Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα Ναυτεμπορική, που υπογράφεται από τον Θάνο Τσίτο, εξετάζεται το ενδεχόμενο διεύρυνσης του «καταλόγου» των επενδύσεων που θα χρηματοδοτήσει η πρώτη πράσινη έκδοση συνολικού ύψους τουλάχιστον 2-2,5 δισ. ευρώ. Στην προοπτική της έκδοσης του πρώτου πράσινου ομολόγου αναφέρθηκε στην ομιλία του στο συνέδριο της Capital Link στη Νέα Υόρκη o επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ Δημήτρης Τσάκωνας.

 

Όπως υποστήριξε: «Εξετάζεται η πιθανότητα να εκδοθεί πράσινο ομόλογο με μια πρώτη έκδοση που θα μπορούσε να ενσωματωθεί στη στρατηγική χρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου το 2022». Το πράσινο ομόλογο αποτελεί μια «πρόκληση» για τον εκδότη -στην προκειμένη περίπτωση την Ελληνική Δημοκρατία- καθώς ισοδυναμεί με μια δέσμευση απέναντι στις αγορές περί υλοποίησης μιας «πράσινης επένδυσης» εντός συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων. Ουσιαστικά, αποτελεί ένα «συμβόλαιο» ανάμεσα στον εκδότη ο οποίος παρουσιάζει αναλυτικά τις επενδύσεις που θέλει να πραγματοποιήσει και τις αγορές οι οποίες αναλαμβάνουν ουσιαστικά το σκέλος της χρηματοδότησης. Σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα, ενώ οι προσπάθειες επικεντρώνονται στο να καταρτιστεί κατάλογος «πράσινων έργων» «δεν απορρίπτεται η δυνατότητα επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της πράσινης στρατηγικής χρηματοδότησης ώστε να ενσωματώνει έργα και προγράμματα κοινωνικού χαρακτήρα ή έργα που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη εν γένει».

Η στρατηγική έκδοση πράσινων ομολόγων είναι συμπληρωματική στο συνολικό πρόγραμμα δανεισμού της χώρας και δεν θα αλλάξει τον πυρήνα της δανειακής στρατηγικής του Δημοσίου. Τι επιδιώκει η ελληνική πλευρά με το πράσινο ομόλογο; Ουσιαστικά να επεκτείνει τη βάση των επενδυτών που τοποθετούνται σε ελληνικούς τίτλους (σ.σ.: τα πράσινα ομόλογα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον συγκεκριμένων επενδυτών οι οποίοι δεν τοποθετούνται και σε παραδοσιακούς τίτλους). Επίσης, η κίνηση αποσκοπεί στη βελτίωση της εικόνας του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και στη δυνατότητα μείωσης του νέου κόστους δανεισμού. Αναλυτικά, τα τρία οφέλη που μπορούν να προκύψουν από την έκδοση ενός πράσινου ομολόγου είναι τα εξής:

*Πρώτον, μπορεί να διευρυνθεί η «πελατειακή βάση» των ελληνικών ομολόγων. Ξένα funds που ενδεχομένως δεν εκδηλώνουν αυτή τη στιγμή αγοραστικό ενδιαφέρον εξαιτίας του γεγονότος ότι η χώρα δεν έχει εξασφαλίσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα, θα μπορούσαν να αγοράσουν τα πράσινα ελληνικά χαρτιά λόγω προσανατολισμού προς τέτοιες επενδύσεις. Διεθνώς είναι περίοδος που οι επενδυτές θέλουν πράσινους τίτλους στα χαρτοφυλάκιά τους, παρά την κρίση.

*Δεύτερον, μπορεί να πέσει ακόμη περισσότερο το κόστος δανεισμού της χώρας. Λόγω της «στόχευσής» τους, της διαδικασίας που διέπει την έκδοσή τους αλλά και του μεγάλου αγοραστικού ενδιαφέροντος που υπάρχει διεθνώς για τέτοιους τίτλους, τα πράσινα ομόλογα είναι συνήθως φθηνότερα κατά αρκετές μονάδες βάσης συγκριτικά με τους παραδοσιακούς τίτλους. Από τη στιγμή που η απόδοση του ελληνικού 10ετούς τίτλου έχει ανέβει κοντά στο 3%, η δυνατότητα φθηνότερου δανεισμού δεν περνά απαρατήρητη.

*Το τρίτο πλεονέκτημα είναι ότι βελτιώνει το διεθνές προφίλ της χώρας, η οποία εμφανίζεται να καταστρώνει ένα συγκεκριμένο επενδυτικό πλάνο με πράσινο προφίλ και να το φέρνει σε πέρας μέσα σε συγκεκριμένα δεσμευτικά χρονικά πλαίσια.

Ευέλικτη διαχείριση

Όσον αφορά την εκδοτική δραστηριότητα της χώρας εν μέσω κρίσης και αύξησης των αποδόσεων, ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρης Τσάκωνας, υποστήριξε ότι «δεδομένου του σημερινού ευμετάβλητου περιβάλλοντος στις κεφαλαιαγορές και λόγω της ευνοϊκής δομής του ελληνικού χαρτοφυλακίου χρέους και των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του Ε.Δ., η δραστηριότητα έκδοσης και διαχείρισης για το 2022 θα είναι ευέλικτη σε όλες τις πτυχές της, τόσο από την άποψη του χρόνου πρόσβασης στις αγορές όσο και ως προς τον όγκο των εκδόσεων, τις διάρκειες, κ.λπ.».

*(Από τη Ναυτεμπορική)