Η ενεργειακή κρίση που βιώνουμε σήμερα και η οποία από ό,τι φαίνεται θα διατηρηθεί μέχρι την αρχή της Άνοιξης του 2022, είναι η δεύτερη σοβαρή μεταπολεμική μετά την κρίση του πετρελαίου του 1973, με διαφορετικά έστω ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά με επίσης σοβαρότατες επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες και τα νοικοκυριά. 

Υπό την έννοια αυτή, οι κοινωνίες μας βιώνουν ταυτοχρόνως τις επιπτώσεις δύο «εισαγόμενων» κρίσεων και οι οικονομίες μας αγωνίζονται ασθμαίνοντας να ανακουφίσουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από τις απώλειες που υφίστανται, αφιερώνοντας πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, πράγμα που και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία των κρατών μας.

Η κρίση του φυσικού αερίου ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, αν λάβει κάποιος υπόψη του τις συνθήκες που προηγήθηκαν και υπό τις οποίες εξελίχθηκε. Η πανδημία του COVID 19, χωρίς να αποτελεί πρωτογενή αιτία, υπήρξε ο καταλύτης για την δεύτερη σοβαρή μεταπολεμική ενεργειακή κρίση που είχε και αυτή ως επίκεντρο τους υδρογονάνθρακες, αλλά αυτή την φορά το φυσικό αέριο. Και λέμε ο καταλύτης, επειδή τα αίτια είναι βαθύτερα και ανάγονται στην γενικότερα διαμορφούμενη κατάσταση της οικονομίας σε διεθνές επίπεδο. Γιατί ο καταλύτης; Διότι λόγω της γενικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας (lockdown) κατά την περίοδο της πανδημίας, η οποία είχε πρωτοφανή διάρκεια, καθώς και την συνακόλουθη αναστολή της λειτουργίας της βιομηχανικής παραγωγής, η επιστροφή της τελευταίας στην κανονικότητα ήταν ταχεία, αλλά συγχρόνως και προβληματική. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι για μια ακόμα φορά αποδείχθηκε αυτό που διδάσκεται στα πανεπιστήμια και επιβεβαιώνεται από τους ανθρώπους της αγοράς· η αγορά ενέργειας είναι μια πολύ ευαίσθητη αγορά που είναι εκτεθειμένη σε αναταράξεις, οσάκις παρουσιάζονται προβλήματα, κυρίως στην διεθνή αγορά των ενεργειακών προϊόντων.

Η απότομη επανέναρξη, μετά τον έλεγχο της πανδημίας, της βιομηχανικής παραγωγής στις «τίγρεις» της Άπω Ανατολής (π.χ. Μαλαισία, Κορέα, Σιγκαπούρη, Κίνα, Ταϊβάν κλπ.) απορρόφησε ένα μεγάλο τμήμα της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου. Σημειώνεται ότι οι χώρες παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου είναι λίγες. Πρακτικώς, η περισσότερη παραγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου των κρατών-παραγωγών κατευθύνθηκε στην Άπω Ανατολή, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται έλλειψη του ενεργειακού αυτού προϊόντος στις υπόλοιπες περιοχές και ιδίως στην Ευρώπη. Το 2021, τα τρία τέταρτα των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου κατευθύνθηκαν στην Άπω Ανατολή, μια ποσότητα εξαιρετικώς σημαντική, δεδομένου ότι για την Ευρώπη παρέμεινε μόλις το 20%. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση βιομηχανικής παραγωγής στην παραπάνω περιοχή δεν οφείλεται μόνο στην εγχώρια δραστηριότητα, αλλά και στο γεγονός ότι πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν μεταφέρει την παραγωγή τους εκεί, επειδή το εργασιακό κόστος είναι χαμηλό. Η κατ΄ αυτόν τον τρόπο στενότητα διαθεσιμότητας του υγροποιημένου φυσικού αερίου είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές του ακόμα και κατά 60%.

Παραλλήλως προς την επιστροφή της οικονομικής δραστηριότητας στην κανονικότητα, οι ναύλοι των πλοίων (το υγροποιημένο φυσικό αέριο μεταφέρεται με πλοία) αυξήθηκαν τρομακτικά (μέχρι και 10 φορές), αφού οι εφοπλιστές θεώρησαν ότι είναι η κατάλληλη ευκαιρία να αντισταθμίσουν την ζημία που προέκυψε από την πολύμηνη ακινησία των πλοίων τους, με άλλα λόγια να «βγάλουν τα σπασμένα» αρκετού χρόνου ακινησίας, αφού κατανοούν ότι η «χρυσή» περίοδος των ναύλων δεν πρόκειται να διατηρηθεί επί πολύ χρονικό διάστημα. Αυτό προκάλεσε ευλόγως επιπλέον επιβάρυνση στην τιμή του αερίου.

Ωστόσο, το ζήτημα είναι προεχόντως γεωπολιτικό στην περίπτωση του αερίου αγωγού. Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη παραγωγός φυσικού αερίου στον κόσμο και η Ευρώπη είναι εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο πάνω από 50%. Ορισμένες μάλιστα χώρες είναι περισσότερο εξαρτημένες (π.χ. η Ελλάδα). Η απόφαση του κ. Πούτιν να δυσκολέψει την κατάσταση λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από την ΕΕ για το ουκρανικό ζήτημα, αλλά και της (δικαιολογημένης) καθυστέρησης της πιστοποίησης του NordStream2, είχαν ως αποτέλεσμα την εμφανή μείωση της ροής του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη. Επειδή δεν έχει ακόμα προχωρήσει όπως έπρεπε (για διάφορους λόγους) η αναγκαία διείσδυση των ΑΠΕ, η ηλεκτροπαραγωγή εξαρτάται από φυσικό αέριο σε μεγάλο βαθμό. Τούτο σημαίνει ότι η ανάγκη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θέρμανσης τους τρέχοντες μήνες είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο. Υπό την έννοια αυτή, ο συνδυασμός της έλλειψης υγροποιημένου φυσικού αερίου και των γεωπολιτικών ζητημάτων που αναφέρθηκαν, ευλόγως διατηρεί την τιμή του φυσικού αερίου σε υψηλότατα επίπεδα, με περαιτέρω συνέπεια την αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, αφού το 40% περίπου της ζήτησης αυτής εξυπηρετείται από το εν λόγω ενεργειακό προϊόν.

Η τιμή του φυσικού αερίου θα μειωθεί και μάλλον θα επανέλθει σε κανονικά επίπεδα στην αρχή της Άνοιξης, δεδομένου ότι η ζήτηση θα μειωθεί λόγω των ευμενών καιρικών συνθηκών. Αυτό βεβαίως δεν αποκλείει την επάνοδο του προβλήματος. Σε άρθρο μας που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2014 στο Foreign Affairs (The Hellenic Edition), είχαμε υποστηρίξει ότι η ΕΕ και οι Ρωσία είναι «καταδικασμένες» να συμβιούν στην ίδια ήπειρο και να αλληλοεξαρτώνται τουλάχιστον σε ενεργειακό επίπεδο. Υπό το πρίσμα αυτό είχαμε εκφράσει την άποψη, αντί των εκατέρωθεν κυρώσεων, να αρχίσουν τεχνοκρατικές συνομιλίες και διαδικασίες για την ίδρυση μιας μόνιμης ειδικής αγοράς φυσικού αερίου που θα εκτείνεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, πρώτον ότι τα πεντακόσια εκατομμύρια των Ευρωπαίων είναι οι καλύτεροι καταναλωτές και πελάτες της Ρωσίας (σταθεροί και καλοπληρωτές) και δεύτερον ότι η Ρωσία δεν μπορεί να προβαίνει σε εξόρυξη φυσικού αερίου σε νέες περιοχές δίχως την τεχνολογία και την οικονομική δύναμη της Δύσης. Επομένως, μιλούμε για μια αλληλεξάρτηση που μπορεί να αποβεί θετική και για τις δυο πλευρές. Σε μια τέτοια αγορά θα πρέπει να θεσπισθούν κανόνες με συμβιβασμούς (η Ευρώπη ξέρει πολύ καλά από αυτά) επ΄ ωφελεία και των δυο μερών. Η αγορά θα βασίζεται σε κανόνες ανταγωνισμού και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η ειδική θέση του δεσπόζοντος παίκτη (της Gazprom). Ουσιαστικώς, πρόκειται για ένα συγκερασμό του ευρωπαϊκού κεκτημένου στον τομέα της ενέργειας και του ρωσικού προστατευτισμού, όπου τα μέρη θα αλληλοδεσμεύονται με αυστηρούς όρους, κανόνες και μηχανισμούς. Μπορεί να ακούγεται ουτοπικό, αλλά μάλλον αξίζει την προσπάθεια!

Αν δεν υπάρξουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, μακριά από (γεω)πολιτικές διαφορές, οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια νέα ενεργειακή πραγματικότητα, η κατάσταση θα συνεχίζεται για πολλά χρόνια και η ΕΕ, μέχρι η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας να καλύπτεται τουλάχιστον 40% από ανανεώσιμες πηγές ή να διατίθεται αέριο από τις λεκάνες της Ανατολικής Μεσογείου, θα βρίσκεται ενεργειακά «αιχμάλωτη» της αγωνίας και του ιστορικού «άγχους» των μελών της που είναι πρώην ανατολικές χώρες (βλ. Πολωνία, Ουγγαρία) και οι οποίες όχι μόνον δεν ακολουθούν τους πολιτικούς και ενεργειακούς κανόνες της ΕΕ, αλλά απαιτούν μια σκληρότερη γραμμή απέναντι στην Ρωσία, καλυπτόμενες από την δυτική ομπρέλα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Όλα τα ανωτέρω υπό την βασική και αδιαπραγμάτευτη παραδοχή για την Ελλάδα τουλάχιστον, ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν».


* Διδάσκει Δίκαιο Ενέργειας στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος-πρώην Αντιπρόεδρος της ΡΑΕ