοδο κατά την οποία οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να διασφαλίσουν ότι τα οφέλη του καπιταλισμού μοιράζονται με πιο δίκαιο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απαλλάξουμε τις αναπτυσσόμενες οικονομίες – και τους ανθρώπους με χαμηλότερο εισόδημα – από την αναταραχή που τροφοδοτείται από κραδασμούς στις παγκόσμιες τιμές της ενέργειας. Σε αντίθετη περίπτωση, οι δεσμεύσεις των πλούσιων χωρών για μηδενικές εκπομπές, που έγιναν με τις καλύτερες προθέσεις, θα ήταν μάταιες», καταλήγει ο κ. Ο'Νιλ.

(από euro2day.gr)