Παρά την τρέχουσα ενεργειακή κρίση, οι εκκλήσεις για ταχύτερη ενεργειακή μετάβαση κατά τη διάρκεια του COP26 και στη συνέχεια,  συμπεριλαμβανομένων των εκκλήσεων για πιο δραστική δράση, έχουν ενταθεί. Ειδικά στην Ευρώπη η ενεργειακή μετάβαση είναι ασταμάτητη. Για πρώτη φορά, το COP26 αναφέρθηκε απευθείας στα ορυκτά καύσιμα, ανοίγοντας τον δρόμο για τον περιορισμό της χρήσης τους

σε μελλοντικά COPs – ξεκινώντας με το COP27 το 2022 στο Κάιρο – εισάγοντας αβεβαιότητα και βραχυπροθεσμία, επηρεάζοντας τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

Ωστόσο, η αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και η μείωση χρήσης φυσικού αερίου για ευέλικτη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα οδηγήσει σε αυξημένη αστάθεια των τιμών, καθώς η τεχνολογία καθαρής ενέργειας δεν έχει ακόμη κλιμακωθεί στο σημείο που να αντικαταστήσει το φυσικό αέριο. Κάτι που βιώνουμε αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη.

Οι πολιτικοί πρέπει να είναι ειλικρινείς σχετικά με τις επιπτώσεις στο κόστος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Οι ενέργειές τους κάνουν την ενεργειακή μετάβαση μια άστατη και δαπανηρή διαδικασία. Οι αβεβαιότητες και ο ρυθμιστικός κίνδυνος αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Η βιομηχανία χρειάζεται σαφήνεια και σταθερότητα για να επενδύσει.

Ποιος είναι λοιπόν ο αντίκτυπος

Οι κυβερνήσεις και οι ακτιβιστές είναι προσκολλημένοι στο να επιτύχουν μηδενικές εκπομπές έως το 2050, αγνοώντας το πώς να φτάσουν εκεί με τακτικό, αξιόπιστο και προσιτό τρόπο. Οι καταναλωτές είναι ευαίσθητοι στις τιμές και θα αντιδράσουν εάν παραμείνουν υψηλές.

Η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού δεν έρχεται αυτόματα. Καθώς προχωράμε όλο και περισσότερο στις ΑΠΕ, οι διαλείψεις – όταν ο ήλιος δεν λάμπει ή ο άνεμος δεν φυσάει – θα γίνονται πιο προκλητικές μέχρι να γίνει διαθέσιμη νέα τεχνολογία για την αντιμετώπισή τους. Κάτι που είναι πιθανό να πάρει χρόνο, παρατείνοντας την ενεργειακή μετάβαση.

Αξίζει να λάβουμε υπόψη τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

Η συχνά επαναλαμβανόμενη δήλωση ότι «οι ΑΠΕ είναι καλές - το φυσικό αέριο είναι κακό» είναι πολύ απλοϊκή. Η διαλείπουσα φύση των ΑΠΕ αμφισβητεί αυτό. Ο ισχυρισμός των πολιτικών ότι «η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές δεν θα είναι δαπανηρή» αποδεικνύεται ανοησία. Αντιμετωπίζουν το πρόβλημα  διαλείπουσας παροχής ενέργειας και το κόστος αντιμετώπισής του.

Χρειαζόμαστε μια μετάβαση που να ασχολείται με την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού ταυτόχρονα και με ισορροπημένο τρόπο. Οι ακτιβιστές επιλέγουν το πρώτο, αλλά αγνοούν το δεύτερο, παρόλο που είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικό.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) συνεχίζει να μας προειδοποιεί ότι οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνεχίζουν να είναι πολύ χαμηλές. Πρέπει να αυξηθούν κατά δύο, ενδεχομένως και τρεις, φορές εάν ο κόσμος θέλει να επιτύχει μηδενικές εκπομπές έως το 2050. Επιπλέον, μόνο ένας μικρός αριθμός από τις 46 περίπου τεχνολογίες καθαρής ενέργειας που προσδιορίζονται από τον IEA να χρειάζονται για να γίνει αυτό βρίσκονται σε ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης.

Τι συμβαίνει εάν η επίτευξή τους αργοπορήσει ή, χειρότερα, δεν φτάσουν στο απαιτούμενο επίπεδο; Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η ενεργειακή μετάβαση θα είναι γρήγορη, το αντίθετο μάλιστα. Δεν είναι ανόητο να δεσμεύουμε το μέλλον της παγκόσμιας ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού σε αυτά πρόωρα, και συχνά αμετάκλητα προτού να είναι έτοιμα να αποδώσουν – με τη πρόωρη κατάργηση του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας;

Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ ότι η επίτευξη αυτής της ισορροπίας είναι κρίσιμης σημασίας για τη διασφάλιση μιας οικονομικά προσιτής, αξιόπιστης και τακτικής ενεργειακής μετάβασης. Η Ευρώπη πρόκειται να χαλαρώσει την Ταξινομία της για να συμπεριλάβει το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια τουλάχιστον «προσωρινά», έως το 2030. Οι ΗΠΑ αποφάσισαν να συνεχίσουν να μισθώνουν ομοσπονδιακές εκτάσεις για εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου παρά την πίεση να το σταματήσουν λόγω κλιματικής αλλαγής.

Ακόμη και η νέα γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε, στα παρασκήνια, να αυξήσει την χωρητικότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο κατά 50% ως υποστήριξη της απόφασής της να καταργήσει την χρήση άνθρακα και να αυξήσει το μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στο 80% έως το 2030.

Θα είναι όμως αρκετά αυτά τα μέτρα; Μάλλον όχι, αλλά είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστούν περισσότερα για να αποφευχθεί η ολίσθηση από ενεργειακή κρίση σε ενεργειακή κρίση.

Tι σημαίνουν όλα αυτά για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο;

Το φυσικό αέριο είναι σημαντικό για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια, υποστηρίζοντας μια ομαλή ενεργειακή μετάβαση, έως ότου κλιμακωθεί η παραγωγή ΑΠΕ και το υδρογόνο είναι έτοιμο να παίξει σοβαρό ρόλο. Ωστόσο, η βιομηχανία φυσικού αερίου πρέπει να απαλλαχθεί από τις ανθρακούχες εκπομπές και να εξαλείψει τη διαρροή μεθανίου από τις εγκαταστάσεις φυσικού αερίου για να μπορέσει να διατηρήσει ένα μελλοντικό ρόλο.

Υπάρχει αυξανόμενη πίεση από επενδυτές, ακτιβιστές και κυβερνήσεις στις διεθνείς εταιρείες πετρελαίου να περιορίσουν τις επενδύσεις σε νέα παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μια θέση που υποστηρίζει ο IEA, λέγοντας ότι οι τρέχουσες επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο είναι πλέον σε επίπεδα σύμφωνα με τις απαιτήσεις για επίτευξη μηδενικών εκπομπών και δεν αναμένει ότι το επίπεδο μελλοντικών επενδύσεων χρειάζεται να αλλάξει σημαντικά.

Πράγματι, οι μεγάλες εταιρείες - συμπεριλαμβανομένων της ExxonMobil και της Chevron - δεν σχεδιάζουν σημαντική αύξηση των κεφαλαιουχικών δαπανών τους στο άμεσο μέλλον, πέρα ​​από τα τρέχοντα, μαζικά μειωμένα, επίπεδα - κάτω κατά 60%-70% σε σύγκριση με τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων του 2014 - που πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν δαπάνες για έργα καθαρής ενέργειας. Οι τελευταίες αυξάνονται και τώρα αποτελούν απὀ 15% μέχρι και 35% των συνολικών κεφαλαιουχικών δαπανών των μεγάλων διεθνών εταιρειών πετρελαίου.

Η προσδοκία είναι ότι, με την Ευρώπη να επιμένει στις πολιτικές της για την Πράσινη Συμφωνία, το μεγαλύτερο μέρος της μελλοντικής ζήτησης φυσικού αερίου θα είναι στην Ασία, εκτοπίζοντας τον άνθρακα και επιτρέποντας την μετάβαση σε ΑΠΕ. Το φυσικό αέριο έχει μέλλον, αλλά η βιομηχανία πρέπει να πείσει ότι έχει σημαντικό ρόλο να παίξει σε ένα ενεργειακό σύστημα απελευθερωμένο από εκπομπές άνθρακα.

Αυτό το περιβάλλον καθιστά ολοένα και πιο δύσκολη τη χρηματοδότηση νέων έργων πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς η πίεση κλιματικής αλλαγής στα ορυκτά καύσιμα αυξάνεται, με το κόστος κεφαλαίου αυξάνεται. Για νέα έργα αυτό είναι πλέον πάνω από 20%, σε σύγκριση με 8%-10% πριν από δέκα χρόνια. Για τις ΑΠΕ έχει πάει προς την άλλη κατεύθυνση – τώρα είναι 3%-5% σε σύγκριση με 6%-8% πριν από δέκα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, φέτος θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που οι ΑΠΕ θα είναι ο μεγαλύτερος τομέας ενεργειακών επενδύσεων παγκοσμίως, σηματοδοτώντας ένα σημείο στροφής προς καθαρή ενέργεια.

Η αστάθεια των τιμών, τα χρηματοοικονομικά που γίνονται ολοένα και πιο προκλητικά και η αβεβαιότητα για το μέλλον, καθιστούν επενδυτικές αποφάσεις πολύ πιο δύσκολες, επηρεάζοντας επενδύσεις σε μακροπρόθεσμα έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Τα συμφέροντα των διεθνών εταιρειών έχουν πλέον αλλάξει. Τώρα ενδιαφέρονται για άμεσες, εύκολες και υψηλές αποδόσεις - όχι για μακροπρόθεσμες επιδόσεις. Κάτι που αποτελεί πρόκληση και τις κάνει περισσότερο επιλεκτικές σε όσο αφορά μελλοντικές επενδύσεις σε νέα έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

 

  • Βασισμένο στην παρουσίαση μου στο 25ο Συνέδριο του ΙΕΝΕ με θέμα "Ενέργεια & Ανάπτυξη": Ενεργειακή Μετάβαση και η Προσπάθεια για Εφικτές Λύσεις – Διεθνείς και Περιφερειακές Παράμετροι.

 

*Dr Charles Ellinas, @CharlesEllinas

Senior Fellow

Global Energy Center

Atlantic Council  &

Visitor Research Fellow IENE