Ενα νοικοκυριό στην Ελλάδα καταναλώνει περίπου 10.000 κιλοβατώρες τον χρόνο για θέρμανση, περίπου 4.000 κιλοβατώρες για ηλεκτρική ενέργεια και 650 λίτρα βενζίνης ή πετρελαίου κίνησης για τις μετακινήσεις, όπως προκύπτει από τις επίσημες έρευνες

Αν μία κιλοβατώρα θέρμανσης (είτε με φυσικό αέριο είτε με πετρέλαιο) έχει φτάσει να κοστίζει 0,12 έως 0,15 ευρώ, τότε για τη θέρμανση χρειάζονται 1.200 ευρώ τον χρόνο ή 100 ευρώ κατά μέσον όρο, για τη βενζίνη άλλα 120 ευρώ τον μήνα και για το ρεύμα από 70 έως 100 ευρώ: σύνολο 300 ευρώ τον μήνα ή πάνω από το 20% του μέσου μεικτού μισθού στην Ελλάδα μόνο για θέρμανση, ηλεκτροδότηση και βενζίνη. 

Τα επτά στα δέκα ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες έχουν χτιστεί πριν από το 1990, ενώ πάνω από δύο εκατομμύρια κατοικίες της χώρας είτε έχουν κεντρική και μη αυτόνομη θέρμανση είτε δεν έχουν καν σύστημα θέρμανσης. H μέση ηλικία των περίπου 5,3 εκατομμυρίων οχημάτων που κυκλοφορούν στους ελληνικούς δρόμους έχει ξεπεράσει τα 16,6 χρόνια –ούτε το ένα στα πέντε Ι.Χ. δεν πληροί τα καινούργια πρότυπα Euro5 και Euro6–, ενώ στα φορτηγά, ανεξαρτήτως μεγέθους, η μέση ηλικία ξεπερνάει πλέον και τα 20 έτη.

palaia-akinita-kai-i-ch-ayxanoyn-to-kostos-energeias-stin-ellada0

Συνέπειες κρίσης χρέους 

Tι σημαίνουν αυτά τα στατιστικά στην πράξη; Οτι η ενεργειακή κρίση, που πλέον έχει λάβει άλλη διάσταση μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, βρίσκει νοικοκυριά αλλά και επαγγελματίες εντελώς εκτεθειμένους. Το κτιριακό απόθεμα της χώρας είναι παλιό και ανακαινισμένο κατάλληλα μόνο σε πολύ μικρό ποσοστό, καθώς η 10ετής ύφεση «φρέναρε» και την οικοδόμηση καινούργιων και ενεργειακά φιλικότερων ακινήτων αλλά και την αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού στοκ. Ιδια εικόνα και στην αγορά του αυτοκινήτου. Με τις αγορές καινούργιων και λιγότερων ενεργοβόρων αυτοκινήτων να έχουν περιοριστεί στο διάστημα των τριών μνημονίων, η μέση ηλικία των οχημάτων εκτοξεύθηκε τα τελευταία χρόνια φτάνοντας πλέον στα 16,6 χρόνια. Για να αντικατασταθούν τα παλαιότερα και κατά κανόνα ενεργοβόρα οχήματα, για να αποκτήσουν τα νοικοκυριά αυτόνομη και λιγότερο δαπανηρή πηγή θέρμανσης, αλλά και για να αναβαθμιστούν ενεργειακά τα περισσότερα από έξι εκατομμύρια κτίσματα της χώρας που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες θα απαιτηθούν επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ και πολύς χρόνος. Ετσι, ενώ τα βραχυπρόθεσμα μέτρα στήριξης για την επιδότηση της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου αποσκοπούν στο να βοηθηθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις να ξεπεράσουν τη θύελλα, το πραγματικό ερώτημα είναι πώς θα εξασφαλιστεί μικρότερη κατανάλωση ενέργειας, το κόστος της οποίας ουδείς μπορεί να προβλέψει. To ζήτημα αποκτά εθνική σημασία καθώς το διακύβευμα είναι αφενός η προστασία του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών –και κατά συνέπεια η καταναλωτική ζήτηση που στηρίζει το ΑΕΠ της χώρας σε ποσοστό άνω του 70%– και αφετέρου η διασφάλιση του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας, το οποίο ήδη από τον Ιανουάριο «πληγώνει» την ελληνική οικονομία με ποσό 1 δισ. ευρώ τον μήνα.

Για το ελληνικό νοικοκυριό, το πρόβλημα είναι πλέον διπλό: από τη μια οι ποσότητες ενέργειας που καταναλώνονται είναι πολύ μεγάλες λόγω της παλαιότητας των ακινήτων και των οχημάτων, και από την άλλη οι τιμές στις οποίες αποκτάται αυτή η ενέργεια έχουν εκτοξευθεί σε πρωτοφανή επίπεδα. Και αν για την πορεία των τιμών ελάχιστα μπορούν να γίνουν, το ζήτημα είναι να βρεθούν λύσεις είτε για τη μείωση της απαιτούμενης ενέργειας είτε για την αντικατάσταση των πηγών ενέργειας με φθηνότερες, όπως π.χ. ο ήλιος.

Στοιχεία απογραφής 

Την πραγματική έκταση του προβλήματος για τα νοικοκυριά θα την αποκαλύψει η καινούργια απογραφή κατοικιών, η οποία ολοκληρώνεται αυτή την περίοδο από την ΕΛΣΤΑΤ. Τα στοιχεία θα είναι προφανώς χειρότερα από τα αντίστοιχα της προηγούμενης απογραφής που έγινε το 2011. Αυτή είχε «μετρήσει» περίπου 6,4 εκατομμύρια κατοικίες στην Ελλάδα, εκ των οποίων περίπου το 40% είχε χτιστεί μέσα στην 20ετία 1961-1980. Μιλάμε δηλαδή για ακίνητα ηλικίας ήδη 40 έως 60 ετών. Οταν μόνο αυτές οι κατοικίες υπερβαίνουν σε αριθμό τα 2,4 εκατομμύρια, γίνεται αντιληπτό πόσα προγράμματα «Εξοικονομώ» απαιτούνται για να γίνουν οι απαραίτητες ανακαινίσεις. Με 1 δισ. ευρώ επιδοτήσεων και τουλάχιστον διπλάσια επενδυτική δαπάνη αναβαθμίζονται ενεργειακά όχι περισσότερα από 60.000-80.000 ακίνητα. Το εύρημα ότι απαιτούνται 10.000 κιλοβάτ τον χρόνο κατά μέσον όρο για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης επίσης προκύπτει από την απογραφή των κατοικιών. Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι επενδύσεις που απαιτούνται για να μειωθεί αυτή η ποσότητα, δεδομένης πλέον της τιμής της κιλοβατώρας. Αρκεί να σημειωθεί ότι η κιλοβατώρα του πετρελαίου θέρμανσης (σ.σ. το ισοδύναμο του λίτρου) κόστιζε πέρυσι 7,5 λεπτά του ευρώ και πλέον έχει ανέβει στα 14 λεπτά.

Αντίστοιχα, η Ελλάδα είναι γεμάτη από Ι.Χ. που χρειάζονται ακόμη και δέκα λίτρα καυσίμου για να διανύσουν 100 χιλιόμετρα. Η μείωση της απόστασης σημαίνει λιγότερη οικονομική δραστηριότητα. Η μείωση της κατανάλωσης σημαίνει αντικατάσταση του οχήματος με ένα λιγότερο ενεργοβόρο. Και πάλι όμως χρειάζονται δισεκατομμύρια όταν η μέση ηλικία την 1η/1/2020 ήταν 16 χρόνια, με την Ελλάδα να είναι στη χειρότερη θέση της Ευρώπης, μπροστά μόνο από Ρουμανία, Εσθονία και Λιθουανία.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")