Ο θρίαμβος του ΟΠΕΚ

Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη 47ετή πορεία του ΟΠΕΚ είναι πως πρόκειται περισσότερο για έναν εικονικό οργανισμό παρά για ένα καρτέλ. Ουδέποτε μπορούσε να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στις τιμές του πετρελαίου, διότι τα κράτη–μέλη του παραβιάζουν συστηματικά τις ποσοστώσεις που τα ίδια επιβάλλουν για να ρυθμίσουν την αγορά.
Του Robert J. Samuelson
Σαβ, 15 Μαρτίου 2008 - 06:34

Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη 47ετή πορεία του ΟΠΕΚ είναι πως πρόκειται περισσότερο για έναν εικονικό οργανισμό παρά για ένα καρτέλ. Ουδέποτε μπορούσε να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στις τιμές του πετρελαίου, διότι τα κράτη–μέλη του παραβιάζουν συστηματικά τις ποσοστώσεις που τα ίδια επιβάλλουν για να ρυθμίσουν την αγορά.

Οπότε ο ΟΠΕΚ ανέκαθεν ακολουθούσε την τιμή του πετρελαίου, η οποία κινούνταν ανοδικά ή καθοδικά σε συνάρτηση με τις μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης. Αυτή τη φορά, όμως, ο ΟΠΕΚ μπορεί να έχει φέρει εις πέρας την αποστολή του, λειτουργώντας ως ένα καρτέλ με την πραγματική διάσταση της λέξεως. Εάν κάτι τέτοιο ισχύει, πάντως, είναι μια κακή εξέλιξη για τον υπόλοιπο κόσμο.

Οι προθέσεις του Οργανισμού αναγνωρίζονται από την τελευταία σύνοδο που συντελέστηκε στη Βιέννη. Οι υπουργοί Πετρελαίου των κρατών–μελών αρνήθηκαν να αυξήσουν το όριο της ημερήσιας παραγωγής παρά τα ισχυρά επιχειρήματα που δικαιολογούσαν μια τέτοια απόφαση. Η τιμή του πετρελαίου έχει ξεπεράσει τα 100 δολάρια το βαρέλι, οι ΗΠΑ φλερτάρουν επικίνδυνα με την ύφεση και ο υπόλοιπος κόσμος είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της επιβράδυνσης στην παγκόσμια ανάπτυξη.

Ενα από τα ισχυρότερα αντίδοτα μιας ύφεσης ή μιας οικονομικής επιβράδυνσης είναι η πτώση των τιμών του πετρελαίου, καθώς το χαμηλότερο κόστος βενζίνης, πετρελαίου θέρμανσης και ντίζελ ενισχύει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Περιορίζονται έτσι οι πληθωριστικές πιέσεις και ενισχύεται η εμπιστοσύνη. Υπό αυτήν την έννοια, η πτώση των τιμών του μαύρου χρυσού σταθεροποιεί αυτόματα μια υποτονομική οικονομία.

Τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη, όμως, δεν φαίνεται να προβληματίζονται και πολύ. Τα ετήσια έσοδα των κρατών–μελών του ΟΠΕΚ τετραπλασιάστηκαν από το 1999 μέχρι το 2007 στα 670 δισ. δολάρια, επισημαίνει ο οικονομολόγος Φίλιπ Βέρλεγκερ. Δύο απρόβλεπτοι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτήν την αύξηση πλούτου. Πρώτον, η μεγάλη ζήτηση από την Κίνα. Δεύτερον, τα προβλήματα στην προσφορά, καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις σε Ιράκ, Ιράν, Νιγηρία, Βενεζουέλα και αλλού μείωσαν την παγκόσμια παραγωγή κατά 4,5 εκατ. βαρέλια, ημερησίως, σύμφωνα με το Ιδρυμα Ερευνών Ενεργειακής Πολιτικής (EPRINC).

Αλλά, αυτό είναι μόνο μια πλευρά της υπόθεσης. Ας πάμε πίσω στο 2006. Η τιμή του αργού είχε υποχωρήσει τον Αύγουστο από τα 70 δολάρια, το βαρέλι, στα 50 δολάρια.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα καρτέλ μειώνει την παραγωγή για να στηρίξει τις τιμές. Ετσι ενήργησε τότε και ο ΟΠΕΚ.

Σε δύο φάσεις μείωσε την παραγωγή κατά 800.000 βαρέλα, ημερησίως. Μέχρι τα τέλη του 2007, τα αποθέματα είχαν μειωθεί στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τριετίας.

Για πρώτη φορά, το αμερικανικό Κογκρέσο επέβαλε αυστηρότερα κριτήρια στην κατανάλωση καυσίμων για τα νέα αυτοκίνητα και τα μικρά φορτηγά, ενώ η ζήτηση πετρελαίου από κράτη εκτός του ΟΠΕΚ αναμένεται να αυξηθεί. Εάν, λοιπόν, επιδεινωθούν οι τρέχουσες συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία, τότε ο ΟΠΕΚ δεν έχει περιθώρια, ούτε και λόγους, για να διατηρήσει την τιμή του πετρελαίου σε αυτά τα υψηλά επίπεδα.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 15/03/2008)