Διπλή παράβαση του Διεθνούς Δικαίου

Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου δημιούργησε πολλές ανησυχίες και ποικίλους προβληματισμούς διεθνώς και βέβαια στην Ελλάδα, όπως άλλωστε κατέδειξαν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Δευ, 3 Μαρτίου 2008 - 00:13

Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου δημιούργησε πολλές ανησυχίες και ποικίλους προβληματισμούς διεθνώς και βέβαια στην Ελλάδα, όπως άλλωστε κατέδειξαν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά τα όσα περί του αντιθέτου έχουν δηλωθεί, και από ορισμένες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και από τα θεσμικά της όργανα σε επίσημα κείμενα (π.χ. εκθέσεις και ψηφίσματα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συμπεράσματα συμβουλίων, τοποθετήσεις της Ευρ. Επιτροπής), η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου, ειδικότερα κατά τον τρόπο που έγινε και αναγνωρίστηκε, συνιστά ένα πολύ σοβαρό προηγούμενο στις διεθνείς σχέσεις, οι συνέπειες του οποίου είναι προς το παρόν απρόβλεπτες, ιδιαίτερα μάλιστα αφού δεν έχει ακόμη διαφανεί από ποιους και κατά ποιον τρόπο θα γίνει επίκλησή του.

  • Η διακήρυξη και η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου συνιστούν χωρίς αμφισβήτηση παράβαση δύο τουλάχιστον βασικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου: της αρχής σύμφωνα με την οποία δεν αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα στην απόσχιση μειονοτήτων που κατοικούν στο έδαφος ενός κράτους και της αρχής του σεβασμού των ειλημμένων αποφάσεων με βάση τον χάρτη του ΟΗΕ.
    (Στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου ειλημμένη απόφαση είναι το ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ).
  • Ομως, η ιστορία και η εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής δείχνει ότι κανένα σχεδόν γεγονός δεν συμβαίνει κατά τύχην. Ετσι, δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο ότι η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου και η αναγνώρισή της συμβαίνουν σε μια χρονική περίοδο που «το έδαφος θεωρείται πρόσφορο», αφού σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη και όχι μόνο (βλ. Ρωσία με το ζήτημα της Αμπχαζίας και Β. Οσετίας) υπάρχει έξαρση μειονοτικών ζητημάτων, που δεν εξαντλείται σε ιστορικά και πολιτιστικά θέματα αλλά εκτείνεται και σε αστικά δικαιώματα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χαρακτηρίζεται και από αποσχιστική λογική. Ετσι, τόσο η ίδια η Ρωσία όσο και άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους τέτοια ζητήματα κατέστησαν σαφές από την πρώτη στιγμή ότι δεν θα αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου και με τον τρόπο αυτό δεν συμβάλλουν στη «νομιμοποίησή της».
    Αντίθετα, όσες χώρες έσπευσαν να αναγνωρίσουν το «νέο κράτος» νομιμοποιούν το προηγούμενο που η ανεξαρτητοποίηση αυτή συνιστά και δείχνουν με τον τρόπο αυτό ότι αποδέχονται μια λογική που η κίνηση αυτή υποκρύπτει.
  • Είναι μάλλον δύσκολο να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι, αν η απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση αλά Κοσσυφοπέδιο γίνει συνήθεια αν όχι επιδημία, πράγμα καθόλου απίθανο, τότε το αποτέλεσμα θα είναι μια νέα διεθνής πραγματικότητα, με επαναχάραξη αρκετών συνόρων και πολλά νέα μικρά κράτη, κυρίως στην Ευρώπη αλλά όχι μόνο. Το εύλογο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο το ποιοι πλήττονται από μια τέτοια εξέλιξη στην υπάρχουσα διεθνή συγκυρία αλλά το ποιος ωφελείται. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια Ευρώπη αποτελούμενη από πολλά μικρά κράτη που θα έχουν προέλθει από τις αποσχιστικές λογικές μειονοτήτων δεν θα είναι μια ισχυρή Ευρώπη. Αυτό ισχύει και για άλλες χώρες, όπως π.χ. η Ρωσία. Δεν χρειάζεται ειδική έρευνα για να διαπιστωθεί ποιος ωφελείται στη σημερινή συγκυρία από μια τέτοια εξέλιξη.
  • Η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου επανέφερε στο προσκήνιο τα σενάρια και τις πολιτικές για τη δημιουργία, στο μέλλον, της Μεγάλης Αλβανίας. Προς το παρόν κάτι τέτοιο αποδίδεται στους ακραίους αλβανούς εθνικιστές. Ομως, αλβανόφωνοι πληθυσμοί που ζουν σε άλλες χώρες των Βαλκανίων δείχνουν να συγκινούνται από την αναβίωση ενός τέτοιου ονείρου. Και ίσως συγκινηθούν περισσότερο όταν συνειδητοποιήσουν ότι η νομιμοποιημένη πλέον λόγω Κοσσυφοπεδίου απόσχιση των μειονοτήτων είναι το πρώτο αλλά καθοριστικό βήμα για την πραγματοποίηση του ονείρου αυτού.
    Παράλληλα συγκινούνται προφανώς και όσοι δεν βλέπουν θετικά την ολοένα αυξανόμενη ευρωπαϊκή και ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια (βλ. ενεργειακό, εισδοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση των περισσότερων βαλκανικών χωρών και ευρωπαϊκή προοπτική των υπολοίπων).
  • Μια Μεγάλη Αλβανία, της οποίας οι υπερατλαντικοί δεσμοί είναι ήδη αρκετά ισχυροί, και λόγω της σημαντικής συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας που έχει με τις ΗΠΑ, και λόγω της παρεμβατικής δυνατότητας που διαθέτει στις ΗΠΑ, αφού εκεί ζει και δραστηριοποιείται υπολογίσιμη Αλβανική μειονότητα (βλ. π.χ. αλβανική κοινότητα Μασαχουσέτης, με ισχυρή εκκλησία και ισχυρούς επισκόπους, όπως π.χ. ο παλαιός επίσκοπος Noli, επιχειρηματίες και καθηγητές πανεπιστημίου, όπως παλαιότερα ο Ρ. Prifti του Πανεπιστημίου ΜΙΤ), θα μπορούσε να είναι όχι μόνο ανάχωμα στην ευρω-ρωσική επιρροή αλλά και σημείο αναφοράς στον ευρύτερο σχεδιασμό των ΗΠΑ.
    Η συγκεκριμένη συγκυρία και προβληματική επηρεάζει φυσικά και τη FYROM, χώρα στην οποία ζει σημαντικός αριθμός αλβανοφώνων που δεν χάνει ευκαιρία να κάνει και μάλιστα με πολύ δυναμικό τρόπο αισθητή την παρουσία και τις επιδιώξεις του. Η FYROM έχει εκμεταλλευθεί την πραγματικότητα αυτή, και στις διεθνείς σχέσεις της γενικά, και στις σχέσεις της με την Ελλάδα ειδικότερα.
  • Ομως, το σενάριο περί Μεγάλης Αλβανίας δεν πλήττει μόνο τη FYROM. Επληξε, ήδη, τη Σερβία, απειλεί το Μαυροβούνιο και την Ελλάδα (με την ανακίνηση ζητημάτων όπως το θέμα των Τσάμηδων). Αυτή η πραγματικότητα πρέπει να απασχολεί και να προβληματίζει γενικά αλλά και ειδικότερα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία αποδεικνύεται ορισμένες φορές, δυστυχώς, επιρρεπής σε παντός είδους προπαγανδιστική δραστηριότητα.
  • Η Ελλάδα έχει τοποθετηθεί υπέρ της σταθερότητας στην περιοχή των Βαλκανίων και έχει διαχρονικά και διακομματικά εργαστεί για τη διαφύλαξή της. Σε καμία περίπτωση όμως η πολιτική αυτή δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως έκπτωση στην υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας. 

  Ο Γ. Δημητρακόπουλος είναι ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας

(από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 02/03/2008)