Ενόψει της σαρωτικής εκτοξεύσεως των τιμών στην ενέργεια και συνολικά σε όλο το φάσμα της οικονομίας τη συνέχιση του πληθωρισμού που ξεκίνησε με την κίνηση των οικονομιών μετά τους περιορισμούς του Covid-19 και γιγαντώθηκε εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία με αβέβαιο χρονικό ορίζοντα, στην Ελλάδα υπήρξε στροφή 180 μοιρών εν σχέσει με την ακολουθούμενη ως τώρα ελληνική ενεργειακή πολιτική

Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι επισπεύδονται λόγω του πολέμου και του τεράστιου ενεργειακού προβλήματος οι έρευνες για την ύπαρξη υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και νοτίως της Κρήτης καθώς και η χρησιμοποίηση των λιγνιτικών μονάδων για την παραγωγή ηλεκτρισμού αποτυπώνουν με δραματικό τρόπο αυτήν την μεταστροφή και την επιστροφή στα αυτονόητα καταδεικνύοντας παράλληλα το μέγεθος της μέχρι τώρα ακολουθούμενης αντιεθνικής ενεργειακής πολιτικής.

Από τη μια πλευρά η παροιμιώδης και εξοργιστική αδιαφορία με το πάγωμα κάθε έρευνας για ανακάλυψη και εξόρυξη υδρογονανθράκων (φυσικό αέριο, πετρέλαιο) που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ενεργειακή αυτονομία τη χώρα, αλλά και τη μετατροπή αυτής σε εξαγωγέα ενέργειας, με έντονο θετικό αποτύπωμα στην εθνική οικονομία και ανάπτυξη της. Σημαντικοί και έγκυροι επιστήμονες και αναλυτές πιθανολογούν ότι τα κέρδη του ελληνικού δημοσίου από πλήρη αξιοποίηση των υδρογονάνθρακων θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το 1.5 τρισ. ευρώ.

Από την άλλη η σπουδή της χώρας να τεθεί ως “λαγός” στην κούρσα της “πράσινης ανάπτυξης” μέσω της απολιγνιτοποίησης. Έτσι αντί του χρονικού ορίζοντα που έθεσε η Ε.Ε. έως το 2028, η Ελλάδα χώρα με τεράστιο λιγνιτικό πλούτο που υπολογίζεται σε ένα τρισ. περίπου με έντονα ενεργειακό πρόβλημα, αυτή αντί να λάβει παράταση του χρονικού αυτού ορίζοντα, όπως δικαιούταν να ζητήσει, φρόντισε να μπει πρώτη στην κούρσα θέτοντας μόνη της ως όριο το 2025!

Οι “ιδανικοί αυτόχειρες”

Συνέπεια αυτών των εθνικά επιζήμιων πολιτικών ήταν αφενός η δραματική καθυστέρηση και το πάγωμα των ερευνών για τους υδρογονάνθρακες στις περιοχές που είχαν οριοθετηθεί με το νόμο Μανιάτη του 2014 και η αποχώρηση των πολυεθνικών ExxonMobil και Total από τα αδειοδοτημένα τμήματα της Κρήτης και αφετέρου το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος διευρύνοντας έτσι τις ανάγκες εισαγωγών των παραγόμενων στο εξωτερικό ανεμογεννητριών και φωτοβολταικών μονάδων.

Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της “αντεθνικής οικονομικής πολιτικής” είναι το γεγονός ότι την ώρα που η Ελλάδα έκλεισε τις λιγνιτικές μονάδες της, η Γερμανία από την οποία η χώρα μας εισάγει τις ανεμογεννήτριες, τις μηχανές και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, φρόντισε να κρατήσει τις δικές της λιγνιτικές μονάδες και τις μονάδες άνθρακα ως το 2040.

(η συνέχεια στο slpress.gr)