Με χιλιάδες ρωσικών στρατευμάτων να είναι συγκεντρωμένα κοντά στα σύνορα της Ουκρανίας, η ανακοίνωση ότι Ρωσία και Ηνωμένες Πολιτείες θα διεξαγάγουν σύντομα συνομιλίες για ζητήματα ασφαλείας είναι, αναμφίβολα, ευπρόσδεκτη. Παρά το γεγονός ότι η αποκλιμάκωση της έντασης κάθε άλλο

παρά εγγυημένη μπορεί να θεωρηθεί, είναι πολύ πιο δύσκολο να διεξαγάγει κανείς παράλληλους μονολόγους με κάποιον που βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο.

Αυτό είναι κάτι που κάνουν Ρωσία και Δύση στο μεγαλύτερο διάστημα των 21 ετών που βρίσκεται στην εξουσία ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Κι αυτό, παρά το ότι υπήρξε ένας σύντομος μήνας του μέλιτος: Το 2001, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους είχε ισχυριστεί ότι «κοίταξε στα μάτια» τον ρώσο εταίρο του και απέκτησε «μια εικόνα τού τι έχει στην ψυχή του», το οποίο χαρακτήρισε «πολύ ευθύ και έντιμο». Ο δε Πούτιν υπήρξε υποστηρικτικός κατά τους πρώτους μήνες της επέμβασης των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.

Ομως, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα στη συνέχεια. Οσο για τη συνεχόμενη αποτυχία της Δύσης να κατανοήσει τον Πούτιν, πουθενά δεν είναι πιο καθαρή από ό,τι στις εκτιμήσεις των Αμερικανών για την πολιτική της Ρωσίας στην Ουκρανία - ειδικά δε τον ισχυρισμό υψηλόβαθμων αξιωματούχων των ΗΠΑ ότι ο Πούτιν ενδέχεται να επιδιώκει «την ανασύσταση της Σοβιετικής Ενωσης», ως μέρος ενός «έργου που αφορά την ιστορική κληρονομιά».

Εύκολα μπορεί να κατανοηθεί το γιατί κανείς οδηγείται σε μια τέτοια εκτίμηση. Ομως, το συμπέρασμα πως ο Πούτιν επιδιώκει ένα είδος σοβιετικής επανένωσης είναι εσφαλμένο. Ο αείμνηστος διπλωμάτης Τζορτζ Κέναν θα υιοθετούσε, αναμφίβολα, μια πιο διαφοροποιημένη θέση. Θα ισχυριζόταν πως η συμπεριφορά της Ρωσίας εξηγείται καλύτερα με τη θεωρία του «εξέχοντος έθνους».

Κατ' αντιστοιχία με την ιδιαιτερότητα της Αμερικής, υπάρχει ανάμεσα στους Ρώσους μια αίσθηση ότι η χώρα τους αποτελεί μια πραγματικά μεγάλη δύναμη, η οποία έχει να διαδραματίσει έναν ιστορικό ρόλο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2020, το 58% των Ρώσων στηρίζει την άποψη ότι η χώρα οφείλει να ακολουθήσει τον «δικό της ιδιαίτερο δρόμο», ενώ ένα εντυπωσιακό 75% πιστεύει πως η σοβιετική εποχή ήταν η «πιο μεγαλειώδης περίοδος» στην ιστορία της.

Παρ' όλα αυτά, μόλις το 28% των ερωτηθέντων δηλώνει πως επιθυμεί «την επιστροφή στον δρόμο που ακολουθούσε η Σοβιετική Ενωση». Με άλλα λόγια, αυτό που επιζητούν οι Ρώσοι δεν είναι η αναβίωση της ΕΣΣΔ, αλλά μάλλον η προάσπιση της θέσης και της επιρροής της χώρας τους, κάτι που μεταφράζεται στη διασφάλιση της σφαίρας επιρροής της. Ως εκ τούτου, η αντίληψη ότι η Δύση θα μπορούσε να προωθήσει μια προς Ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ χωρίς να συναντήσει αντίδραση ήταν πάντοτε μια καθαρή ανοησία.

Στην πράξη, η Δύση απέρριπτε συστηματικά τις ανησυχίες του Κρεμλίνου για ζητήματα ασφαλείας που έχουν να κάνουν με τις πρώην σοβιετικές χώρες, ενώ χαρακτήριζε τη ρωσική αντίδραση της Ρωσίας για την προς Ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ ως παρανοϊκό ρεβανσισμό. Ουδείς απειλεί τη Ρωσία, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη λογική - αντιθέτως, είναι η Ρωσία αυτή η οποία απειλεί τους γείτονές της, όπως φάνηκε και με τις εισβολές στη Γεωργία το 2008 και την Ουκρανία το 2014.

Η Δύση, όμως, δεν είναι λογικό να αναμένει ότι το Κρεμλίνο θα αποδεχθεί ως έχει τον ισχυρισμό του ΝΑΤΟ ότι αποτελεί μια καθαρά αμυντική συμμαχία. Σε τελική ανάλυση, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ ήρθε πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας, υιοθετώντας χώρες με τις οποίες η Ρωσία έχει δεσμούς ιστορικούς και γεωγραφικούς, όπως και συμφέροντα σε επίπεδο ασφαλείας.

Αυτή, μάλιστα, δεν είναι η μοναδική λανθασμένη παραδοχή της Δύσης όσον αφορά τη Ρωσία. Πολλοί, σε ΗΠΑ και Ευρώπη, μοιάζουν να είναι επίσης πεισμένοι ότι η ραγδαία ενίσχυση του εθνικισμού που ακολούθησε την προσάρτηση της Κριμαίας σημαίνει πως το τζίνι έχει βγει μόνιμα από το μπουκάλι.

Οπως και πριν, είναι κατανοητό το παραπάνω συμπέρασμα. Ομως, αυτό δεν σημαίνει πως οι Ρώσοι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη δική τους ασφάλεια. Αντιθέτως, αγνοώντας τις ανησυχίες τους για το ΝΑΤΟ, ΗΠΑ και Ευρώπη θα ενισχύσουν τη στήριξη προς τον Πούτιν. Ηδη, μόλις το 4% κατηγορεί το Κρεμλίνο για την αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων, με τους υπόλοιπους να κατηγορούν τις ΗΠΑ ή την Ουκρανία για τις εξελίξεις.

Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αποτρέψουν καθετί που θα αποτελούσε επανάληψη των γεγονότων του 2014 στην Ουκρανία. Αυτό μοιάζει να είναι το σωστό και το δίκαιο. Ομως, η γεωπολιτική δεν είναι ζήτημα δικαίου, αλλά ψυχρών υπολογισμών. Ενόσω δε οι «ξεχωριστές» ΗΠΑ είναι εδώ και καιρό σε θέση να δρουν με βάση τα στρατηγικά τους συμφέροντα χωρίς, όπως το έθεσε κάποιος, «να υπολογίζουν τις συνέπειες που αυτό θα έχει», ίσως έχει έρθει η ώρα να συμπεριλάβουν στους υπολογισμούς τους και άλλες μεταβλητές. Οπως, για παράδειγμα, ότι και οι Ρώσοι θεωρούν τη χώρα τους ξεχωριστή.

Εάν αυτό δεν αλλάξει και μέχρις ότου αλλάξει, ο κύκλος των κρίσεων θα συνεχιστεί, με την απειλή να κλιμακώνεται και να καθίσταται, δυνάμει, καταστροφική. «Είναι τόσο τρομακτική η ισχύς των σημερινών προηγμένων οπλικών συστημάτων που οποιαδήποτε νέα μεγάλη σύρραξη ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις θα μπορούσε να προκαλέσει αναντίστρεπτη βλάβη στη συνολική δομή του σύγχρονου πολιτισμού», όπως σημειώνει ο Κέναν.

* Η Νίνα Χρούστσεβα είναι καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στη New School και συγγραφέας (μαζί με τον Jeffrey Tayler) του «In Putin's Footsteps: Searching for the Soul of an Empire Across Russia's Eleven Time Zones»

(Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ)