Της Νατάσας Καραθανάση Έλληνες. Λαός μεσογειακός, με ταμπεραμέντο θερμό. Ερωτευόμαστε με πάθος, τρώμε με διπλά σαγόνια, οδηγούμε με τόλμη σε ταχύτητες που άλλοι πετάνε, διασκεδάζουμε μέχρι πρωίας. Μας βλέπουν οι ξένοι και δεν ξέρουν πότε μαλώνουμε και πότε απλώς μιλάμε. Μου αρέσει αυτό. Χαμογελάω όταν βλέπω έξι άτομα να κάνουν, συγχρόνως, επτά διαφορετικές συζητήσεις. Όταν περπατάω στην Πλάκα και βλέπω τον κόσμο που βγήκε να λιαστεί και τους μαγαζάτορες να «ψαρεύουν» τη πελατεία τους. Όταν ψωνίζω στη λαϊκή και ακούω τους μανάβηδες να κάνουν «κόντρες» για το πιο φρέσκο, το πιο καλό –«Πρώτο πράμα σου λέω, καλέ κυρία. Ελα, πάρε κόσμε!». Όταν με καλωσορίζει μια γιαγιά σε ένα μικρό χωριουδάκι και θέλει να με τρατάρει, να με φιλέψει κάτι. Θερμόαιμος λαός οι Ελληνες. Και φιλόξενος. Το ακούω και καμαρώνω. Και μετά πάω από την εφορία, το ταχυδρομείο, τις τράπεζες και τι βλέπω; Γκρίνια, ταλαιπωρία, παράπονα μούτρα κατεβασμένα, ανθρώπους αγενείς (για να μην πω άξεστους). Γυρίζω στο γραφείο και ακούω κουτσομπολιά, κακίες, σχόλια κακοπροαίρετα, για να μην αναφέρω τα συχνότατα αισχρόλογα, τα κοσμητικά επίθετα και τα «ιερά και όσια» που τα θυμόμαστε μόνο σαν έρθει η ώρα ν α»κατεβάσουμε καντήλια». Περνάω από μια στάση λεωφορείου και βλέπω πρόσωπα με χαρακτηριστικά σκληρά και άλλα εντελώς ανέκφραστα. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου και παρακαλάω τον Θεό να φτάσω σώα και αβλαβής στο σπίτι μου. Να μη βρεθώ στο διάβα εκείνου που θα παραβιάσει το STOP, που θα περάσει το φανάρι με «βαθύ πράσινο», που θα ξεσπάσει τα νεύρα του στο τιμόνι. Και καθώς περιμένω στο τελευταίο φανάρι, βλέπω ένα Πακιστανό να πλησιάζει ένα αυτοκίνητο λίγο πιο μπροστά από μένα. Είναι νέος, όμορφος και φοράει ένα πλατύ χαμόγελο. Πουλάει μπανάνες. «Πώς μπορεί να χαμογελάει, όταν η ζωή δεν του τα έχει φέρει όλα δεξιά; «Μπράβο του που προσπαθεί να δουλέψει, ενώ άλλοι «κλέβουν», σκέφτομαι. Πριν προλάβει μια τρίτη σκέψη να δρασκελίσει το κατώφλι του μυαλού μου, βλέπω ένα ευτραφή κύριο, καλοντυμένο, «καθωσπρέπει», να κατεβαίνει από το τζιπ του, το καθαρό και γυαλισμένο, και να επιτίθεται με μανία στον άμοιρο τον μικροπωλητή. Τον χτυπάει με γροθιές στο στομάχι κι εκείνος μαζεύεται, δεν αντιδρά, προσπαθεί μόνο να κρύψει το κεφάλι του με τα χέρια του. Άλλωστε, δεν νομίζω ότι έχει το δικαίωμα να αντιδράσει. «Ενας ξένος σε μια χώρα είναι σαν ένα δέντρο χωρίς ρίζες. Αν το χτυπήσεις, θα πέσει», μου έλεγε συχνά μια Βουλγάρα. Ντρέπομαι για την καταγωγή μου. Οι γύρω οδηγοί πετάγονται έξω και του φωνάζουν: «Τι κάνεις ρε; Τρελάθηκες;», «Ασε κάτω τον ανθρωπάκο! Τι σου ‘φταιξε», και πριν τον πλησιάσουν, ο «ρωμαλέος» Ελλην έχει μπει στο ασφαλές όχημά του να γίνεται καπνός. Ο ξένος έχει καθήσει στην άκρη του πεζοδρομίου και κλαίει. Κάποιοι πάνε να τον πλησιάσουν κι εκείνος τραβιέται πιο πίσω. «Μη φοβάσαι φίλε, να αγοράσω τις μπανάνες σου θέλω», του λέει ένας και τότε ο αλλοδαπός σηκώνει το πρόσωπό του. Συντροφιά με ένα δάκρυ που τρέχει από τα μάτια του, ένα χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του. Μισό πικρό, γιατί γνώρισε την απανθρωπιά σε όλο της το μεγαλείο. Μισό γλυκό, γιατί η ανθρωπιά δεν πέθανε ακόμα. Συγκλονισμένη κοιτιέμαι στον καθρέπτη του αυτοκινήτου μου. Εχω ακριβώς το ίδιο χαμόγελο. Να ντραπώ για την καταγωγή μου; Ή μήπως να πονέσω γιατί ορισμένοι ξέχασαν ότι κατάγονται από την Ελλάδα; Ή καλύτερα να χαμογελάσω, γιατί ακόμα υπάρχουν πραγματικοί Έλληνες; Το ξέρω, οι καιροί είναι δύσκολοι για όλους μας. Ας μην τους κάνουμε, όμως, χειρότερους. Ας χαμογελάμε, όταν βλέπουμε κατσούφηδες υπαλλήλους. Ας έχουμε υπομονή, όταν αργούμε να εξυπηρετηθούμε. Ας προσέχουμε όταν οδηγούμε. Ας μην ξεσπάμε στους άλλους τα προσωπικά μας. Ας μάθουμε να κοιτάμε τον εαυτό μας και να μη σχολιάζουμε τον διπλανό μας. Ας χαιρόμαστε με τη χαρά του γείτονά μας αντί να τον φθονούμε. Ας σκύψουμε στο πρόβλημα του φίλου μας, αντί να απομονωθούμε και να κλειστούμε στον εαυτούλη μας. Ας δώσουμε ένα χέρι βοήθειας σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Ας καταδικάσουμε την αδικία και την κακία. Ας δείξουμε πότε αξίζει να παραμένουμε θερμόαιμοι και πότε να διατηρούμε την ψυχραιμία μας. Ας δείξουμε, επιτέλους, την καταγωγή μας!. (Από την Αλληλογραφία Αναγνωστών στην εφημερίδα Καθημερινή 15/04/03)

Διαβάστε ακόμα