Κλιμακώνεται ο Πόλεμος Κατά των Ρωσικών Εταιρειών στην Γερμανική Αγορά Ενέργειας

Κλιμακώνεται ο Πόλεμος Κατά των Ρωσικών Εταιρειών στην Γερμανική Αγορά Ενέργειας
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Δευ, 4 Απριλίου 2022 - 10:32

Η επιδείνωση των εμπορικών και πολιτικών σχέσεων Ρωσίας-Γερμανίας προσλαμβάνουν μορφή χιονοστιβάδας. Μετά τον «αιφνιδιαστικό» έλεγχο που πραγματοποίησαν κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στι δύο θυγατρικές της Gazprom ου εδρεύουν στην Γερμανία, τις Gazprom Germania και Wingas για ενδεχόμενη «παραβίαση» των κανόνων ανταγωνισμού της Ε.Ε.

ακολούθησε η ανακοίνωση της Gazprom ότι τερματίζει τη συμμετοχή της στην πρώτη, συμπεριλαμβανομένων του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων της, όπως η Gazprom Marketing & Trading.

Σε μια κλιμάκωση αυτών των ενεργειών, το Βερολίνο φέρεται να εξετάζει την ιδέα να προβεί στην εθνικοποίηση των μονάδων των ρωσικών κολοσσών πετρελαίου και φυσικού αερίου, Rosneft και Gazprom, στην Γερμανία,  λόγω ανησυχιών ότι οι εταιρείες που είναι «συστημικά» σημαντικές για την εγχώρια ενεργειακή αγορά θα μπορούσαν να περιέλθουν στη δίνη οικονομικών προβλημάτων, σύμφωνα με δημοσίευμα της Handelsblatt.

Όπως αναφέρει το γερμανικό οικονομικό φύλλο, στην υπόθεση έχει εμπλακεί και ο καγκελάριος Σολτς, προσωπικά καθώς ανησυχεί μήπως τα πιθανά προβλήματα ρευστότητας των ρωσικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην αγορά της Γερμανίας προκαλέσουν διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό της χώρας, καθώς οι τράπεζες αποφεύγουν να χρηματοδοτούν εταιρείες που συνδέονται με την Μόσχα.

Σημειώνουμε πως η Gazprom Germania ανήκει κατά 100% στην Gazprom Export, που με τη σειρά της ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τον ρωσικό όμιλο αερίου, ενώ ανάμεσα στα στοιχεία ενεργητικού που διαχειρίζεται περιλαμβάνονται δραστηριότητες εμπορίας και αποθήκευσης, όπως η Gazprom Marketing & Trading, με έδρα το Λονδίνο, η Gazprom Schweiz με έδρα την Ελβετία, οι εταιρείες εμπορίας WIEH και Wingas, καθώς και η εταιρεία αποθήκευσης Astora, με έδρα την Γερμανία.

Η κατάσταση συναγερμού που επικρατεί μετά την εκπνοή της προθεσμίας που έδωσε ο Βλάντιμιρ Πούτιν, για τις αναγκαστικές πληρωμένες αγοράς φυσικού αερίου με ρούβλια από τις «εχθρικές» χώρες, υποχρέωσαν την προηγούμενη εβδομάδα τις γερμνικές αρχές να ενεργοποιήσουν σχέδιο έκτακτης ανάγκης στην περίπτωση που υπάρξει διακοπεί της παροχής του καυσίμου από την Ρωσία.

Τον τόνο του επείγοντος στην αντιμετώπιση όλων των πιθανών κινδύνων από την κλιμάκωση των μέτρων και των αντίμετρων μεταξύ Ε.Ε.-Ρωσίας έδωσαν και οι γερμανικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που είχαν ήδη καλέσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για το ενδεχόμενο πιθανής μείωσης της παροχής αερίου, σημειώνοντας ότι υπάρχουν "σοβαρές ενδείξεις ότι η κατάσταση εφοδιασμού με αέριο πρόκειται να επιδεινωθεί". Επί του παρόντος, η Ευρώπη και η Γερμανία συνεχίζουν να προμηθεύονται ρωσικό φυσικό αέριο μέσω αγωγών από την Ουκρανία.

Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις του στην ρωσική οικονομία είχε ως παράπλευρη απώλεια την ελαφρά μείωση της παραγωγής  αργού πετρελαίου και συμπυκνωμάτων, τον Μάρτιο, σε σύγκριση με τον αμέσως προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters.

Έτσι, η Ρωσία άντλησε 11,01 εκατ. βαρέλια ημερησίως αργού και συμπυκνώματος, τον Μάρτιο, από 11,08 εκατ. βαρέλια τον Φεβρουάριο, γεγονός που καταδεικνύει την ικανότητα της χώρας να βρίσκει αγοραστές για τα ενεργειακά αγαθά της, παρά τις κυρώσεις και την απροθυμία ορισμένων προμηθευτών της Δύσης να επιλέγουν ρωσικά φορτία. Είναι ενδεικτικό ότι τις τελευταίες εβδομάδες, οι ρωσικές εταιρείες απέτυχαν σε αρκετές περιπτώσεις να αναθέσουν φορτία σε διαγωνισμούς, στην αγορά spot , λόγω ακριβώς αυτής της απροθυμίας.  Συνολικά, οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου υποχώρησαν κατά 26,4% στο διάστημα 17 -23 Μαρτίου.

Οι αναλυτές τη αγοράς εκτιμούν ότι η Μόσχα θα αναγκαστεί να κλείσει τις στρόφιγγες σε ένα τμήμα της παραγωγής πετρελαίου καθώς θα αδυνατεί να διαθέσει όλες τις ποσότητες που απορρίπτονται στην Ευρώπη, σε άλλες περιοχές του πλανήτη, με αποτέλεσμα η παραγωγή αργού της να αρχίσει να μειώνεται και να κινδυνεύει να περιέλθει σε φάση ύφεσης για τουλάχιστον την επόμενη τριετία, όπως εκτίμησε πρόσφατα η Standard Chartered.