Η απογραφή των παρεπιδημούντων στην Ελλάδα κατέγραψε 10.432.481 πρόσωπα το 2021 , 400.000 ολιγότερα απ’ ό,τι το 2011. Σε όλες τις περιοχές της χώρας, ο πληθυσμός εμειώθη την δεκαετία που πέρασε – ακόμη και στην Αττική – και η μόνη πού έδειξε αύξηση πληθυσμού ήταν η Κρήτη. Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνος ευρίσκει την χώρα σε μία πρωτοφανή πληθυσμιακή συρρίκνωση του Ελληνικού πληθυσμού

που δεν  αντισταθμίζει ούτε η αθρόα εισδοχή μεταναστών από την Ασία και την Αφρική μήτε η έξοδος των Ελλήνων από την Ουκρανία και την πρώην Σοβιετική Ένωση.

Ο πληθυσμός του μεταπολιτευτικού Ελληνικού κράτους έφθασε στο απόγειο του , με 11 εκατομμύρια πρόσωπα το έτος 2001 και έκτοτε έλαβε την κατιούσα , 10,8 με την απογραφή του 2011 και έπειτα , με επιταχυνόμενο ρυθμό που προκαλεί ανησυχητικά ερωτήματα για το μέλλον του Ελληνισμού στην χώρα που εγκλωβίσθη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.

Το νεοελληνικό κράτος κατά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό , το 1821, δεν υπερέβαινε πληθυσμό 750.000 προσώπων μέσα στη περιορισμένη έκταση του - μόλις 36% της σημερινής. Σιγά - σιγά , όμως , ο πληθυσμός άρχισε ν’ αυξάνει  από την προσάρτηση νέων περιοχών , όπως των Ιονίων νήσων το 1864 που προσέθεσαν 230.000  Έλληνας , της Θεσσαλίας κατόπιν αλλά και από την υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων (φυσική εξέλιξη του πληθυσμού) δια να φθάσει το 1,5 εκατομμύριο περίπου το 1870.

Τις παραμονές της επιτεύξεως της Μεγάλης Ιδέας , το Ελληνικό κράτος είχε πληθυσμό μόλις 2,5 εκατομμυρίων προσώπων που απέδωσε όμως την ηρωική και πρωτοφανή εξόρμηση των Ελλήνων για την κατάκτηση της θέσεως τους μέσα στα Βαλκάνια.

Με την προσάρτηση της Μακεδονίας , Θράκης, Κρήτης και των Αιγαιακών νήσων , το 1920 ο Ελληνικός πληθυσμός εδιπλασιάσθη στα 5 εκατομμύρια και δύο χρόνια μετά έφθασε τα 6,2 εκατομμύρια με την προσθήκη του Μικρασιατικού Ελληνισμού έπειτα απ’ την ανταλλαγή Χριστιανορθοδόξων και Μουσουλμάνων που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάννης.(1923).

Έκτοτε η ανάπτυξη του Ελληνικού πληθυσμού υπήρξε συνεχής αν και βραδεία συνεπεία των διεθνών εξελίξεων και της ενσωματώσεως όλων των Ελλήνων στο εθνικό έδαφος. Μόνο το 1947 , με την απελευθέρωση των Δωδακανήσων, ο εγχώριος πληθυσμός έδειξε μία αισθητή αύξηση το 1947 – κάπου 150.000 προσώπων , στα 7,6 εκατομμύρια που τον κατέγραψε η πρώτη  μεταπολεμική απογραφή το 1951.

Η μείωση του πληθυσμού εξ αιτίας της Γερμανοιταλοβουλγαρικής κατοχής (1941-44) κατά 450.000 πρόσωπα και η στασιμότης εκ του καταστρεπτικού Ανταρτοπολέμου (1944-1949) δεν εμπόδισαν την φυσική ανάπτυξη του πληθυσμού της χώρας παρά την μεταναστευτική πολιτική των μετακατοχικών κυβερνήσεων Καραμανλή .

Στα τέλη του 20ου αιώνος , ο πληθυσμός της χώρας έφθασε τα 10,3 εκατομμύρια πρόσωπα , ενισχυθείς και από την  επάνοδο Ελλήνων απ’ το εξωτερικό , κυρίως την Αίγυπτο , Νότιο Αφρική,  Κωνσταντινούπολη (μετά τους Τουρκικούς διωγμούς το 1955) και αργότερα με τον επαναπατρισμό των Ελλήνων από την πρώην Σοβ. Ένωση.

Βέβαια , ο Ελληνισμός εξακολουθεί ν’ αναπτύσσεται εκτός Ελλάδος – υπολογίζεται τουλάχιστον σε 15 εκατομμύρια με τις ευημερούσες Ελληνικές κοινότητες στην Αμερική και την Αυστραλία αλλά πολύ δύσκολα διατηρεί την Ελληνικότητα του μετά την τρίτη γενεά (απώλεια της Ελληνικής  γλώσσης αν και η πολιτική επιρροή  του είναι αισθητή).

Από του έτους 1981 , της «εντάξεως» στην τότε ΕΟΚ, αρχίζει η πληθυσμιακή κατηφόρα του Ελληνισμού εν Ελλάδι. Χάνεται ο μέχρι τέλους της δεκαετίας του ’70 ρυθμός της υπεροχής γεννήσεων έναντι των θανάτων και μετά το έτος 2000 επέρχεται η ραγδαία μείωσις από τις 100.000 στις 60.000 για να φθάσει το αρνητικό ρεκόρ της περυσινής κάμψεως οπότε οι γεννήσεις υστέρησαν κατά 30.000  των θανάτων και παρά την εν την εν τω μεταξύ εισβολή χιλιάδων λαθρομεταναστών - κυρίως Μουσουλμάνων από την Συρία , Πακιστάν , Αφγανιστάν  κλπ., μέσω Τουρκίας. Οι εισελθόντες μετά το 1990  Αλβανοί έχουν ήδη αποχωρήσει της Ελλάδος, με την βοήθεια της οποίας ανασυγκρότησαν την χώρα τους.

Η αναπλήρωση των γεννήσεων Ελλήνων από Ασιατικούς και Αφρικανικούς πληθυσμούς επιταχύνεται μετά το 2010 οπότε  με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσεως, την τιμωρητική συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την πανδημία του Κινεζοϊού, η χώρα έχασε 400.000 Έλληνες κι άλλους 100.000 που δεν εγεννήθησαν από τη γενικότερη δυσπραγία και τις κακές συνθήκες στις πόλεις ενώ ο πληθυσμός της υπαίθρου απορροφηθεί υπό της αστυφιλίας.

Το κοινωνικό υπόδειγμα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Ευρωδυστοπία, οδηγεί την Ελλάδα σε λίγες δεκαετίας στην πλήρη αλλαγή της μορφής  από Ελληνοχριστιανικής εις ...Ελληνομουσουλμανική!...

Εν τούτοις, το πρότυπο της Ελληνικής οικογενειάς με δύο τουλάχιστον παιδιά παραμένει ισχυρό εξ αιτίας της φιλοτεκνίας των Ελληνίδων. Ο θεσμός του γάμου και της οικογενείας - αν και βάλλεται από τους μεταμοντέρνους κύκλους, την ανεργία και τη φορολογία, παραμένει αλώβητος. Η ηλικιακή οψιμοποίηση των Ελλήνων λόγω αυξήσεως της προσδόκιμου ζωής επιτρέπει τις γεννήσεις και πέρα των 50 ετών στις Ελληνίδες. Η αύξηση των διαζυγίων δεν σημαίνει αναγκαίως μείωση της τεκνογονίας, η ελευθέρα συμβίωσις διατηρείται μικρότερη των Ευρωπαϊκών... προτύπων. Ο ρόλος της Εκκλησίας ισχυρός. Η μεταναστευτική γονιμότης ανακόπτεται μετά την αφομοίωση, η αντιμετώπιση της στειρότητος και της παιδικής θνησιμότητος αγγίζει τα ύψη προηγμένης περιοχής και μόνον η αύξηση των τροχαίων θανάτων και τραυματισμών ταιριάζει σε «Τρίτη χώρα».

Όλα αυτά χρήζουν αμέσου πολιτικής παρεμβάσεως προτού φθάσουμε σε πληθυσμούς μη αναστρέψιμους – κάτω των 7 εκατομμυρίων και ηλικιωμένων άνω του 30%. Αν η νέα δυσοίωνος απογραφή χαρακτηρίζει κάτι μονολεκτικώς είναι η αποτυχία του Μεταπολιτευτικού κράτους. Είναι στο χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναστρέψει την δυσμενή πληθυσμιακή πορεία της χώρας με σοβαρά κίνητρα ενισχύσεως της Ελληνικής οικογενείας.