Στα πεδία των μαχών, οι Ρώσοι εισβολείς αντιμάχονται τους Ουκρανούς και τις όποιες έμπρακτες διεθνείς ενισχύσεις τους. Όμως στην αφηρημένη σφαίρα της παγκόσμιας οικονομίας ένας άλλος "πόλεμος" έχει επί της ουσίας ήδη κηρυχθεί. Και αντιπαραθέτει τους πραγματικούς πρωταγωνιστές: τις ΗΠΑ και την Κίνα

Χωρίς καν να προβαίνει σε αξιοσημείωτες κινήσεις, η χώρα του Σι Τζινπίνγκ αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή της ουκρανικής κρίσης και βλέπει ήδη το διπλωματικό της κεφάλαιο να αναβαθμίζεται. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ οι καταγγελίες για την πολιτική της έναντι των μειονοτήτων στο Θιβέτ και το Σιντζιάνγκ, για την καταστολή των διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ ή για τις διεκδικήσεις της Κίνας έναντι των γειτόνων της στην Νότια Σινική Θάλασσα, η Λαϊκή Δημοκρατία αντιμετωπίζεται από πολλούς ως ένας πιθανός διαιτητής ή ως ο καθοριστικός τρίτος που μπορεί να ρίξει το βάρος του υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Η τηλεδιάσκεψη που πραγματοποίησαν στις 8 Μαΐου οι Εμανουέλ Μακρόν και Όλαφ Σολτς με τον Σι Τζινπίνγκ καταδεικνύει ακριβώς αυτό.

Όμως το πραγματικό επίδικο δεν κρίνεται στο τραπέζι των όποιων διπλωματικών ζυμώσεων, αλλά στο πεδίο όπου ήδη ξαναγράφεται η ιστορία: τις κυρώσεις και τις αντικυρώσεις που ρηγματώνουν την οικονομική παγκοσμιοποίηση, όπως τη γνωρίζαμε. Και επ' αυτού οι ΗΠΑ δεν κρύβουν τη διάθεσή τους να φέρουν την Κίνα ενώπιον ενός πολύ δυσάρεστου διλήμματος: είτε να αποστασιοποιηθεί από τη Ρωσία, με την οποία εμβαθύνει διαρκώς τα τελευταία χρόνια τη συνεργασία σε όλα τα επίπεδα, είτε να μπεί η ίδια στο "κάδρο" του οικονομικού στραγγαλισμού. Οι "δευτερογενείς κυρώσεις" είναι από αυτή την άποψη η φράση-κλειδί.

Όμως πρόκειται για chicken game άγνωστης έκβασης. Η αποτυχία του εμπορικού πολέμου που εξαπέλυσε ο Ντόναλντ Τραμπ είναι διδακτική. Πόσω μάλλον αν στο επίκεντρο των "εχθροπραξιών" μπει ο ίδιος ο ρόλος του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος.

Η απόφαση για δέσμευση των αποθεματικών της ρωσικής κεντρικής τράπεζας που βρίσκονται στη δικαιοδοσία δυτικών κρατών, υπήρξε ένα βαρύτατο και εν πολλοίς απρόβλεπτο πλήγμα για τη Μόσχα, η οποία έπαψε να έχει πρόσβαση περίπου στο ήμισυ των ογκωδών συναλλαγματικών διαθεσίμων για τη στήριξη του νομίσματός της. Υπήρξε όμως και μία ανατροπή των γνωστών κανόνων του παιχνιδιού, που δεν μπορεί παρά να σημάνει συναγερμό για τους ανταγωνιστές, ακόμη και τους φίλους, της Ουάσιγκτον.

Αν η αποκοπή από τον κόσμο του δολαρίου (όπως είχε συμβεί πειραματικά με το Ιράν και σε μεγαλύτερη κλίμακα πλέον με την Ρωσία) αποτελεί ένα πάσα στιγμή αξιοποιήσιμο πολιτικό "όπλο", οι ιθύνοντες του Πεκίνου δεν μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς, παρά μόνο στον βαθμό που τα δικά τους αποθεματικά συσσωρεύονται σε χρυσό, γιουάν και κρυπτονόμισμα.

Ήδη στο πρόσφατο παρελθόν ο υπουργός Οικονομικών του Τραμπ, Στίβεν Μνούτσιν είχε απειλήσει την Κίνα με κυρώσεις τέτοιου είδους, εάν αυτή παραβίαζε τις κυρώσεις εναντίον της Βόρειας Κορέας. Όμως ό,τι τότε μπορεί να ακουγόταν ως λεκτική υπερβολή, αποδεικνύεται τώρα ότι είναι απολύτως υλοποιήσιμο. Και η απειλή μόλις επαναλήφθηκε από την Αμερικανίδα υπουργό Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο, η οποία προειδοποίησε ότι η Ουάσιγκτον θα αναλάβει "σαρωτική" δράση εναντίον της Κίνας, εάν οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις της συνεργήσουν στην παράκαμψη από ρωσικές οντότητες των εναντίον τους κυρώσεων.

Τίποτε από όλα αυτά δεν δικαιούται η κινεζική ηγεσία να το παίρνει αψήφιστα. Άλλωστε η συγκυρία είναι δύσκολη: Ο δείκτης CSI 300 του Χρηματιστηρίου της Σαγκάης έχει καταγράψει απώλειες της τάξης του 27% το τελευταίο 12μηνο ξεπερνώντας τις αρνητικές επιδόσεις του 2018 όταν εμαίνετο ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ. Η νομισματική χαλάρωση που έχει υιοθετήσει η κεντρική τράπεζα της Κίνας κινδυνεύει να ακυρωθεί από την άνοδο του πληθωρισμού, ενώ οι εισηγμένες σε ξένα χρηματιστήρια κινεζικές επιχειρήσεις δοκιμάζονται, όπως δείχνει η χθεσινή υποχώρηση κατά 10% του δείκτη Nasdaq Golden Dragon China της Νέας Υόρκης.

Από την άλλη, όμως, η συγκρότηση κινεζικού συστήματος πληρωμών, ανεξάρτητου από το SWIFT και διασυνδεδεμένου με το αντίστοιχο ρωσικό, καθώς και η υιοθέτηση του "ψηφιακού γιουάν" ενισχύουν τις αντοχές της Κίνας απέναντι στις πιέσεις.

Εντέλει το chicken game καταλήγει στο εξής: ποιός θα πατήσει πρώτος το δικό του "πυρηνικό κουμπί"; Η Ουάσιγκτον αποβάλλοντας την Κίνα από τον κόσμο του δολαρίου ή το Πεκίνο εγκαταλείποντας προληπτικά το δολάριο; Και αν η κινεζική πλευρά αρχίσει να πουλά τον όγκο των αμερικανικών ομολόγων που έχει στην κατοχή της, πώς μπορούν να μείνουν έξω από τον χορό του ξεπουλήματος ακόμη και φίλοι των ΗΠΑ που θα δουν τα δικά τους διαθέσιμα να υποβαθμίζονται. Η μετατροπή του δολαρίου σε πολιτικό όπλο ενέχει αυτό το παράδοξο ρίσκο: την επιτάχυνση ακριβώς των σεναρίων που η Ουάσιγκτον επιχειρεί να αποτρέψει. Η αλληλοσύνδεση της παγκόσμιας οικονομίας θέτει όρια και τίποτα δεν θα υπονόμευε την αμερικανική ισχύ περισσότερο από την προϊούσα αποδολαριοποίηση.

(από capital.gr)