Στη Δίνη Ενός Νέου Καθοδικού Οικονομικού Κύκλου

Ήδη, οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία διαγράφονται δυσμενείς και οι επιπτώσεις θα είναι οδυνηρές πάλι για τους εργατοϋπαλλήλους, τους φορολογουμένους, τους καταναλωτές και τους επενδυτές.
Του Δημήτρη Στεργίου
Τρι, 15 Απριλίου 2008 - 01:42

Ήδη, οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία διαγράφονται δυσμενείς και οι επιπτώσεις θα είναι οδυνηρές πάλι για τους εργατοϋπαλλήλους, τους φορολογουμένους, τους καταναλωτές και τους επενδυτές.

Η διαπίστωση είναι μελαγχολική: καθώς η ελληνική οικονομία απειλείται από νέα διεθνή κρίση ή διεθνή καθοδικό κύκλο, εμφανίζεται ξανά απροετοίμαστη για την αντιμετώπισή της, γιατί η χώρα μας δεν αξιοποίησε τα σημαντικά οφέλη από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, τον πακτωλό των κοινοτικών πόρων και, φυσικά, το μακρόχρονο προηγούμενο ευνοϊκό ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον, που άρχισε μετά το 1994 και φαίνεται ότι τελείωσε το 2007. Οι παράγοντες που συνέβαλαν και στη νέα κρίση είναι πάλι οι διεθνείς τιμές - ρεκόρ του πετρελαίου και η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τώρα το κλίμα έχει αλλάξει σημαντικά. Γιατί οι αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον, οι οποίες, όπως εκτιμάται, αναμένεται να επηρεάσουν δυσμενώς την ελληνική οικονομία, επιβεβαιώνονται από τις πρόσφατες δυσμενείς προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τις εξελίξεις στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία. Οι αβεβαιότητες αυτές μπορούμε να πούμε ότι είναι πάλι «υψηλές» και η ύφεση είναι πάλι «συγχρονισμένη».

Όλα αυτά σημαίνουν ότι ίσως ευρισκόμεθα στην αρχή ενός νέου καθοδικού κύκλου στην παγκόσμια οικονομία και θυμίζουν τις γνωστούς «κύκλους Κοντράτιεφ». Έτσι, η χώρα μας εμφανίζεται να απειλείται από νέα οικονομική δίνη, από την οποία θα μπορούσε να εξερχόταν αλώβητη, αν προωθούνταν έγκαιρα οι περιβόητες διαρθρωτικές αλλαγές, βελτιωνόταν η ανταγωνιστικότητά της και ολοκληρωνόταν η δημοσιονομική εξυγίανση. Διότι μόνο έτσι θα απελευθερώνονταν κεφάλαια για την προώθηση μεγάλων έργων υποδομής, τη δημιουργία μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων, την προστασία του καταναλωτή, την ενίσχυση της νέας τεχνολογίας, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Από την άλλη μεριά, εκτιμάται ότι η αποδυνάμωση των ρυθμών ανάπτυξης θα συνοδευθεί ξανά από στασιμοπληθωρισμό, λιτότητα και περιοριστικές οικονομικές και εισοδηματικές πολιτικές και μείωση της κατανάλωσης για να αυξηθούν τα κέρδη και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Και οι Έλληνες εργατοϋπάλληλοι και φορολογούμενοι έχουν εφιαλτικά βιώματα από τέτοιες πολύχρονες περιοριστικές πολιτικές (από το 1985 έως σήμερα σχεδόν).

Όταν, λοιπόν, επισημαίνονται από τους διεθνείς οργανισμούς τόσο πολλά ανασχετικά προβλήματα διεθνώς και ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δυσοίωνες διαγράφονται οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Η κρίση αυτή, λοιπόν, βρίσκει ξανά την ελληνική οικονομία να μην έχει πλεονάσματα. Αντίθετα, εμφανίζεται να έχει υψηλό δημόσιο χρέος, που δεν επιτρέπει, μαζί με τα ελλείμματα, την εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και την προώθηση της αναγκαίας φορολογικής μεταρρύθμισης, για να ανταποκριθεί στον ευρωπαϊκό φορολογικό ανταγωνισμό. Ύστερα, παρά τον υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με εκείνο της ευρωζώνης, η χώρα μας δεν έχει τη δυνατότητα περαιτέρω ενίσχυσης της ανάπτυξης, της απασχόλησης και ανταγωνιστικότητας, αφού δεν προωθήθηκαν εγκαίρως και δεν προωθούνται οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Και είναι γνωστό ότι σε περίοδο ύφεσης και διεθνούς κρίσης είναι σχεδόν αδύνατο να γίνουν όσα δεν έγιναν, όταν το εγχώριο και διεθνές περιβάλλον ήταν προκλητικά ευνοϊκότερο.

Δυστυχώς, ουδέποτε σχεδόν η εφαρμοσθείσα οικονομική πολιτική δεν παρέσχε «αγκυροβόλιο» για τους εργαζομένους, τους φορολογούμενους, τους καταναλωτές και τους επιχειρηματίες. Γιατί στον βωμό των κομματικών σκοπιμοτήτων και της διατήρησης με κάθε τρόπο της εξουσίας θυσιάζονταν τα συμφέροντα της χώρας μας.

Δεν θα ήταν υπερβολή αν αναφέραμε ότι η διάθεση πολύτιμων εθνικών κεφαλαίων χωρίς να πιάνουν τόπο ή, όπως λένε οι οικονομικοί νόμοι, χωρίς να έχουν έστω κι έναν ελάχιστο συντελεστή απόδοσης, είναι η βασική κακοδαιμονία της ελληνικής οικονομίας και η κυριότερη αιτία της μόνιμης παθογένειάς της. Το εκπληκτικό είναι ότι τις δυσμενείς συνέπειες της φιλέκδικης αυτής συμπεριφοράς των οικονομικών νόμων από τη σπάταλη διαχείριση των δημόσιων πόρων τις πλήρωσαν μόνον και αποκλειστικά οι Έλληνες εργατοϋπάλληλοι και οι φορολογούμενοι και όχι, φυσικά, οι εκάστοτε διαχειριστές, οι οποίοι πάντοτε σχεδόν ανταμείβονταν στις εκλογές με την ανάδειξή τους στο αξίωμα του πρωθυπουργού, του υπουργού, του υφυπουργού και του βουλευτή.

Σημειώνεται ότι η διαχείριση των εθνικών πόρων δεν γινόταν ποτέ στη χώρα μας με βάση την οικονομική αυτή αρχή, δηλαδή να πιάνουν οπωσδήποτε τόπο οι δημόσιες δαπάνες. Για τον λόγο αυτό ο Εμμ. Ροΐδης είχε καταγγείλει τη σπάταλη αυτή διαχείριση προ πολλών δεκάδων ετών με την επισήμανση ότι «η Ελλάς εδαπάνησε άπαν το χρήμα του λαού αντί έργων χρησίμων εις συντήρησιν κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς το κόσμου όλου…»!

Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η καθυστέρηση στην προώθηση τολμηρών ρυθμίσεων έχει εξελιχθεί σε εφιάλτη για τη χώρα, αφού πρέπει να γίνουν πρωτόγνωρες σε σκληρότητα παρεμβάσεις στην οικονομία. Οι δυσμενείς προβλέψεις διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και για ύφεση στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική οικονομία, οι δυσμενείς εξωγενείς παράγοντες που κάνουν επισφαλή τη σταθερότητα των τιμών και επιδεινώνουν τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, την οποία έτσι τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα την καθιστούν συνεχώς ευάλωτη σε κρίσεις κυρίως από εξωγενείς παράγοντες και αβεβαιότητες.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται συνεχώς από το 1973 έως σήμερα.

/photos/pinakas 15 04.pdf

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ 13/04/2008)