Οι Πυρηνικοί Σταθμοί, Ομπρέλα για την Ενεργειακή Ασφάλεια της Ε.Ε. και την Επίτευξη Ουδετερότητας Άνθρακα

Οι Πυρηνικοί Σταθμοί, Ομπρέλα για την Ενεργειακή Ασφάλεια της Ε.Ε. και την Επίτευξη Ουδετερότητας Άνθρακα
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τρι, 14 Ιουνίου 2022 - 08:30

Η κυβέρνηση διστάζει να αντεπιτεθεί στα θέματα που άπτονται των ερευνών υδρογονανθράκων. Επιλέγει να κινηθεί στον άξονα φυσικό αέριο-LNG- Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα γύρω από τις τρείς αυτές συνιστώσες της ενεργειακής πολιτικής της χώρας φαίνεται να την ευνοεί προς το παρόν

Όμως, με δεδομένο ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται από αγωγούς που δεν ελέγχει –βλέπε οδεύσεις από Τουρκία- από αναταράξεις στις αγορές ηλεκτρισμού και από το ακριβότερο κόστος των υλικών για την κατασκευή αιολικών (κυρίως) και ηλιακών μονάδων θα έπρεπε να αποτολμήσει, εκτός από τις έρευνες για φυσικό αέριο –ενδεχομένως και πετρέλαιο, εφόσον προκύψει- και ένα άνοιγμα προς την πυρηνική ενέργεια, την οποία η κυβέρνηση, δια στόματος του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, απέρριψε αρχικά.

Ήταν τον περασμένο Δεκέμβριο όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός διαβεβαίωνε ότι η χώρα δεν έχει πυρηνικά εργοστάσια και δεν πρόκειται να αποκτήσει ποτέ. (Η δήλωση του κ. Μητσοτάκη θύμισε την κατηγορηματική δήλωση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια ότι η Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ χώρα παραγωγής υδρογονανθράκων, για να διαψευστεί μόλις ένα χρόνο αργότερα από τις γνωστές εξαγγελίες του πρωθυπουργού.) Από τότε κύλισε λίγο νερό στο αυλάκι, και ο κ. Μητσοτάκης, από κοινού με την ηγεσία του ΥΠΕΝ ήρθαν σε επαφή με αντιπροσωπεία από την Βουλγαρία, με την οποία συζήτησαν την πιθανότητα σύναψης μακροπρόθεσμων συμβάσεων για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας από τους πυρηνικούς σταθμούς της γειτονικής χώρας.

Το έργο που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι τιτάνιο, καθώς, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις του περασμένου φθινοπώρου πως η κρίση είναι παροδική, αποδείχτηκε τελικά ότι το ενεργειακό κόστος δεν πρόκειται να υποχωρήσει σύντομα και πως η κρίση τιμών σε όλο το εύρος της ενέργειας θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη, ταλαιπωρώντας οικιακούς, επιχειρηματικούς και βιομηχανικούς καταναλωτές, και απειλώντας τη χώρα με το μεγαλύτερο κύμα πληθωρισμού των τελευταίων 30 ετών.   

Ιδίως η στρατηγική απόφαση να στραφούμε στο φυσικό αέριο από το οποίο εξαρτάται ολόκληρη η Ευρώπη, υπό το φως των εξελίξεων των τελευταίων μηνών στην Ουκρανία και της στροφής της Ε.Ε. στο πολύ ακριβό αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο, υποχρεώνει τη χώρα μας να εξετάσει όλες τις πιθανές εναλλακτικές, προτάσσοντας την ευελίξια έναντι του όποιου φόβου ή αμφιβολίας μπορεί να υφίσταται για ορισμένες μορφές ενέργειας που δέχονται σήμερα σφοδρές επικρίσεις στο όνομα της προστασίας του Περιβάλλοντος.       

Δυστυχώς, οι ελπίδες για σύντομη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια που θα απέφερε φθηνή ενέργεια για όλους, σκιάζονται από την υστέρηση της τεχνολογίας, την ανεπαρκή χρηματοδότηση κατασκευής νέων υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας που θα μπορούσαν να ενσωματώσουν τις ΑΠΕ, και οι σε εμβρυακό στάδιο υποδομές αποθήκευσης ενέργειας. Για να λυθούν τα προβλήματα θα απαιτηθούν «θηριώδεις» επενδύσεις και περισσότερα από δέκα χρόνια προσαρμογής στον πράσινο μετασχηματισμό.

Φυσικά, δεν είναι η Ελλάδα που έρχεται ενώπιος-ενωπίω με την πραγματικότητα από την οποία κρυβόταν για δεκαετίες. Είναι πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Ένωση που αντιμετωπίζει για πρώτη φορά στα χρονικά άμεση απειλή, εξαιτίας της αβελτηρίας της να εξασφαλίσει συνθήκες ασφάλειας στον ενεργειακό εφοδιασμό της, αλλά και εξαιτίας των ακραίων τιμών σε ηλεκτρισμό, υγρά και ορυκτά καύσιμα.

Η προσφυγή σε όλες τις υφιστάμενες ενεργειακές πηγές της Ε.Ε. που μπορούν να αναπτυχθούν άμεσα και χωρίς ρυθμιστικά και άλλα εμπόδια, πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα για τις Βρυξέλλες, όπως τονίζουν οι ειδήμονες του κλάδου. Υπ΄αυτή την έννοια, δεν γίνεται να καταδικάζεται συλλήβδην η χρήση πυρηνικής ενέργειας, επειδή δεν βρίσκεται, απλώς στο κέντρο της πολιτικής της Γερμανίας και των συμμάχων της. Θυμίζουμε ότι τον περασμένο Φεβρουάριο, η Κομισιόν πρότεινε να συμπεριληφθεί η πυρηνική ενέργεια στο περίφημο taxonomy για τις πράσινες επενδύσεις, πυροδοτώντας σφοδρές αντιδράσεις από τους περιβαλλοντολόγους και τους πολιτικούς εταίρους τους.

Σήμερα, 18 ευρωπαϊκές χώρες παράγουν πυρηνική ενέργεια, εκ των οποίων οι 13 ανήκουν στην οικογένεια της Ε.Ε.. Επίσης, η πυρηνική ενέργεια αντιπροσωπεύει το 25% της παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ένωση, με την Γαλλία και την Σουηδία να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια ως σταθερό εφεδρικό μέσο για να εντάσσουν μαζικά ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα τους και συνεπώς θεωρούνται ως οι πιο κατάλληλες για να πετύχουν την πολυπόθητη ουδετερότητα άνθρακα στις οικονομίες τους.

(Παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, 1965-2021. Πηγή: BP Statistical Review) 

Όπως αναφέρει σε άρθρο της στο Euractiv η κα Alena Mastantuono, μέλος της ομάδας που εκπροσωπεί τις ενώσεις εργοδοτών στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ), με την τρέχουσα απειλή έλλειψης ενέργειας, ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ επιλέγουν να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής του πυρηνικού τομέα και να αναβάλουν τα σχέδια αποχώρησης από την πυρηνική ενέργεια. Η Ευρώπη είναι σαφές ότι μαθαίνει να αγκαλιάζει ξανά την πυρηνική ενέργεια, για διάφορους λόγους.

Πρώτον, στην πορεία προς την απεξάρτηση από τον άνθρακα, η πυρηνική ενέργεια διαδραματίζει ρόλο στη σταθερότητα του εφοδιασμού. Σε σύγκριση με την ενέργεια από ορυκτά καύσιμα, η πυρηνική αντιπροσωπεύει μια σταθερή πηγή χαμηλών εκπομπών άνθρακα και σε συνδυασμό με την καλύτερη ικανότητα αποθήκευσης και τη διασύνδεση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στη ζήτηση ενέργειας. Είναι γεγονός πως με την ολοένα και μεγαλύτερη εξηλέκτριση της οικονομίας, η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερο ηλεκτρισμό που να προέρχεται από σταθερές πηγές χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Κατά δεύτερον, συνεχίζει η ίδια, η πυρηνική ενέργεια εξασφαλίζει ενεργειακή αυτονομία. Το ουράνιο είναι ένα σχετικά κοινό στοιχείο στο φλοιό της γης και η τιμή του δεν είναι τόσο ευμετάβλητη όσο αυτή του φυσικού αερίου. Πάνω από τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής ουρανίου προέρχονται από ορυχεία στο Καζακστάν, τον Καναδά και την Αυστραλία.

Ακόμη, ο όγκος των καυσίμων που απαιτούνται για τα πυρηνικά εργοστάσια είναι πολύ μικρότερος σε σύγκριση με εκείνα που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα. Ένα μικρό σφαιρίδιο διοξειδίου του ουρανίου βάρους πέντε γραμμαρίων παράγει την ίδια ποσότητα ενέργειας με έναν τόνο άνθρακα ή περίπου 480 κυβικά μέτρα φυσικού αερίου.

Για το λόγο αυτό, τα πυρηνικά εργοστάσια δεν απαιτούν μεγάλες αποθηκευτικές δυνατότητες και μπορούν εύκολα να αποθηκεύσουν καύσιμα για τρία χρόνια κατά μέσο όρο. Η μεγαλύτερη ικανότητα ανεφοδιασμού και αποθήκευσης βοηθά στην αγορά πυρηνικού καυσίμου υπό ευνοϊκότερους όρους, καθώς και στη μετάβαση σε άλλους προμηθευτές.

Επίσης, τα κράτη –μέλη της Ε.Ε. που επιλέγουν την πυρηνική ενέργεια στο ενεργειακό μείγμα τους, επωφελούνται από τις σταθερότερες και πιο χαμηλές τιμές της ενέργειας για τους τελικούς καταναλωτές, ενώ, μαζί με τις ΑΠΕ, οι πυρηνικοί σταθμοί έχουν πολύ χαμηλότερο οριακό κόστος από τους σταθμούς φυσικού αερίου και άνθρακα.

Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί σε αυτό το σημείο πως δεδομένου ότι η πυρηνική ενέργεια αποτελεί σημαντική πηγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα που μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη ουδετερότητας άνθρακα και στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, το οριακό κόστος της δεν περιλαμβάνει καμία τιμολόγηση του άνθρακα, η οποία, θυμίζουμε, αυξήθηκε περισσότερο από 200% το 2021 και η οποία επηρεάζει σημαντικά την τιμή του φυσικού αερίου στην αγορά της ΕΕ.

Τέλος, υπό τις παρούσες συνθήκες, η ΕΕ θα πρέπει να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό τους δικούς της διαθέσιμους πόρους και την υπάρχουσα δυναμικότητά της για να αντιμετωπίσει την έλλειψη ενεργειακού εφοδιασμού για να διατηρήσει τόσο την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, όσο και την ανταγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Για την κα Mastantuono, η παράταση της ασφαλούς λειτουργίας των υφισταμένων μονάδων πυρηνικής ενέργειας στα κράτη- μέλη είναι μακράν η πιο προσιτή λύση για το 2030 και μετά, που θα επιτρέψει την ομαλή μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα.