«Κομμάτι της χρεοκοπίας της χώρας που οδήγησε στα Μνημόνια ήταν και τα εξοπλιστικά. Άρα ναι στην επαρκή άμυνα… αλλά όχι σε μία αλόγιστη κούρσα εξοπλισμών, που θα οδηγήσει σε μία διεύρυνση του ελλείμματος με εξοπλισμούς που δεν αντέχει η χώρα». ‘Η αυτό τουλάχιστον επανέλαβε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας με τις ενστάσεις αυτές, να αποτελούν μόνιμη επωδό

σχεδόν κάθε πρόσφατης δημόσιας παρέμβασής του και να προβάλλονται άλλωστε και ως o κυριότερος λόγος, που ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του καταψήφισαν στην Βουλή τόσο την συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Γαλλία όσο και τον προϋπολογισμό. Αντέχει, άραγε, μια χώρα με τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, μια κούρσα εξοπλισμών; Μάλιστα δε η περί τούτου αρνητική απάντηση του  primus της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήδη προκάλεσε θετικό αντίκτυπο στην Τουρκία. «Γιατί εξοπλιζόμαστε; Θα γίνουμε μήπως υπερδύναμη;» ήταν ο τίτλος, με τον οποίο παρουσίασε την θέση του κ. Τσίπρα η Hürriyet. Είναι όμως έτσι; Έχουμε μπει αλήθεια σε κούρσα εξοπλισμών(μάταιη ή μη); 

Όχι φυσικά, το γεγονός, ότι λάβαμε επιτέλους και μάλιστα με μεγάλη φειδώ και με ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση, λόγω δέκα και πλέον ετών οικονομικής κρίσης, αποφάσεις εκσυγχρονισμού κυρίως του ναυτικού και δευτερευόντως της αεροπορίας μας, δεν συνιστά «κούρσα εξοπλισμών».  Άλλωστε, με τα σκάφη, που αποτελούν τον κύριο κορμό του στόλου μας, να πλησιάζουν τα 40 χρόνια, δεν είχαμε καν άλλη επιλογή. Οπότε, σε σχέση με αυτό, που πραγματικά συμβαίνει, κάθε ρητορική περί «κούρσας εξοπλισμών» αποτελεί αφόρητη υπερβολή και ο λόγος που  ο κ. Τσίπρας μετέρχεται τέτοιας ρητορικής είναι ότι, όπως δείχνουν, όλες οι δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση τυγχάνει ευρείας επιδοκιμασίας για την απόφασή της, να πράξει το αυτονόητο και η έγερση ενός φανταστικού προβλήματος «κούρσας εξοπλισμών επιχειρεί, να μετριάσει την παράπλευρη πολιτική ζημιά όσων αντιτίθενται προς αυτό – με την ευρύτερη Αριστερά άλλωστε, να  διαπνέεται από μόνιμη επιφυλακτικότητα σε κάθε τι εν δυνάμει «πολεμικό». Όμως σε πείσμα τέτοιων αντιπαθών απόψεων, το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι μάλλον το αντίστροφο. 

Γιατί, ενώ ο φόβος για το δυσβάστακτο κόστος μιας ενδεχόμενης κούρσας εξοπλισμών είναι σίγουρα εύλογος,  στο μέτρο, που ο φόβος αυτός ενεργεί πάντοτε αμφίπλευρα(αφορά αμφότερους τους εξοπλιζόμενους, εν προκειμένω δηλαδή και Ελλάδα και Τουρκία), το κρίσιμο ερώτημα για κάθε κούρσα εξοπλισμών είναι σε ποιον επιφυλάσσει συγκριτικά το μικρότερο οικονομικό κόστος. Ας θυμηθούμε λ.χ. τι συνέβη με τον επανεξοπλισμό των Η.Π.Α. την δεκαετία του 1980, ο οποίος οδήγησε τελικά την Σοβιετική Ένωση σε κατάρρευση. Όταν ο Reagan ξεκίνησε  μια πραγματική κούρσα εξοπλισμών το 1981, ο τότε ηττοπαθής δυτικός Τύπος οχυρώθηκε πίσω από το επιχείρημα ενός οικονομικά ασύμφορου φαύλου κύκλου. Μόνο, που ο κύκλος αποδείχθηκε φαύλος μόνο για την Σοβιετική Ένωση. Γιατί; Γατί, ακριβώς, το κόστος της δικής της συμμετοχής στην κούρσα αποδείχθηκε ακριβότερο. Σίγουρα και οι Η.Π.Α. ξόδεψαν δισεκατομμύρια, που θα μπορούσαν, να είχαν αποφύγει, όμως είχαν μεγαλύτερα περιθώρια, να απορροφήσουν την ζημιά. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση, με την οικονομία της ήδη σε βαθιά κρίση, με την διοχέτευση πολύτιμων πόρων στους εξοπλισμούς, γονάτισε – στην πράξη η κούρσα εξοπλισμών, που εγκαινίασε ο Reagan λειτούργησε, ως θανάσιμο οικονομικό όπλο. Και έτσι θα μπορούσε, να γίνει και με την Τουρκία, αν η Ελλάδα αποφάσιζε, να ξεκινήσει μια γνήσια κούρσα εξοπλισμών σήμερα. Σίγουρα, το κόστος τέτοιων εξοπλισμών(δηλαδή ολοένα και μεγαλύτερων εξοπλισμών, με στόχο την απόκτηση σαφούς πλεονεκτήματος) θα ήταν  βαρύ για μια Ελλάδα, που ακόμα ζει με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Όμως ακόμα βαρύτερο, αν όχι θανάσιμο, θα μπορούσε, εύκολα, να αποδειχθεί, για την Τουρκία, μια χώρα δηλαδή, που διανύει περίοδο ακόμα βαθύτερης οικονομικής κρίσης, που δεν αποκλείεται, να  εξελιχθεί, υπό προϋποθέσεις, σε πραγματική κατάρρευση.  Σε αυτή τη συγκυρία, μια γνήσια «κούρσα εξοπλισμών» θα μπορούσε, πράγματι, να οδηγήσει σε ανέλπιστη στρατηγική ήττα την Τουρκία.

Μόνο, που κανείς στην Ελλάδα(παρά τα όσα φανταστικά εγείρει ο κ. Τσίπρας) δεν θέλει, να κάνει τέτοια  «κούρσα εξοπλισμών», ακόμα και με δέλεαρ μια στρατηγική ήττα της Τουρκίας. Και αυτό γιατί παραμένουμε σταθερά ανέτοιμοι, να διανοηθούμε μια τέτοια ήττα, ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο(πόσο μάλλον, να επενδύσουμε για αυτήν), έχοντας γίνει δέσμιοι μιας διαχρονικά φοβικής λογικής ήσσονος προσπάθειας και αποτροπής και του γνωστού συνδρόμου του μικροελλαδισμού, που μας έχει καταδικάσει στην μόνιμη απώλεια πρωτοβουλίας. Και μπορεί, να έχουμε μετριάσει τον ζήλο μας, στον παραδοσιακό ρόλο του ανόητου υπερασπιστή της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., αλλά εξακολουθούμε, να κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας, μηδέποτε ασκώντας τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην θάλασσα, μη διανοούμενοι ποτέ, ότι μπορούμε, να φέρουμε την Τουρκία ενώπιον τετελεσμένων, όπως μονίμως πράττει αυτή. Έτσι έκανε στην Κύπρο, για να φθάσει σήμερα, να θέτει ανοιχτά ζήτημα δυο κρατών, έτσι έκανε και στο Αιγαίο, για να φθάσει σήμερα, να αμφισβητεί de jure την κυριαρχία μας στα ελληνικά νησιά με το επιχείρημα της στρατικοποίησής τους κατά παράβαση της Συνθήκης της Λοζάνης. Γιατί; Γιατί πολύ απλά, δεν αρκούν οι εξοπλισμοί, όταν ο αντίπαλός σου έχει εδραία και εξ εμπειρίας δικαιωμένη πεποίθηση, ότι δεν θα τραβήξεις ποτέ πρώτος τη σκανδάλη και ότι μόνος σκοπός ακόμα και μιας κούρσας εξοπλισμών θα ήταν ο απλός και παράδοξος, να τον εξευμενίσεις. 

, με τις ενστάσεις αυτές, να αποτελούν μόνιμη επωδό σχεδόν κάθε πρόσφατης δημόσιας παρέμβασής του και να προβάλλονται άλλωστε και ως o κυριότερος λόγος, που ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του καταψήφισαν στην Βουλή τόσο την συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Γαλλία όσο και τον προϋπολογισμό. Αντέχει, άραγε, μια χώρα με τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, μια κούρσα εξοπλισμών; Μάλιστα δε η περί τούτου αρνητική απάντηση του  primus της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήδη προκάλεσε θετικό αντίκτυπο στην Τουρκία. «Γιατί εξοπλιζόμαστε; Θα γίνουμε μήπως υπερδύναμη;» ήταν ο τίτλος, με τον οποίο παρουσίασε την θέση του κ. Τσίπρα η Hürriyet. Είναι όμως έτσι; Έχουμε μπει αλήθεια σε κούρσα εξοπλισμών(μάταιη ή μη); 

Όχι φυσικά, το γεγονός, ότι λάβαμε επιτέλους και μάλιστα με μεγάλη φειδώ και με ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση, λόγω δέκα και πλέον ετών οικονομικής κρίσης, αποφάσεις εκσυγχρονισμού κυρίως του ναυτικού και δευτερευόντως της αεροπορίας μας, δεν συνιστά «κούρσα εξοπλισμών».  Άλλωστε, με τα σκάφη, που αποτελούν τον κύριο κορμό του στόλου μας, να πλησιάζουν τα 40 χρόνια, δεν είχαμε καν άλλη επιλογή. Οπότε, σε σχέση με αυτό, που πραγματικά συμβαίνει, κάθε ρητορική περί «κούρσας εξοπλισμών» αποτελεί αφόρητη υπερβολή και ο λόγος που  ο κ. Τσίπρας μετέρχεται τέτοιας ρητορικής είναι ότι, όπως δείχνουν, όλες οι δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση τυγχάνει ευρείας επιδοκιμασίας για την απόφασή της, να πράξει το αυτονόητο και η έγερση ενός φανταστικού προβλήματος «κούρσας εξοπλισμών επιχειρεί, να μετριάσει την παράπλευρη πολιτική ζημιά όσων αντιτίθενται προς αυτό – με την ευρύτερη Αριστερά άλλωστε, να  διαπνέεται από μόνιμη επιφυλακτικότητα σε κάθε τι εν δυνάμει «πολεμικό». Όμως σε πείσμα τέτοιων αντιπαθών απόψεων, το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι μάλλον το αντίστροφο. 

Γιατί, ενώ ο φόβος για το δυσβάστακτο κόστος μιας ενδεχόμενης κούρσας εξοπλισμών είναι σίγουρα εύλογος,  στο μέτρο, που ο φόβος αυτός ενεργεί πάντοτε αμφίπλευρα(αφορά αμφότερους τους εξοπλιζόμενους, εν προκειμένω δηλαδή και Ελλάδα και Τουρκία), το κρίσιμο ερώτημα για κάθε κούρσα εξοπλισμών είναι σε ποιον επιφυλάσσει συγκριτικά το μικρότερο οικονομικό κόστος. Ας θυμηθούμε λ.χ. τι συνέβη με τον επανεξοπλισμό των Η.Π.Α. την δεκαετία του 1980, ο οποίος οδήγησε τελικά την Σοβιετική Ένωση σε κατάρρευση. Όταν ο Reagan ξεκίνησε  μια πραγματική κούρσα εξοπλισμών το 1981, ο τότε ηττοπαθής δυτικός Τύπος οχυρώθηκε πίσω από το επιχείρημα ενός οικονομικά ασύμφορου φαύλου κύκλου. Μόνο, που ο κύκλος αποδείχθηκε φαύλος μόνο για την Σοβιετική Ένωση. Γιατί; Γατί, ακριβώς, το κόστος της δικής της συμμετοχής στην κούρσα αποδείχθηκε ακριβότερο. Σίγουρα και οι Η.Π.Α. ξόδεψαν δισεκατομμύρια, που θα μπορούσαν, να είχαν αποφύγει, όμως είχαν μεγαλύτερα περιθώρια, να απορροφήσουν την ζημιά. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση, με την οικονομία της ήδη σε βαθιά κρίση, με την διοχέτευση πολύτιμων πόρων στους εξοπλισμούς, γονάτισε – στην πράξη η κούρσα εξοπλισμών, που εγκαινίασε ο Reagan λειτούργησε, ως θανάσιμο οικονομικό όπλο. Και έτσι θα μπορούσε, να γίνει και με την Τουρκία, αν η Ελλάδα αποφάσιζε, να ξεκινήσει μια γνήσια κούρσα εξοπλισμών σήμερα. Σίγουρα, το κόστος τέτοιων εξοπλισμών(δηλαδή ολοένα και μεγαλύτερων εξοπλισμών, με στόχο την απόκτηση σαφούς πλεονεκτήματος) θα ήταν  βαρύ για μια Ελλάδα, που ακόμα ζει με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Όμως ακόμα βαρύτερο, αν όχι θανάσιμο, θα μπορούσε, εύκολα, να αποδειχθεί, για την Τουρκία, μια χώρα δηλαδή, που διανύει περίοδο ακόμα βαθύτερης οικονομικής κρίσης, που δεν αποκλείεται, να  εξελιχθεί, υπό προϋποθέσεις, σε πραγματική κατάρρευση.  Σε αυτή τη συγκυρία, μια γνήσια «κούρσα εξοπλισμών» θα μπορούσε, πράγματι, να οδηγήσει σε ανέλπιστη στρατηγική ήττα την Τουρκία.

Μόνο, που κανείς στην Ελλάδα(παρά τα όσα φανταστικά εγείρει ο κ. Τσίπρας) δεν θέλει, να κάνει τέτοια  «κούρσα εξοπλισμών», ακόμα και με δέλεαρ μια στρατηγική ήττα της Τουρκίας. Και αυτό γιατί παραμένουμε σταθερά ανέτοιμοι, να διανοηθούμε μια τέτοια ήττα, ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο(πόσο μάλλον, να επενδύσουμε για αυτήν), έχοντας γίνει δέσμιοι μιας διαχρονικά φοβικής λογικής ήσσονος προσπάθειας και αποτροπής και του γνωστού συνδρόμου του μικροελλαδισμού, που μας έχει καταδικάσει στην μόνιμη απώλεια πρωτοβουλίας. Και μπορεί, να έχουμε μετριάσει τον ζήλο μας, στον παραδοσιακό ρόλο του ανόητου υπερασπιστή της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., αλλά εξακολουθούμε, να κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας, μηδέποτε ασκώντας τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην θάλασσα, μη διανοούμενοι ποτέ, ότι μπορούμε, να φέρουμε την Τουρκία ενώπιον τετελεσμένων, όπως μονίμως πράττει αυτή. Έτσι έκανε στην Κύπρο, για να φθάσει σήμερα, να θέτει ανοιχτά ζήτημα δυο κρατών, έτσι έκανε και στο Αιγαίο, για να φθάσει σήμερα, να αμφισβητεί de jure την κυριαρχία μας στα ελληνικά νησιά με το επιχείρημα της στρατικοποίησής τους κατά παράβαση της Συνθήκης της Λοζάνης. Γιατί; Γιατί πολύ απλά, δεν αρκούν οι εξοπλισμοί, όταν ο αντίπαλός σου έχει εδραία και εξ εμπειρίας δικαιωμένη πεποίθηση, ότι δεν θα τραβήξεις ποτέ πρώτος τη σκανδάλη και ότι μόνος σκοπός ακόμα και μιας κούρσας εξοπλισμών θα ήταν ο απλός και παράδοξος, να τον εξευμενίσεις.