«Όστις κλέπτει, σφετερίζεται ή βλάπτει εις τα δάση ξυλικήν, τιμωρείται…»

Νομοθετικό διάταγμα «Περί των εις τα δάση ανομημάτων», 10 Ιουλίου 1836
(το πρώτο νομοθέτημα για τα δάση)

 

Έχει την αξία της η παρούσα αναδρομή σε διατάξεις της δασικής νομοθεσίας που αποτελούν μέρος της δασικής μας ιστορίας, αφού διαμορφώνουν το πλαίσιο ενεργειών της διοίκησης σε σχέση με τα δάση και το φυσικό περιβάλλον της χώρας, και είναι αντιπροσωπευτικές του τρόπου με τον οποίο η πολιτεία, εκφραζόμενη διά της πολιτικής των κυβερνώντων, αντιμετωπίζει αυτά

Ταυτόχρονα, μας δίνεται η δυνατότητα μιας σύγκρισης των εφαρμοζόμενων πρακτικών/πολιτικών παλιά και σήμερα. Σταχυολογούμε κάποιες διατάξεις, που δείχνουν την αντιμετώπιση διαχρονικά των δασικών και γενικότερα των περιβαλλοντικών ζητημάτων από τη δασική νομοθεσία, αναδεικνύοντας τις τάσεις και τις πολιτικές που διαμορφώνονταν στο εν λόγω αντικείμενο. Πολλές από τις καθοριζόμενες διά των διατάξεων πολιτικές αντιμετωπίζουν τα ζητήματα με πνεύμα πρακτικό κι ευκαιριακό, άλλες φορές τακτοποίησης καταστάσεων, και οπωσδήποτε δεν εκφράζουν μιαν επίσημη κεντρική δασική πολιτική, η οποία −απ’ ότι φαίνεται− ποτέ δε χαράχθηκε. Όμως, δε μπορούμε ν’ αγνοήσουμε και κάποιες διατάξεις π’ αποδίδουν μια προωθημένη, και εν πάσει περιπτώσει ορθή αντίληψη για το φυσικό περιβάλλον, διατάξεις που οπωσδήποτε προάγουν τη φύση και τις αξίες της, οι οποίες μολαταύτα δε στέκουν από μόνες τους ικανές να εκφράσουν ένα νέο πνεύμα για το περιβάλλον, καινοτόμο και πρωτοποριακό, ένα πνεύμα ουσιαστικής κι ειλικρινούς προστασίας κι ανάδειξής του.

Δεν αναφέρονται εν προκειμένω διατάξεις που αφορούν στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιπτώσεων, που είναι πολλές, ούτε στην αντιμετώπιση κατηγοριών περιπτώσεων, αφού επιθυμούμε διά του παρόντος ν’ αποδώσουμε το πλαίσιο κατά δασικό αντικείμενο των εφαρμοζόμενων κάθε φορά πολιτικών, κι όχι ν’ αναδείξουμε τις επιμέρους ρυθμίσεις, οι οποίες εκφράζουν αποσπασματική νομοθέτηση, προκειμένου να διευθετηθούν κατά περίπτωση καταστάσεις (αν το πράτταμε αυτό θα θέλαμε έναν τουλάχιστον τόμο για να καλυφθούμε!) –βέβαια, δεν αποφεύγουμε αναφορά μας σε περιπτώσεις που κρίνουμε ότι για ιστορικούς λόγους πρέπει να καταγραφούν, διότι αποδίδουν το κλίμα της εποχής που αναφέρονται, καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης του δάσους κατ’ αυτήν (την εποχή). Πρέπει δε ν’ αναφέρουμε, σ’ ότι αφορά στις «τακτοποιήσεις» που πραγματοποιούνται με σκοπό τη νομιμοποίηση έκνομων καταστάσεων, και ιδία με το αιτιολογικό της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία (ΣΤΕ 636/1998, 3356/2005, 738/2007, ΠΕ 303/2002, 267/1997 κ.ά.), «…δεν είναι συνταγματικώς ανεκτές, και, ως εκ τούτου, οι επίμαχες διατάξεις αντίκεινται στο Σύνταγμα και δε δύνανται να τύχουν εφαρμογής» −μολοντούτο, η πρακτική της νομιμοποίησης είναι συνήθης στο εθνικό μας δίκαιο!..

Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των δασικών νόμων (δασική νομοθεσία) το 1915 από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.

Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των δασικών νόμων (δασική νομοθεσία) το 1915 από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.

 

Η προστασία του δάσους – 
Το τεκμήριο του δημοσίου

«Όστις κλέπτει, σφετερίζεται ή βλάπτει εις τα δάση ξυλικήν, τιμωρείται…», καθόριζε απλά και ρητά το πρώτο νομοθέτημα που συντάχθηκε για τα δάση μετά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, επί βασιλείας Όθωνος, το νομοθετικό διάταγμα «Περί των εις τα δάση ανομημάτων», με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1836 (ΦΕΚ 33/1936). Θεωρήθηκε δηλαδή από τους Βαυαρούς που κυβερνούσαν την Ελλάδα ως επιτακτικό να καθορισθούν κατά πρώτον κανόνες και ποινές προστασίας των δασών, αφού αυτά, μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ήταν έκθετα, χρησιμοποιούμενα κατά βούληση, αφού η προηγούμενη διακυβέρνηση του Καποδίστρια δεν έθεσε πλαίσιο προστασίας τους. Τούτη η ενέργεια των Βαυαρών απέρρεε από τη νοοτροπία των Βορείων, που ζώντας σε δασογενή περιβάλλοντα είχαν στενή σχέση με το πράσινο και επιθυμούσαν την προστασία του. Έφτιαξαν το λοιπόν πρώτα διατάξεις προστασίας του, για να το διαφυλάξουν.

Το επόμενο άμεσο ζήτημα που κρίθηκε από τους Βαυαρούς ως σημαντικό ν’ αντιμετωπισθεί σε σχέση με τα δάση, ήταν η ρύθμιση της βοσκής σε αυτά, καθόσον ήταν ανεξέλεγκτη και καταστροφική. Το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε με το επόμενο νομοθετικό διάταγμα που συνέταξαν «Περί του κανονισμού της βοσκής των δασών» της 4ης (16ης) Σεπτεμβρίου 1836 (ΦΕΚ 45/1836). Με αυτό καθόρισαν φόρο βοσκής ζώου στα δάση που βόσκονταν (άρθρο 1), την απαγόρευση της βοσκής «στους δασότοπους που ευρίσκονται εις κατάστασιν νέας φυσικής ή καλλιεργούμενης βλαστήσεως» (άρθρο 2) –κάτι εξαιρετικά σημαντικό για την αναδημιουργία των δασών–, την κατανομή της βοσκής «εις τους ανήκοντας βοσκολόγους», με επιτόπια υπόδειξη του Δασάρχη και τοποθέτηση των ορίων από αυτόν με «αχυροσημάδια», ενώ θα δημοσιεύεται και ποιοι τόποι στην περιοχή «ως όντες υπό καλλιέργειαν, δεν είναι συγχωρεμένον να πατηθώσιν από τα ζώα», με τους παραβάτες της απαγόρευσης αυτής να «παιδεύονται» με ποινές (άρθρα 3, 4, 5) –βλέπουμε δηλαδή τη μεγάλη σημασία που αποδίδονταν από τους Βαυαρούς στην προστασία από τη βοσκή των αναγεννώμενων δασών.

12

Η κτηνοτροφία ήταν νομαδική, με απαιτήσεις από τα δασικά οικοσυστήματα, και για πρώτη φορά έμπαινε κάποια τάξη στη βοσκή με το νομοθετικό διάταγμα «Περί του κανονισμού της βοσκής των δασών» της 4ης (16ης) Σεπτεμβρίου 1836 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Είναι χαρακτηριστικά τα επί τούτου οριζόμενα στο άρθρο 6 του νομοθετικού αυτού διατάγματος: «Ώστε, οι κύριοι των ποιμνίων πρέπει ή να βάνουν άξιους ποιμένας, ή να περιφράττουν τας αναβλαστήσεις και βλαστήσεις με τα ίδιά των έξοδα, έως ότου να μεγαλώσουν τόσον, ώστε να μην φοβούνται πλέον το στόμα του ζώου». Η δε μία μόνη επιτρεπόμενη μάνδρα είτε το στανοτόπι «είνε συγχωρεμένη εις έκαστον ποιμένα επί μίας και της αυτής περιοχής του δάσους», ενώ «η κατ’ αρέσκειαν αυτού τοποθέτησις, ομοίως και η περίσσευσις αυτών, απαγορεύεται επί ποινή». Επίσης, απαγορεύεται στους ποιμένες ν’ ανάβουν φωτιά στις καλύβες ή στις μάντρες τους, με τον παραβάτη «θέλει παραδίδεσθαι εις το ανήκον δικαστήριον προς παιδείαν» (άρθρο 9). Τέλος, απαγορεύεται στους ποιμένες «να κόπτουν, ή να στραβώνουν τους νέους κορμούς των δένδρων, να κόπτουν τους κλάδους ή τας κορυφάς των δένδρων, και να μαδούν αυτά διά να φάγουν των ζώα των» (άρθρο 10) –επιμένουμε σε τούτα τ’ αρχικά δασικά νομοθετήματα να παραθέτουμε αποσπάσματα των διατάξεων, κι όχι περιγραφικά ν’ αναφερόμαστε σε αυτές, για να δείξουμε τον τρόπο νομοθέτησης των Βορείων, που χαρακτηριστικό τους ήταν η λιτή, ρητή και σαφής νομοθέτηση, καθώς και η χρήση απλής, μη δικονομικής κι όχι επιτηδευμένης γλώσσας, για να γίνονται κατανοητά τα οριζόμενα και από τους λιγότερο γραμματιζούμενους (δεδομένης και της έλλειψης δικηγόρων, καθώς και δικολάβων, για να τα εξηγούν).

Το τρίτο κατά σειρά ζήτημα που κρίθηκε ως άμεσο ν’ αντιμετωπιστεί σε σχέση με τα δάση, ήταν αυτό της ιδιοκτησίας τους, δεδομένου ότι ανά τη χώρα εμφανίζονταν πλείστοι κύριοι δασών, με τίτλους που ελέγχονταν ως προς την ισχύ τους, καθώς και ως προς τα όρια των εκτάσεών τους. Το παρόν ζήτημα αντιμετωπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα «Περί ιδιωτικών δασών» της 17ης Νοεμβρίου 1936 (ΦΕΚ 69/1836). Στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται η έννοια του ιδιωτικού δάσους, ως εκείνο που με έγγραφα που έχουν εκδοθεί κατά τους νόμιμους τύπους από τις αρμόδιες τουρκικές αρχές, αποδεικνύεται ότι υπήρχε και «πριν της αρχής του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος», ως ιδιοκτησία πλήρη υπέρ ιδιώτη. Ιδιωτικά θεωρούνται και τα δάση τα κείμενα σε ιδιωτικά χωριά («τζεφλίκια»). Η εξέταση των τίτλων, που προσκομίζονται εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου, πραγματοποιείται από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, η οποία δίδει την κατοχή στον ιδιοκτήτη ή την απορρίπτει· οπότε στην τελευταία ταύτη περίπτωση μπορεί να διεκδικηθεί η έκταση ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων (άρθρο 3). Μέχρι δε της τελειωτικής δικαστικής απόφασης, η κατοχή του δάσους θεωρείται «αναφαίρετος εις ον ευρίσκεται».

Ασκούμενη ληστρικώς κλαδονομή σε δρυοδάσος (πηγή: Γρίσπος Π., «Δασική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας-Τομεύς Γεωργίας, Αθήναι 1973).

Ασκούμενη ληστρικώς κλαδονομή σε δρυοδάσος (πηγή: Γρίσπος Π., «Δασική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας-Τομεύς Γεωργίας, Αθήναι 1973).

Με τη διαδικασία αυτή, όπως και με το γεγονός της μη εξέτασης όλων των προσκομισθέντων τίτλων από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, λόγω λήξης της θητείας της, προέκυψαν τα διακατεχόμενα δάση –μια ελληνική δασική κατάσταση, που έχει δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα στη διοίκηση και διαχείριση αυτών των δασών. Ιδιαίτερη επίσης σημασία πρέπει ν’ αποδοθεί στην τελευταία παράγραφο του παραπάνω άρθρου, που ορίζει ότι μετά την προθεσμία που τίθεται για την εξέταση των τίτλων, θεωρούνται όλα τα δάση ως «αδιαφιλονίκητα εθνικά». Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκε το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου για τα ελληνικά δάση, με το οποίο κατοχυρώνονται τα δικαιώματα του Δημοσίου στην ιδιωτική του περιουσία και προστατεύεται ως δημόσιο το φυσικό αγαθό του δάσους. Εισάγεται δηλαδή διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου συνιστάμενο στην απαλλαγή του από το βάρος της απόδειξης της ίδιας αυτού κυριότητας.

Κείνο όμως που οφείλουμε εν προκειμένω να επισημάνουμε είναι ότι, με την παραπάνω διαδικασία της αναγνώρισης των τίτλων, που είναι γεγονός ότι αντιμετώπιζε ενδογενή προβλήματα, λόγω της συσσώρευσης μεγάλου αριθμού υποθέσεων προς εξέταση, της υποβολής ανορθόδοξων και απροσδιόριστων τίτλων, και της μη δυνατότητας ορθής εξέτασής τους λόγω της ολιγομελούς σύνθεσης της Επιτροπής και της περιορισμένης θητείας της, συνέβη μιαν αιφνίδια, άμεση και ετεροβαρής (ως προς τους Έλληνες πολίτες) κατοχύρωση ιδιοκτησίας στην Ελλάδα επί φυσικών αγαθών, που στη συνέχεια αποτέλεσε κι έναν από τους λόγους απώλειας δασών μας. Διότι, ιστορικά αν δούμε το ζήτημα, διαπιστώνουμε ότι η οικοπεδοποίηση και δόμηση δασών, όπως και η μετατροπή τους σε αγροτικές καλλιέργειες, πραγματοποιήθηκε κατά πρώτον σε ιδιωτικά δάση, αναγνωρισμένα με την παραπάνω διαδικασία (τρανό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Αττική). Τα δάση αυτά αγοράσθηκαν από μεγαλοκεφαλαιούχους (βλέπε: Ανδρέας Συγγρός), τσιφλικάδες και αριστοκράτες, πρώην κοτσαμπάσηδες, στρατιωτικούς και πολιτικούς, ανθρώπους που είχαν την οικονομική δυνατότητα της εξαγοράς (Έλληνες και ξένους), κατόπιν πώλησής τους από τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς, μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.

Από την παραπάνω διαδικασία απείχε ο απλός λαός, ο οποίος δεν είχε την ιδέα και κυρίως την οικονομική δυνατότητα για να συμμετάσχει. Δέστε τι χαρακτηριστικά ανέφεραν οι Ευβοιώτες Ι. Μίσσιος και Κ. Μάνος, σε επιστολή που έστειλαν στις 29-11-1832 στην ελληνική κυβέρνηση για την αγορά του δάσους Αχμέταγα στην Εύβοια από τους Μίλλερ και Νόελ: «Αι ελληνικαί γαίαι θέλουν καταντήσει όλαι εις χείρας αλλοεθνών, χωρίς να δυνηθώσιν οι κάτοικοι ν’ αγοράσωσι το παραμικρώτερον και θέλει μείνωσιν ούτω ξένοι εις πατρώαν γην». Και πρότειναν, μεταξύ των άλλων, να δωθούν χρηματικά δάνεια στους αγρότες, για ν’ αγοράσουν οι ίδιοι τη γη τους (πηγή: Γενικά Αρχεία του Ελληνικού Κράτους).

* Δασολόγου - Περιβαλλοντολόγου

(η συνέχεια στο dasarxeio.com)