Την απόλυτη προσήλωση της ΔΕΗ στο business plan που έχει καταρτίσει, με ιδιαίτερη εστίαση στις ΑΠΕ και ευρύτερα την ενεργειακή μετάβαση εξέφρασε χθες ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Επιχείρησης, Γιώργος Στάσσης, μιλώντας στο συνέδριο του Economist. Η ΔΕΗ, τόνισε, σχεδιάζει να αναπτύξει 

 

 

ανανεώσιμη ισχύ της τάξης των 5 GW έως το 2026, και υπογράμμισε πως ο υφιστάμενος σχεδιασμός όχι μόνο δεν καθηλώθηκε, εξαιτίας της κρίσης που σοβεί, αλλά αντιθέτως, επιταχύνεται. Επίσης, ανέφερε πως η ΔΕΗ συνεχίζει το έργο της ψηφιοποίησης του δικτύου της, ενώ ομολόγησε πως πράγματι, υπάρχει κάποια "καθυστέρηση" στο ζήτημα της απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, λόγω συνθηκών, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει την ουσία της πολιτικής που έχει αποφασιστεί.  

Όπως είπε, η διακοπή λειτουργίας των τριών μονάδων λιγνίτη, που είχε προγραμματιστεί για φέτος, δεν θα γίνει και εξήγησε πως αυτό συμβαίνει για λόγους  ενεργειακής ασφάλειας και επάρκειας της χώρας, εξαιτίας της κρίσης.

Ο κ. Στάσσης έδωσε μεγάλη έμφαση στην πράσινη πολιτική της Επιχείρησης, ιδίως σε ό,τι αφορά στην προώθηση έργων ηλιακής ενέργειας που αποτελούν τα 2/3 όλων των νέων έργων ΑΠΕ, σε αντίθεση με τα αιολικά και τούτο επειδή τα φωτοβολταϊκά έχουν ταχύτερο χρόνο υλοποίησης. Παράλληλα, όμως, επεσήμανε τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς έχει αυξηθεί κατακόρυφα η ζήτηση για ηλιακά πάνελ και inverter, με αποτέλεσμα να υπάρχουν καθυστερήσεις στον προγραμματισμό υλοποίησης.  

Τέλος, ο επικεφαλής της ΔΕΗ αναφέρθηκε στην ψηφιοποίηση, για την οποία είπε πως θα μπορούσε να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την χώρα.

Στη διάρκεια της συζήτησης που είχε με τον Daniel Franklin, Executive & diplomatic editor του The Economist, ο κ. Στάσσης αναφέρθηκε εκτενώς στην Ενεργειακή Μετάβαση, την παγκόσμια ενεργειακή κρίση και τον ευρύτερο εταιρικό σχεδιασμό της Επιχείρησης.

Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα όσα είπε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ:  

«Τα τελευταία 3 χρόνια έχουμε ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια μετασχηματισμού της ΔΕΗ, εστιάζοντας στην ενεργειακή μετάβαση, η οποία εξελίσσεται τώρα και θα συνεχιστεί τις επόμενες δεκαετίες. Προσπαθήσαμε να επανατοποθετήσουμε τη ΔΕΗ στον δρόμο αυτής της μετάβασης, συνεκτιμώντας πώς θα είναι η αγορά τα επόμενα έτη. Μιλώ για τη διανομή, για περισσότερες ΑΠΕ, μπαταρίες, ηλεκτροκίνηση. Ένα ολόκληρο ‘οικοσύστημα’ που τα στοιχεία του πρέπει να επικοινωνούν μεταξύ τους. Όλες οι αποφάσεις που λάβαμε γι’ αυτόν τον μετασχηματισμό, στηρίχθηκαν στη στρατηγική μας που περιλαμβάνει 3 πυλώνες: απoανθρακοποιήσαμε την παραγωγή της ΔΕΗ με την απομάκρυνση του λιγνίτη και την ενδυνάμωση του ‘πράσινου’ στόλου της – θα προστεθούν 5 GW τα επόμενα 4-5 έτη – ψηφιοποιούμε σε μεγάλο βαθμό το δίκτυο διανομής ώστε να είναι πιο ευέλικτο και να μπορεί να ανταποκριθεί στα νέα σενάρια και παράλληλα, εκσυγχρονίζουμε την εμπορία με κάθε δυνατό τρόπο (rebranding, νέες υπηρεσίες, νέα προϊόντα, έχουμε ήδη 600 σταθμούς φόρτισης ηλεκτροκίνητων οχημάτων και στοχεύουμε στην εγκατάσταση 10.000 φορτιστών στα επόμενα 5 χρόνια). Πρόκειται για αλλαγές που συντελούνται σε μια περίοδο που βιώνουμε τη σοβαρότερη ενεργειακή κρίση από τη δεκαετία του ’70. Το σχέδιο που είχαμε πριν την ενεργειακή κρίση και το σχέδιο που εκπονούμε τώρα είναι ακριβώς τα ίδια και το αφήγημά μας έχει σήμερα μεγαλύτερη αξία παρά ποτέ. Η ενεργειακή κρίση είχε ως συνέπεια την επιτάχυνση της εκπόνησης των projects μας. Η ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση από τις παραδοσιακές πηγές αφορά τόσο το περιβάλλον όσο και το κόστος, αλλά αφορά πλέον και την ενεργειακή ασφάλεια.
Επενδύουμε ακόμη περισσότερο στις ΑΠΕ, επενδύουμε ακόμη γρηγορότερα στις μπαταρίες - βοηθούν άλλωστε οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης – και θα επενδύουμε σε οτιδήποτε σχετίζεται με την ευελιξία. Η ΔΕΗ τα επόμενα χρόνια θα αναπτύξει και το υδρογόνο καθώς πρέπει να προετοιμάσουμε το μέλλον. Αυτές είναι αλλαγές που θα περιλαμβάνονται στο αναθεωρημένο σχέδιο που θα ανακοινωθεί μέχρι το τέλος του έτους.

«Η ευελιξία αποτελεί μια έννοια ‘κλειδί΄. Νέες τεχνολογίες αναπτύσσονται σε σχέση με την αποθήκευση, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και αποδοτικότητα. Τεχνητή νοημοσύνη, ψηφιακά συστήματα, υπολογιστικά συστήματα θα διαδραματίσουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο και δεν είναι πολύ μακριά μας. Είναι αλλαγές που έρχονται με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι πιστεύουμε και εμείς προετοιμαζόμαστε γι αυτές τις αλλαγές. Και οι βιομηχανικοί χρήστες θα πρέπει να κατανοήσουν αυτές τις αλλαγές και εμείς θα συνεργαστούμε μαζί τους, θα δουλέψουμε ‘πλάι-πλάι’ ώστε να αποκτήσουν πιο πράσινο τρόπο λειτουργίας και να έχουμε πιο ‘πράσινες επιχειρήσεις’ και πιο ‘πράσινη’ λειτουργία σε επίπεδο κάλυψης αναγκών. Η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ψηφιοποίηση. Υπάρχουν πάρα πολλές επενδύσεις που έρχονται στη χώρα μας από μεγάλες πολυεθνικές, όπως έγινε για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη με τη λειτουργία ενός ψηφιακού hub. Επίσης, υπάρχει άπλετο ταλέντο στην Ελλάδα που μπορεί να αναπτύξει αυτές τις τεχνολογίες.

«Δεν πιστεύω ότι η ενεργειακή κρίση σε επίπεδο οικονομικού αντικτύπου καθυστερεί τόσο πολύ την απεξάρτηση από τον λιγνίτη. Θα πάμε λίγο πιο αργά, έναν με ενάμιση χρόνο περίπου λόγω ενεργειακής ασφάλειας. Θέλουμε να είμαστε έτοιμοι στο ενδεχόμενο να υπάρξει έλλειμμα φυσικού αερίου. Αλλά δεν αλλάζουμε τον μεσομακροπρόθεσμο στόχο μας: θα απεξαρτηθούμε από τον λιγνίτη τα επόμενα 4-5 έτη και είμαστε δεσμευμένοι ως προς αυτό.
Για το ενδεχόμενο να ‘κλείσει η στρόφιγγα’ που με ρωτάτε, μπορώ να σας πω ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από άλλες χώρες, λόγω των εναλλακτικών διαδρόμων, των εναλλακτικών επιλογών που διαθέτει. Έχουμε τον ΤurkStream, διαθέτουμε έναν σταθμό LNG, έχουμε τον λιγνίτη και το υδρογόνο. Όταν μιλάμε για ‘κλείσιμο της στρόφιγγας’, μιλάμε για χάος στην Ευρώπη και δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πώς θα αντιδρούσαν τα διασυνδεδεμένα συστήματα. Στην περίπτωση όμως που η Ελλάδα έρθει αντιμέτωπη με ένα μεγάλο έλλειμμα, εκτιμώ ότι οι βιομηχανικοί χρήστες θα έπρεπε περιοριστούν, ώστε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για τους οικιακούς χρήστες».

«Κατά κύριο λόγο ασχολούμαστε με την ηλιακή ενέργεια, τα φωτοβολταϊκά τα οποία αποτελούν τα 2/3 της παραγωγής από ΑΠΕ και το 1/3 η αιολική ενέργεια. Το ζήτημα της αδειοδότησης παραμένει σημαντικό στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα έχουμε πολλές και καλές εξελίξεις, με αποτέλεσμα τα δικά μας projects να λαμβάνουν αδειοδότηση και να αναπτύσσονται πιο γρήγορα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το εμπόδιο που συναντάμε τώρα είναι η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Υπάρχει τεράστια ζήτηση κυρίως σε inverter για φωτοβολταϊκά panel που έρχονται κυρίως από την Κίνα».